Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Η ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Χρονολογείται από πολύ παλιά, με σοβαρές και στοχευμένες χωροταξικές και συγκοινωνιακές προτάσεις, που είχαν γίνει από εξειδικευμένα αρχιτεκτονικά γραφεία, ακόμη και του εξωτερικού, αλλά παρά τους προτεινόμενους ολοκληρωμένους επιστημονικούς σχεδιασμούς, δεν κατάφερε να πραγματοποιηθεί. Οι μελέτες συνέκλιναν κυρίως στην ολική πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, βοηθούντων και των αρχιτεκτονικών της κτιρίων – θέση και του Αντώνη Τρίτση, υπουργού χωροταξίας το 1983 και μετά Δημάρχου Αθηναίων από το 1990 – την κάλυψή της με δέντρα, θάμνους, καλλωπιστικά και αρωματικά φυτά και επιμελημένες πρασιές με διαφορετικά σχήματα από άνθη. Ο φωτισμός προσαρμοσμένος στο νέο περιβάλλον θα διαμόρφωνε ευχάριστη και ελκυστική ατμόσφαιρα αισθητικής απόλαυσης, όλες τις νύχτες του χρόνου. Καλαίσθητα περίπτερα θα αναπτύσσονταν με αναμνηστικά (souvenirs), λουλούδια, βιβλία, ζωγραφιές κ.λπ. αλλά και σιντριβάνια και αναπαυτικά παγκάκια θα τοποθετούνταν σε κατάλληλα σημεία, ώστε όλοι να απολαμβάνουν τη συγκεκριμένη περιοχή ήρεμοι και ατάραχοι μακριά από εξατμίσεις και ηχορύπανση. Αποφθέγματα και αντίγραφα αγαλμάτων από την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά θα αναπτύσσονταν, ώστε η πρωτεύουσα να αποκτήσει έναν ακόμη χώρο ανάδειξης του πολιτισμού και ισχυρό πνεύμονα αναψυχής και περιπάτου. Η απόδοση στους πεζούς, στους επισκέπτες και τους τουρίστες της διαδρομής μεταξύ των δυο κεντρικών πλατειών Συντάγματος και Ομονοίας, θα αποτελούσε μια όαση με καθαρό αέρα, που ήταν και είναι τόσο απαραίτητη στον ιστό της μεγάλης πόλης. Οι προτάσεις σκόνταφταν στην ατολμία της αναδιάταξης των ροών των αυτοκινήτων στις κοντινές κεντρικές και παράπλευρες οδούς, με το πρόβλημα να διαιωνίζεται και να σέρνεται για δεκαετίες, παρότι αργότερα η λειτουργία του μετρό διευκόλυνε τη μετακίνηση.

Η ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης, η εμφάνιση και η προβολή των ιδιαίτερων, μοναδικών χαρακτηριστικών της και η πολυδιάστατη και πολύπλευρη παρουσίαση των στοιχείων της διαχρονικής της πορείας, που την καθιστούν ξεχωριστή και της δίνουν ταυτότητα αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας. Αρχικά, η οποιαδήποτε αύξηση του διαθέσιμου χώρου στους πεζούς, τους ποδηλάτες και τα ΑμεΑ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να αντιληφθούν όλοι, ότι αυτό που έχει προτεραιότητα είναι να περπατάνε ελεύθερα και απρόσκοπτα οι άνθρωποι και σε δεύτερο χρόνο έρχεται η κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Αν η θέση αυτή γίνει κατανοητή και αποδεκτή από τους πολίτες και κυρίως από αυτούς που χρησιμοποιούν για διάφορους λόγους συχνά το κέντρο της πόλης, τότε η πόλη θα βρει τον αληθινό εαυτό της και θα αποκαλύψει τις πολιτιστικές αξίες, από τα αρχαία χρόνια, με τις οποίες αναγνωρίζεται διεθνώς. Η σοβαρή, μελετημένη και υπεύθυνη παρέμβαση στην καρδιά της Αθήνας έχει καταστεί αναγκαία και σε μεγάλο βαθμό είναι υποχρεωτική.

