Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Το 1989 ο πατήρ Μητσοτάκης, επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας, εκμεταλλεύτηκε το υπαρκτό τραπεζικό σκάνδαλο Κοσκωτά και παρέσυρε την τότε ηγεσία της Αριστεράς σε μια συμπαιγνία – συγκυβέρνηση ονομάστηκε – που είχε ως στόχο την ηθική και πολιτική εξόντωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου.

Η χώρα μας βρέθηκε τότε στη δίνη μιας έντονης πολιτικής κρίσης και τα πνεύματα άναψαν σε ύψιστο βαθμό. Οι καταγγελίες για δήθεν χρηματισμό του Παπανδρέου από τον Κοσκωτά έδιναν κι έπαιρναν με την επιστράτευση και της παμπερολογίας, ώσπου τα πράγματα οδηγήθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο από το οποίο ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ αθωώθηκε με οριακή πλειοψηφία.

Το «βρώμικο ‘89», όπως ονομάστηκε κι έμεινε στην ιστορία η υπόθεση αυτή, δημιούργησε σε πολλούς την εύλογη υποψία, ότι πίσω της κρυβόταν η ανομολόγητη προσπάθεια να εξουδετερωθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, να πληγεί εκλογικά το ΠΑΣΟΚ και να ανέλθει στην εξουσία η Νέα Δημοκρατία και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και πράγματι χρειάστηκαν δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις για να γίνει εν τέλει η νεοδημοκρατική κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του κυρίου Μητσοτάκη.

Το ΠΑΣΟΚ από αυτήν την περιπέτεια βγήκε συσπειρωμένο κι ενισχυμένο σε αντίθεση με την Αριστερά που διχάστηκε ως προς τους σκοπούς και τα αίτια της συγκυβέρνησης και βρέθηκε τελικά χαμένη, συμμετέχοντας σε μία ενδο-αστική διαμάχη για την οποία αγνοούσε τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς που έκρυβε.

Το 1993 (10 Οκτωβρίου) έγιναν πρόωρες εκλογές οι οποίες προκλήθηκαν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις 9 Σεπτεμβρίου όταν ανεξαρτητοποιήθηκε με υπόδειξη του Αντώνη Σαμαρά ο βουλευτής του Κιλκίς Γιώργος Συμπιλίδης και χάθηκε η δεδηλωμένη της πλειοψηφίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε αυτές τις εκλογές με μεγάλο ποσοστό (46,88%) κι επέστρεψε στην εξουσία σχηματίζοντας την 3η και τελευταία κυβέρνησή του.

Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου με αρχηγό τη Μαρία Δαμανάκη έμεινε για πρώτη φορά εκτός Βουλής, ενώ η νεοσύστατη Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά αναδείχθηκε τρίτη σε μέγεθος πολιτική δύναμη (4,9%) με δέκα βουλευτές εκ των οποίων ένας ήταν το πρώην στέλεχος της Αριστεράς ο Ανδρέας Λεντάκης.

Τον Απρίλιο του 1993 ο υπάλληλος του ΟΤΕ Χρήστος Μαυρίκης κατήγγειλε δημοσίως ότι διενεργούσε τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος πολιτικών προσώπων – ανάμεσά τους ο Ανδρέας Παπανδρέου- κατ’ εντολή του στρατηγού ε.α. Ν. Γρυλλάκη, στενού συνεργάτη του Κώστα Μητσοτάκη. Προς επιβεβαίωση όσων έλεγε ο Μαυρίκης εμφάνισε πλήθος από κασέτες με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών υποκλοπών, δηλώνοντας μάλιστα σε τηλεοπτικές του εμφανίσεις ότι το περιεχόμενο αυτό «τον διασκέδαζε»!

Τον Μάιο του 1993 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών του Μαυρίκη σε βάρος του πρωθυπουργού Μητσοτάκη. Τον Ιούλιο 12 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που οι τηλεφωνικές τους συνομιλίες παρακολουθούνταν, υπέβαλαν μηνυτήρια αναφορά και το πόρισμα των ανακριτών δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο, ενώ η Νέα Δημοκρατία είχε ήδη χάσει την εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1994 ο τέως πρωθυπουργός και η κόρη του Ντόρα Μπακογιάννη ελέγχονται από την προανακριτική επιτροπή της Βουλής και μετά το ενοχοποιητικό πόρισμά της παραπέμπονται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Στις 16 Ιουνίου 1994 η Βουλή παρέπεμψε τα πολιτικά πρόσωπα της υπόθεσης Μαυρίκη με 164 ψήφους υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών», αλλά με απόντες τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το Νοέμβριο του 1994 το δικαστήριο παρέπεμψε τα μη πολιτικά πρόσωπα της υπόθεσης. Στις 16 Ιανουαρίου 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου πρότεινε στη Βουλή την αναστολή των ποινικών διώξεων των πολιτικών προσώπων και ο τότε Πρόεδρος της Ν.Δ. Μιλτιάδης Έβερτ ζήτησε να προχωρήσουν οι διαδικασίες για να μη δοθεί η εντύπωση συμψηφισμού, αλλά τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας οδήγησαν στην αναστολή των διώξεων του Κ. Μητσοτάκη και των συγκατηγορουμένων του.

Στην απόφαση αυτή του Παπανδρέου πρυτάνευσε το συμφέρον της Ελληνικής Δημοκρατίας και η ανάγκη σταθερότητας στο πολιτικό σύστημα, καθώς θεώρησε ως απαράδεκτο το φαινόμενο κάθε πρωθυπουργός να πηγαίνει τον προκάτοχό του στα δικαστήρια, προκαλώντας έντονη πολιτική και κοινωνική αναταραχή.

Αναφερθήκαμε σ’ αυτά τα στοιχεία του παρελθόντος για να υπάρξει η αναγκαία βάση για συσχετισμούς και συμπεράσματα, αφού βιώνουμε σήμερα, με ευθύνη της κυβέρνησης υιού Μητσοτάκη, μία ανάλογη ατμόσφαιρα σκανδαλολογίας κατά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι υποκλοπές έχουν γι’ άλλη μια φορά την τιμητική τους και είναι απορίας άξιο πώς δημοσιοποιούνται κι από ποιους αυτές που προέρχονται από μία κρατική υπηρεσία υψίστης ασφαλείας όπως είναι η ΕΥΠ, χωρίς να παρεμβαίνει κανένας αρμόδιος για να εξετάσει «πόθεν» οι διαρροές. Επιπλέον είναι πολύ προκλητική η επιλεκτική και τμηματική δημοσιοποίησή τους και μάλιστα με ύποπτη χρονική καθυστέρηση. Δεν μπορεί λόγου χάρη ο εμπειρογνώμονας για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι να «βγαίνει» μετά από δύο χρόνια για να καταγγείλει πιέσεις από τους ανωτέρους του και να προσφεύγει τώρα με χρονο-καθυστέρηση στη Δικαιοσύνη!

Για όποιον διαθέτει «νουν και κρίση» και δεν αφήνεται έρμαιο στην κατευθυνόμενη πληροφόρηση των συστημικών μέσων επικοινωνίας, είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρασκηνιακά ενορχηστρωμένη επιχείρηση, η οποία έχει ως στόχο να πλήξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον τέως πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, κατεδαφίζοντας αυτό που έχει ονομαστεί «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Κατά τα φαινόμενα έχει δημιουργηθεί από ένα αόρατο. Προς το παρόν, κομματικό επιτελείο, μία «τράπεζα θεμάτων», η οποία περιλαμβάνει όλα τα λάθη, τις αστοχίες ή παραβλέψεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τα οποία ανασύρονται κι επικαιροποιούνται, κατά περίπτωση, με «πυρ ομαδόν».

Εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης που προέρχεται τόσο από την πανδημία, όσο κι από τα λάθη και τις αδυναμίες της παρούσας κυβέρνησης, η συζήτηση μετατίθεται εντέχνως από τα μεγάλα και υπαρκτά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας, στα δήθεν σκάνδαλα για τα οποία η Δικαιοσύνη οφείλει να δώσει, το συντομότερο δυνατό, τεκμηριωμένες απαντήσεις για τη βασιμότητά τους ή όχι.

Πράγματι, κατά τη γνώμη πολλών, υπάρχει μία τάση αναβίωσης ενός σκηνικού που παραπέμπει στο «βρώμικο ‘89» και στα απόνερά του όπως ήταν το σκάνδαλο των υποκλοπών Μαυρίκη. Οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες αυτής της τακτικής μεθόδευσης, που υιοθετεί η κυβέρνηση εναντίον του αντιπάλου της, είναι τόσο φανερές που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Όπως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η αυστηρή επισήμανση που γίνεται από αρκετούς νουνεχείς και συνετούς πολιτικούς όλων των χώρων, που επισείουν τον κίνδυνο να πληγεί εξαιτίας αυτών και μάλιστα ανεπανόρθωτα το δημοκρατικό κλίμα και πολίτευμα.

Ο Κάρλ Μάρξ είχε πει: «Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα». Δεδομένου ότι η λέξη «φάρσα» σημαίνει: είτε το είδος του ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου όπου το αστείο στηρίζεται συνήθως στη γελοιοποίηση ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων, είτε είναι μια ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων «για πλάκα» ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως «χοντρό» αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει, ας το έχουν υπόψη τους οι κυβερνώντες κι ας βάλουν «φρένο» σ’ αυτούς που λογαριάζουν τα πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη και την κατοχή της εξουσίας ως περισσότερο σημαντικά από την ίδια τη Δημοκρατία.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr