ΣΠΑΡΤΗ. Την Κυριακή, 19 Ιουλίου 2020, πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης η ετήσια εορτή του Γορτυνιακού Συνδέσμου Σπάρτης, με πανηγυρική αρχιερατική Θεία Λειτουργία μετά αρτοκλασίας, που τέλεσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιος. Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Γραμματέας του Συνδέσμου κ. Μητράκος Ιωάννης, Συνταξιούχος Δάσκαλος, ο οποίος αναφέρθηκε στην κάθοδο των Γορτυνίων στη Σπάρτη, την ίδρυση του Συνδέσμου και τον εορταζόμενο άγιο Ευθύμιο το Νέο τον εκ Δημητσάνης.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μιλώντας από καρδιάς, λίγο πριν από την απόλυση, εξέφρασε την αγάπη και την εκτίμησή του προς τη Γορτυνία και τους Γορτύνιους της Σπάρτης, τους επαίνεσε για την πλούσια και πολύπλευρη δράση και παρουσία τους και ευχήθηκε ο Γορτυνιακός να αξιωθεί να εορτάσει και τη 2η εκατονταετία της ιστορίας του.
Παρέστησαν πολλά μέλη του Συνδέσμου, φίλοι των Γορτυνίων και πλήθος κόσμου. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας προσφέρθηκε σε όλους κέρασμα με παραδοσιακό γλύκισμα.

ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΠΑΡΤΗΣ: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ

(Πανηγυρική ομιλία που εκφωνήθηκε από το Γραμματέα του Συνδέσμου Μητράκο Ιωάννη, Συνταξιούχο Δάσκαλο, κατά την ετήσια εορτή του Συνδέσμου στην Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, την Κυριακή, 19 Ιουλίου 2020).

Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, Σεπτέ Ποιμενάρχη μας κ. Ευστάθιε, Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης, Πανοσιολογιώτατε Άγιε Γέροντα π. Εφραίμ, Καθηγούμενε της Ιερά Μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, σεβαστοί Πατέρες, Κύριε Πρόεδρε του Γορτυνιακού Συνδέσμου και λοιπά Μέλη του Δ. Σ., αγαπητοί Συμπατριώτες και φίλοι των Γορτυνίων της Σπάρτης, κυρίες και κύριοι, τιμούμε σήμερα με καθυστέρηση λόγω της καραντίνας του κορωνοϊού τη μνήμη του προστάτη μας Αγίου Ευθυμίου του Νέου του εκ Δημητσάνης και γιορτάζουμε τον Σύνδεσμό μας που φέτος συμπλήρωσε αισίως 100 χρόνια από την ίδρυσή του κατά το έτος 1920.

Η πανδημία, δυστυχώς, μας ανέτρεψε το εορταστικό πρόγραμμα που είχαμε καταρτίσει για να εορτάσουμε αυτή τη σημαντική επέτειο, ματαιώνοντας τη σειρά των εκδηλώσεων πλην της 1ης που ήταν η ομιλία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη μας κ. Ευσταθίου, Επιτίμου Μέλους του Συνδέσμου μας, για τα 11 χρόνια που υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στη Γορτυνία. Σήμερα με τη Θεία Λειτουργία μετά αρτοκλασίας και την τέλεση του μνημόσυνου για τα κεκοιμημένα μέλη του Συνδέσμου από της ιδρύσεώς του έως σήμερα επιχειρούμε την μερική επαναφορά μας στην ενεργό παρουσία κι ευελπιστούμε ότι οι συνθήκες θα μας επιτρέψουν να πραγματοποιήσουμε κάποιες από τις εορταστικές εκδηλώσεις μας έστω και με τους αναγκαίους όρους προστασίας και ασφάλειας. Βέβαιο είναι ότι θα παρουσιάσουμε το βιβλίο για τα 100 χρόνια συνεχούς λειτουργίας μας, που είχε την τιμή να συγγράψει ο υποφαινόμενος.

Επιτρέψτε μου, πριν αναφερθώ στον άγιο Ευθύμιο, να σας μιλήσω με συντομία για την κάθοδο των Γορτυνίων στη φιλόξενη πόλη της Σπάρτης και για την ίδρυση του ιστορικού μας Συνδέσμου.

Οι πρώτες σχέσεις των Γορτυνίων με τη Λακωνία ανάγονται στα προεπαναστατικά χρόνια, όταν τα μπουλούκια των μαστόρων κατέβαιναν στα μικρά και μεγάλα χωριά της περιοχής για να χτίσουν ή να επιδιορθώσουν κάστρα και σπίτια, να φτιάξουν βρύσες και πετρογέφυρες, εκκλησιές και καμπαναριά. Βέβαιο είναι, επίσης, πως οι φτωχοί και ανειδίκευτοι Γορτύνιοι, που δεν χωρούσαν στα μπουλούκια, έρχονταν εδώ για να δουλέψουν ως εργάτες γης και μπιστικοί σε Τούρκους και Έλληνες προύχοντες, κτηματίες και τσελιγκάδες.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 και οργανώθηκαν στοιχειωδώς τα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων, διαπιστώθηκε η ανάγκη να υπάρχουν σε κάθε ένοπλη ομάδα και μαστόροι για να χτίζουν ή να επιδιορθώνουν τις οχυρώσεις (ταμπούρια) και τα χαρακώματα. Από έγγραφα οπλαρχηγών και αναφορές ιστορικών, όπως ο Φωτάκος, πληροφορούμαστε λ.χ. πως, μετά την καταστροφή του Δράμαλη, η Πελοποννησιακή Γερουσία φρόντισε «να κτίσει πύργους εις τα Μεγάλα Δερβένια της Κορίνθου διά να εμποδίζεται το έμβασμα των Τούρκων διά ξηράς εις την Πελοπόννησον». Οι Γορτύνιοι μαστόροι και μάλιστα οι Λαγκαδινοί, ακολουθώντας τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, ήλθαν και στη Λακωνία, στην οποία κάποιοι παρέμειναν μόνιμα.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ίδρυση του μικρού ελληνικού κράτους, επί βασιλείας του πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα και με τη σύσταση του ελληνολάτρη πατέρα του Λουδοβίκου, αποφασίστηκε η ίδρυση της νέας Σπάρτης (1834) στη θέση που υπήρχε η κυριότερη κώμη της αρχαίας πόλης, η Μεσσόα.

Ο Βαυαρός γεωμέτρης Στάουφερτ (Stauffert) ήταν αυτός που διαμόρφωσε το τελικό σχέδιο της πόλεως, για να αρχίσει η ανοικοδόμησή της με πρώτα τα λεγόμενα δημόσια κτίρια. Όπως είναι γνωστό, οι κάτοικοι της βυζαντινής πόλεως του Μυστρά, που ήταν ως τότε το διοικητικό κέντρο του τόπου, είχαν ενδοιασμούς σχετικά με τη θέση της νέας Σπάρτης, που τη θεωρούσαν ανθυγιεινή, και δεν ενθουσιάστηκαν στην ιδέα της μετεγκατάστασής τους. Έτσι το ελληνικό κράτος κατέφυγε στο δέλεαρ της χαμηλής διατίμησης, ανά τετραγωνικό μέτρο, των προς πώληση οικοπέδων, προκειμένου να πεισθούν οι Μυστριώτες να οικήσουν τη νέα πόλη. Δεν αποκλείεται την περίοδο εκείνη κάποιοι Γορτύνιοι να επωφελήθηκαν αυτής της ευκαιρίας και να έσπευσαν να αγοράσουν οικόπεδα, κυρίως στις ανατολικές παρυφές, που θεωρούνταν δεύτερης κατηγορίας, για να χτίσουν τις κατοικίες τους και να γίνουν Σπαρτιάτες.

Ακολούθησαν τα μπουλούκια των μαστόρων, που ήλθαν για να χτίσουν τα νεοκλασικά αρχοντικά, αλλά και τα φτωχικά σπίτια της καινούριας πόλης. Κάποιοι απ’ αυτούς έμειναν για πάντα εδώ, εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν για ένα καλύτερο μέλλον, αφού η φτωχική γη της Γορτυνίας δεν μπορούσε να θρέψει τους ανθρώπους της.

Κάπως έτσι έγινε η κάθοδος των Γορτυνίων στη Λακωνία και τη Σπάρτη. Τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν τη φιλόξενη γη τους ακολούθησαν κι άλλοι και σιγά-σιγά ένα σημαντικό κομμάτι του γορτυνιακού πληθυσμού απέκτησε λακωνική και σπαρτιατική ταυτότητα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ρίζωσαν στην περιοχή της «Λάκκας», η οποία ήταν για χρόνια υποβαθμισμένη και γι’ αυτό τα οικόπεδα εκεί είχαν πολύ χαμηλή τιμή, προσιτή για το φτωχικό βαλάντιο των Γορτυνίων. Είναι περιττό να επισημάνουμε πως η Συνοικία της Λάκκας σήμερα είναι μία από τις πιο μεγάλες και συνεχώς αναπτυσσόμενες συνοικίες της Σπάρτης.

Οι Γορτύνιοι της Σπάρτης ασχολήθηκαν κυρίως με το επάγγελμα του οικοδόμου και του εργάτη, ενώ όσοι είχαν καταγωγή από οικογένειες τεχνιτών και εμπόρων στράφηκαν προς αυτές τις κατευθύνσεις. Σύντομα στη Σπάρτη αναδείχθηκαν τα γορτυνιακά εργαστήρια κι εμπορικά καταστήματα. Οι Χατζήδες, οι Κιούσηδες, οι Λαδοπουλαίοι, οι Μουτσόπουλοι, οι Πριστούρηδες, οι Παπαπολυχρονίου και άλλοι αποτέλεσαν σπουδαίους παράγοντες της σπαρτιατικής οικονομίας. Κι επειδή οι Γορτύνιοι είναι φύσει έξυπνοι και φιλοπρόοδοι άνθρωποι, φρόντισαν τα παιδιά τους να πάνε στο σχολείο, να μορφωθούν και να σπουδάσουν. Έτσι κατάφεραν να ξεπεράσουν τις αρχικές επιφυλάξεις των ντόπιων και να ενσωματωθούν στον κοινωνικό ιστό της πόλης ως ένα δυναμικό και δημιουργικό στοιχείο του.

Το 1920 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τον τόπο μας. Η Ελλάδα, μετά από μια περίοδο παρατεταμένων πολέμων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1919), βρισκόταν χάρη στην επιτυχημένη εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου με το στρατόπεδο των νικητών. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχωρούσε στη χώρα μας την Ανατολική και τη Δυτική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, την επικυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου και τη διοίκηση της Σμύρνης, με την πρόβλεψη μετά από πέντε έτη ο πληθυσμός της πόλης να ψηφίσει και να αποφασίσει για το μέλλον του. Ο ελληνικός στρατός το Μάιο του 1919 είχε αποβιβαστεί θριαμβευτικά στη Σμύρνη και κανείς δεν φανταζόταν τότε την τραγική κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα με την εθνική καταστροφή του 1922.

Οι κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές αντοχές της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Οι πόλεμοι, ο εθνικός διχασμός μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, οι οικονομικές επιβαρύνσεις που προέρχονταν από την εμπόλεμη κατάσταση, είχαν φέρει την ελληνική κοινωνία στα όριά της. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρισκόταν σε διαρκή επιστράτευση, κι αυτό συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών. Μεγάλη πληγή ήταν, επίσης, η μετανάστευση περίπου 400.000 Ελλήνων προς άλλες χώρες και ιδίως στις ΗΠΑ, όπου αναζήτησαν καλύτερη τύχη. Η φτώχεια, ο υποσιτισμός και η φυματίωση ταλαιπωρούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού και οδηγούσαν πολλούς στον πρόωρο θάνατο. Πολλά χρόνια μετά, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης θα περιγράψει την κατάσταση της φτωχολογιάς, που συνεχιζόταν και στην εποχή του ίδια κι απαράλλαχτη, μ’ αυτούς τους στίχους:

Μικρά κι ανήλιαγα στενά

και σπίτια χαμηλά μου

βρέχει στη φτωχογειτονιά

βρέχει και στην καρδιά μου.

Οι Σπαρτιάτες Γορτύνιοι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, όπως όλοι οι Έλληνες και βαρύτερα απ’ όλους οι πλέον εμπερίστατοι και φτωχοί απ’ αυτούς. Πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση για τις περισσότερες γορτυνιακές οικογένειες μπορεί να το αντιληφθεί κανείς από την απόφαση μιας ομάδας πρωτοπόρων Γορτυνίων της πόλης μας, οι οποίοι συνέλαβαν και υλοποίησαν την ιδέα της ίδρυσης ενός συλλογικού φορέα αλληλοβοήθειας.

Στις 26 Απριλίου 1920, ημέρα Κυριακή και ώρα 5 μ.μ. συνήλθαν, πιθανόν σε κάποιο γορτυνιακό κατάστημα, οι Γορτύνιοι Σπαρτιάτες:

Χρ. Πριστούρης, Γ. Ευθ. Φρέντζος, Δ. Μελετόπουλος, Δ. Βλάχος, Γ. Γριτσόπουλος, Γ.Χ. Πριστούρης, Κ.Ι. Τσερώνης, Κ.Ν. Ψαρρός, Νικήτας Ψαρρός, και αποφάσισαν ομοφώνως «όπως ιδρυθή Σύνδεσμος Αλληλοβοηθείας εν Σπάρτη των εν τη επαρχία Λακεδαίμονος Γορτυνίων υπό την επωνυμίαν Γορτυνιακός Σύνδεσμος ο Άγιος Ευθύμιος ο Νέος».

Οι συνελθόντες την ημέρα εκείνη εξέλεξαν Προσωρινή Επιτροπή αποτελουμένη από τους: Δημήτριο Βλάχο, Χρήστο Πριστούρη, Νικήτα Ψαρρό, Κωνσταντίνο Ιωάννου Τσερώνη και Διαμαντή Μελετόπουλο, προκειμένου να καταρτίσουν το Καταστατικό του Συνδέσμου και να προσκαλέσουν προς εγγραφή μελών «μέχρις της ημέρας της προσκλήσεως προς ψήφισιν του Καταστατικού και μέχρις αναλήψεως των του Συνδέσμου υπό του εκλεγησομένου τακτικού Συμβουλίου» (Πρακτικόν Α΄ Συνεδριάσεως προς καταρτισμόν του Συνδέσμου).

Στις 7 Ιουνίου 1920, ημέρα Κυριακή και ώρα 10η πρωινή, μετά από πρόσκληση της Προσωρινής Επιτροπής, συνήλθαν τα εγγεγραμμένα μέλη του Συνδέσμου, για να συζητήσουν, να εγκρίνουν και να ψηφίσουν το καταρτισθέν Καταστατικό, το οποίο ήταν υπογεγραμμένο από τον Προεδρεύοντα της συνελεύσεως Χρήστο Πριστούρη και τον Γραμματέα Νικήτα Κ. Ψαρρό. Η 1η Γενική Συνέλευση των μελών του Γορτυνιακού Συνδέσμου αποφάσισε ομόφωνα τη διενέργεια αρχαιρεσιών για την εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου, την επόμενη Κυριακή, 14 Ιουνίου 1920. Το Καταστατικό αυτό εγκρίθηκε διά της υπ’ αριθμ. 140/25 Ιουνίου 1920 απόφασης του Πρωτοδικείου Σπάρτης.

Τα μέλη της 1ης Γενικής Συνέλευσης ήταν τα εξής:

Π. Σοφής, Π. Στασινόπουλος, Α. Βαμβίλης, Γ. Ευθ. Φρέντζος, Αρ. Μπαρούτζος, Γ. Γριτσόπουλος, Ηλίας Γεωργαντάς, Ι. Γεωργαντάς, Δ. Βλάχος, Κ.Ν. Ψαρρός, Ν. Μουτσόπουλος, Β. Ανδριτσόπουλος, Κ. Μουστόγιαννης, Δημ. Ράπατας, Γ.Χ. Πριστούρης, Γ. Κλουκίνας, Αγ. Κουτσομιχάλης, Π. Μπαρμπαλιάς, Κ. Κοκκινόπουλος, Ν. Μητρούσης, Αγγ. Δελής, Ν. Τσίτσος, Θ. Κλουκίνας, Π. Κ. Τζινιέρης, Φ. Οικονομόπουλος, Π. Αλεξανδρόπουλος, Π. Γ. Φρέντζος, Χ. Κλουκίνας, Ν. Μουστόγιαννης, Ευστ. Μανιάτης, Γ. Γκούμας, Κωνστ. Γ. Δελής, Αθ. Λύτρας, Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Κ.Ι. Τσερώνης, Χρ. Α. Μαλούχος, Αθ. Μιχαλόπουλος, Κ. Μιχαλόπουλος, Δ. Μελετόπουλος, Γ. Παπαηλίου, Αντ. Χρ. Μαλλούχος.

Στις 14 Ιουνίου 1920, ημέρα Κυριακή και ώρα 10:00 π.μ., συνήλθαν τα μέλη του Γορτυνιακού Συνδέσμου, μετά από πρόσκληση της Προ-σωρινής Επιτροπής, για να εκλεγεί το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το ψηφισθέν Καταστατικό. Οι αρχαιρεσίες έλαβαν χώραν ως ακολούθως:

Προεδρεύοντος του Χρήστου Πριστούρη, μεγαλύτερου σε ηλικία μέλους του Συνδέσμου, και εκτελούντος χρέη Γραμματέως του Χρήστου Α. Μαλλούχου, διανεμήθηκαν προς συμπλήρωση στα παρόντα πενήντα τέσσερα μέλη, τα ψηφοδέλτια τα οποία είχαν μονογραφηθεί προηγουμένως από τον Πρόεδρο της Προσωρινής Επιτροπής. Μετά τη συμπλήρωσή τους ο Προεδρεύων εκφωνούσε το όνομα ενός εκάστου και γινόταν η συλλογή των ψηφοδελτίων από το Γραμματέα της Γενικής Συνέλευσης και τους εκλεγέντες ψηφολέκτες Κ. Ψαρρό και Γ. Γριτσόπουλο.

Εξελέγησαν κατά σειράν επιτυχίας:

Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Ψαρρός, Αντιπρόεδρος: Δημήτριος Βλάχος, Γραμματέας: Χρ. Α. Μαλλούχος, Ταμίας: Διαμαντής Μελετόπουλος, Σύμβουλοι: Σπυρίδων Ηλιόπουλος, Γεώργιος Φρέντζος, Κωνσταντίνος Τσερώνης, Παναγιώτης Σοφής, Βασίλης Ανδριτσόπουλος, Χρήστος Πριστούρης, Γεώργιος Γριτσόπουλος, Ιωάννης Στασινόπουλος.

Οι εμπνευσμένοι εκείνοι Γορτύνιοι είχαν τη φαεινή ιδέα να δώσουν στο Σύνδεσμο το όνομα του Νεομάρτυρα Αγίου Ευθυμίου του Δημητσανίτη και να τον ανακηρύξουν προστάτη τους, καθιερώνοντας την εορτή του ως εορτή του Συνδέσμου. Κατασκεύασαν μάλιστα χρυσοποίκιλτο λάβαρο το οποίο φέρει τη μορφή του, την ονομασία του Συνδέσμου και το έτος ιδρύσεώς του. Το λάβαρο αυτό το οποίο υπάρχει και φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού συνδέθηκε στενά με την ιστορία της πόλης μας, αφού υπάρχουν φωτογραφικές και γραπτές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι συμμετείχε σε όλες τις θρησκευτικές λιτανείες και τις εθνικές παρελάσεις.

Ο Γορτυνιακός Σύνδεσμος Σπάρτης υπηρέτησε πλήρως τον ανθρωπιστικό σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε χορηγώντας οικονομικά βοηθήματα σε ασθενείς, εμπερίστατους και εν ανάγκη ευρισκόμενους συμπατριώτες με την καταστατική υποχρέωση αυτοί να είναι εγγεγραμμένα μέλη του.