Η πρόσφατη αιφνιδιαστική-ορμητική επέμβαση από τον δήμαρχο της Αθήνας, εκεί που πραγματικά η πόλη υποφέρει, χωρίς καμιά προηγούμενη ενημέρωση, χωρίς αρχιτεκτονική μελέτη, χωρίς μελέτη ειδικών συγκοινωνιολόγων, αλλά κυρίως χωρίς φαντασία και όραμα προχωρώντας αυτοσχεδιαστικά και αυταρχικά* αναιρεί το κύρος του σημαντικού έργου και βεβαιώνει μια αντίληψη και πράξη μικρής εμβέλειας και περιορισμένης δεξιότητας, σε ότι αφορά την αίσθηση του χώρου και την πλούσια κληρονομιά, τη βαρύτητα της οποίας αδυνατεί να συλλάβει και να αξιολογήσει. Η ταχεία, απρόοπτη και απρόσμενη αλλαγή στο κέντρο της πρωτεύουσας, εκεί που δίστασαν ισχυροί πρώην δήμαρχοι και ικανοί άνθρωποι, η αβασάνιστη και αδούλευτη εικόνα που παρουσίασε, συν το τεράστιο οικονομικό κόστος φανερώνουν την απερισκεψία και την ευτέλεια του εγχειρήματος και αποκαλύπτουν τα μεγάλα κενά ταυτοπροσωπίας και αυτοπροσδιορισμού. Με αφετηρία τα ορεινά της κεντρικής χώρας, με φόρα και όνειρα υπεροψίας και κατάκτησης επιχειρείται να αλωθεί και να υποταχθεί η κοινωνία (εγώ έχω την εξουσία και κάνω ό,τι θέλω), αφού η πολιτική συγκυρία είναι ιδανική και η παιδεία από τα τζάκια των αρίστων είναι επιπέδου.

Περπατώντας στους πολύχρωμους διαδρόμους της φρεσκοβαμμένης ασφάλτου ανάμεσα στο παλιό πεζοδρόμιο και τις νέες μεταλλικές ακαλαίσθητες ζαρντινιέρες με τους φοίνικες**(;) – εξωτική πόλη έγινε η Αθήνα – δίπλα από τα κινούμενα αυτοκίνητα, πραγματικά αντιλαμβάνεσαι γιατί υπάρχει τόση αντίδραση και απόρριψη, αφού τα υπάρχοντα πεζοδρόμια είναι πλατιά και τα αυτοκίνητα είναι πάλι εκεί. Φτάνοντας δε στην πλατεία της Ομόνοιας αντικρίζεις το παλιό συντριβάνι των αρχών της δεκαετίας του ’60, χωρίς κάτι νέο, κάτι καινούργιο, κάτι σύγχρονο, κάτι μοντέρνο, όπως έχουν άλλες πλατείες σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλες οι φυλές του κόσμου είναι πάλι εκεί, αφού η πρόσβαση στον περίβολο της πρασινάδας της πλατείας είναι ακώλυτη.

Χωρίς αρνήσεις, μηδενιστικές αντιλήψεις και απόψεις, αλλά πάντοτε με θεμελιωμένη και πειστική κριτική γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν τα αξιόλογα και σπουδαία και να στιγματιστούν τα στραβά προκειμένου να προκύψει κάτι καλό, λειτουργικό και ωφέλιμο. Όμως, εσείς που πρόκειται οπωσδήποτε να μπείτε και να διασχίσετε με το αυτοκίνητό σας την Πανεπιστημίου, κουράγιο πατριώτες. Με τον χρόνο η συνήθεια θα αμβλύνει το πρόβλημα. Ωστόσο, καλώς- κακώς έγινε η αρχή. Τώρα αναμένεται όλοι οι ειδικοί, φορείς, γραφεία και μεμονωμένοι να ενεργοποιηθούν, να συνεργαστούν, να συμπράξουν, να επέμβουν δυναμικά και να βάλουν φρένο στον δήμαρχο, γιατί αναμένονται και άλλες τέτοιου είδους εισβολές του, να μην επιτρέψουν το προσωρινό να γίνει μόνιμο, να προτείνουν σοβαρό, εφαρμόσιμο και ευρύτερα αποδεκτό συνολικό πακέτο παρεμβάσεων, προς όφελος της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα. Η εκπρόσωπός μας στον κόσμο χρειάζεται ιδιαίτερη και επιμελημένη φροντίδα και όχι πρόχειρες, ανεπαρκείς, φλύαρες και κακής ποιότητας επιλογές.

*Η συσταθείσα διαπαραταξιακή επιτροπή του δήμου Αθηναίων δέχεται προτάσεις για τη βελτίωση του εγχειρήματος και όχι για τη συνολική του επανεξέταση.

**Ο Μιλτιάδης Έβερτ, δήμαρχος της Αθήνας την περίοδο (1987 – 1989) φύτεψε φοίνικες περιμετρικά της πλατείας της Ομόνοιας, οι οποίοι δεν προόδευσαν και πολύ γρήγορα αποσύρθηκαν.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr