Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Τα τζιτζίκια κρατούσαν το ίσο στους ψαλτάδες και στον ιερέα , που λειτουργούσαν στο παλαιό ξωκκλήσι του Αϊ-Λια , εκεί στην κορφούλα του Κοκκινόβραχου της Σπάρτης , και η ελαφρά καλοκαιρινή αύρα έσειε τους ευώδεις θάμνους ολόγυρα κι έσμιγε τη μυρωδιά τους μ’ εκείνη λιβανιού που καιγόταν στο θυμιατήρι .

Η πλάση όλη , και η γης κι ο ουρανός και ο πλατύστηθος Ταΰγετος αντικρύ και ο Ευρώτας ο αθάνατος στα πόδια του Κοκκινόβραχου και η καταπράσινη κοιλάδα με τις ελιές και τις πορτοκαλιές ανάμεσά τους , είχανε βάλει τα καλά τους κι ευλαβικά προσκυνούσαν τη γιορτή του Μεγάλου Προφήτη , του Προφήτη Ηλία , που ο Θεός τόσο αγάπησε ώστε τον πήρε κοντά του στους ουρανούς , εν σώματι :

«ὅθεν καὶ πυρίνῳ , ἀνελήφθης Ἠλία , ὀχήματι μετάρσιος, διφρηλάτης πρὸς Κύριον·».

Ο Μενέλαος και η Ελένη , από τον πανάρχαιο μυστηριακό ναό τους στη γειτονική κορφή , έστελναν στις ευχές τους στο γείτονα και φίλο Αϊ – Λιά που γιόρταζε . Τόσα χρόνια συντροφιά εδώ στην ερημιά του βουνού πόσες και πόσες κουβέντες δεν έχουνε αλλάξει μεταξύ τους , δένοντας την αρχαία πίστη με τη σημερινή σε μιαν αδιάσπαστη συνέχεια και πορεία της ιστορίας των Ελλήνων .

Οι λιγοστοί ευλαβείς προσκυνητές , καλεσμένοι από τον Άγιο και υπακούοντες στην παράδοση χρόνων και χρόνων , διάβαιναν το μονοπάτι προς την κορφούλα του Αϊ-Λια και με σκαλοπάτι τις αρχαίες πέτρες «έβγαιναν» στο πλάτωμα που είναι χτισμένο το ξωκκλήσι , έναν εξώστη θεαματικότατο προς τη διάπλατη κοιλάδα του Ευρώτα αποκάτω . Πρώτα το βλέμμα χανόταν στην ομορφιά της Πλάσης του Θεού και η ψυχή φαιδρυνόταν με συναισθήματα μυστικά και πρωτοφανέρωτα . Ύστερα μπροστά στην εικόνα του Αγίου άφηναν τις μυστικές προσευχές τους και στην τρεμάμενη φλόγα του κεριού ζούσανε τη μικρή αιωνιότητα που μόνο η Πίστη μπορεί να χαρίσει στον Άνθρωπο .

Νέα παιδιά στο ταπεινό ψαλτήρι του ναΐσκου , με προεξάρχοντα τον καλλίφωνο Στράτη Τριανταφυλλάκο , κι ο επίσης καλλικέλαδος παπα – Γιώργης Σκοπαράντζος , «άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία (,,,) τω Κυρίω» σε μιαν αρμονία αγγελική , συνεπήραν τις ψυχές και τις ανέβασαν στα Ουράνια .

Ο εορτάζων , Ηλίας Μπόνος , (χρόνια σου πολλά , Ηλία) έβαλε τον Άρτο κι έκανε να ακουστεί στις ερημιές του βουνού το «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…» που έψαλλε ομοθυμαδόν όλο το εκκλησίασμα και ο Γιώργος Αναστασόπουλος μαζί με τους άλλους Επιτρόπους επέβλεψαν τα πάντα κι έκαναν στο τέλος και την παραδοσιακή κλήρωση των δώρων .

Και ήταν εκεί στον Αϊ – Λια του Κοκκινόβραχου , μαζί με τους φετινούς προσκυνητές , κι ΟΛΕΣ οι γενιές των παλαιών των Σπαρτιατών , εκείνων που κάποτε κίναγαν με τα πόδια , «συν γυναιξί και τέκνοις» , περνούσαν μέσα από τους πυκνούς καλαμιώνες , τις πικροδάφνες , τα θεόρατα πλατάνια και τις βαθύσκιες ιτιές του Ευρώτα , έβρισκαν το γεφυράκι που κάθε χρόνο είχε τάμα να φτιάξει κάποιος οικοδόμος πάνω απ’ τα πλούσια τότε νερά , περνούσαν απέναντι στην πλαγιά , διάβαιναν απ’ έξω από την «Παναΐτσα» , έφταναν στον Αϊ –Λια , λειτουργιούνταν , έπαιρναν μέρος στο μικρό πανηγυράκι που γινόταν εκεί και ύστερα , στην επιστροφή, κάθονταν στις δροσιές του Ευρώτα , έστρωναν μεγάλα τραπεζομάντιλα πάνω στα χορτάρια κι έτρωγαν κι έπιναν ό,τι η κάθε νοικοκυρά είχε ετοιμάσει αποβραδίς , μέχρι που έγερνε ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό . «Αληθείς Ορθόδοξοι Έλληνες» που ζούσαν για τη χαρά της ζωής η οποία βγαίνει μέσα από το λίγο , με Πίστη αγνή και αφειδώλευτη προς τον Θεό , με σεβασμό μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης .

Και του χρόνου !