Την τελευταία εικοσαετία ο Σύνδεσμος αναβαθμίστηκε ποιοτικά διευρύνοντας τη λειτουργία του σε πολιτιστικούς, κοινωνικούς, πατριωτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Η ποικιλία των εκδηλώσεών του και το υψηλό επίπεδό τους καταξίωσε το Σύνδεσμο, στην τοπική μας κοινωνία κι όχι μόνο, ως έναν από τους πλέον δραστήριους κι επιτυχημένους συλλογικούς φορείς, κάτι για το οποίο είμαστε δικαίως υπερήφανοι.

Το μυστικό της επιτυχίας του Γορτυνιακού Συνδέσμου βρίσκεται στην αγνή πατριωτική αγάπη των μελών του για τη Γορτυνία και τους ανθρώπους της, στην ανιδιοτέλεια και τη συνεργασία των μελών των διοικητικών του οργάνων, στη συναίνεση και την καλλιέργεια δημοκρατικού κλίματος στη λειτουργία του.

Ο Προστάτης μας Άγιος Ευθύμιος ο Νέος, που τη μνήμη του τιμούμε σήμερα, καταγόταν από την ηρωική και αγιοτόκο Δημητσάνα. Από νεανική επιπολαιότητα προσχώρησε στο μωαμεθανισμό, αλλά πολύ σύντομα μετάνιωσε για την πράξη του αυτή και αναζήτησε τρόπο για να εκδηλώσει έμπρακτα τη μετάνοιά του. Εθελουσίως ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να μαρτυρήσει με το ίδιο το αίμα του την επάνοδό του στο Χριστό ενώπιον του Ρεσίτ Πασά που ήταν ο αίτιος του εξισλαμισμού του. Την Κυριακή των Βαϊων, απόγευμα, στις 22 Μαρτίου 1814, ο νεαρός Ευθύμιος έκυπτε οικειοθελώς τον αυχένα για να αποκόψει ο δήμιος την κεφαλή του, σβήνοντας με το αίμα του την βαρύτατη αμαρτία που είχε διαπράξει αρνούμενος τον Κύριο Ιησού Χριστό για χάρη του ψευδοπροφήτη Μωάμεθ. Ο Κύριός μας δια πολλών σημείων επιβεβαίωσε τη σωτηρία του Ευθυμίου και την αγιοσύνη του, κατατάσσοντας την ψυχή του στη χορεία των Αγίων του.

Στη γενέτειρά του Δημητσάνα έχει αναγερθεί φερώνυμος ναός στη θέση όπου κατά την παράδοση υπήρχε η αυλή της πατρικής του οικίας και σ’ αυτόν φυλάσσεται λείψανό του συνοδευόμενο από αγιορείτικο πιστοποιητικό γνησιότητος. Στο ναό του υπάρχει και η εικόνα του αντίγραφο της οποίας είχαν αφιερώσει οι Γορτύνιοι της Σπάρτης στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας, το οποίο ο αγαπητός μας συμπατριώτης π. Γεώργιος Μπλάθρας το έχει τοποθετήσει σε ξεχωριστό προσκυνητάρι στο νότιο κλίτος του ναού. Δεύτερη μεταγενέστερη εικόνα έχουμε αφιερώσει στην Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα και γι’ αυτό γιορτάζουμε τη μνήμη του εναλλάξ μία χρονιά στην Ευαγγελίστρια και την άλλη στο μοναστήρι μας.

Αποτελεί πνευματική χαρά κι ευλογία για μας η ετήσια επίσκεψή μας στο ναό του στη Δημητσάνα για να τελέσουμε Θεία Λειτουργία και αρτοκλασία, επικαλούμενοι τις πρεσβείες του στον Τριαδικό μας Θεό για τους Γορτύνιους της Σπάρτης, τους απανταχού Γορτύνιους και τον κόσμο άπαντα.

Ας τον παρακαλέσουμε και σήμερα όλοι μας ευλαβικά να σκέπει, να φρουρεί και να προστατεύει το Γορτυνιακό Σύνδεσμο Σπάρτης και τα Μέλη του και να τον οδηγήσει ως το πέρας της δεύτερης εκατονταετίας της ζωής του. Αμήν!