Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Καλοκαίρι πια , Ιούλιος , ζέστη πολλή , κι ΟΛΟΙ αναζητούν δροσιά , συζητώντας , «μεταξύ τυρού και αχλαδίου» , σε ποια θάλασσα θα βουτήξουν ως αξιοπρεπείς νεοέλληνες .

Θες - δε θες η σκέψη κάνει βουτιά στα περασμένα , τότε που τα φτωχά παιδιά των ορεινών χωριών , αλλά και των πόλεων , που (ατυχώς γι’ αυτές) δεν ήταν παραθαλάσσιες, δεν είχαν δει τη θάλασσα ούτε ζωγραφιστή !!! Έλεγε ας πούμε η δασκάλα : «Παιδιά , θέλω να μου ζωγραφίσετε μια θάλασσα» ! Κι εμείς , αφού ξύναμε την κούτρα μας απορημένοι και ψάχναμε μια ώρα στην κασετίνα τι μπογιά θα βάλουμε σ’ αυτή τη θάλασσα , φτιάχναμε , τελικά , μια μουτζούρα μπλε !!! Πραγματικά δεν ξέρω αν είχαμε κάνει πιο άσχημες ζωγραφιές από κείνες της θάλασσας , που όταν τις έβλεπε η δασκάλα στραβομουτσούνιαζε και μετά , εμείς , τις σκίζαμε από το μπλοκ της ιχνογραφίας , αφήνοντας μόνο τις ζωγραφιές με τα σπιτάκια , τα βουνά , τα λουλούδια , τα ανθρωπάκια , τα πρόβατα , τις γάτες κ.α. , που τα ξέραμε και τα ζωγραφίζαμε καλύτερα .

Ευτυχώς , όμως , υπήρχαν οι μανάδες του καιρού εκείνου που πατούσαν στη γη και οι σοφές οι γιαγιάδες που είχαν φάει τη ζωή με το κουτάλι , που ήξεραν ΤΙ να κάνουν , για να δροσίσουν τα «παλιόπαιδα» μες στο κατακαλόκαιρο , φτιάχνοντάς τους μια «θάλασσα» , τόση δα , μέσα στην αυλή ή στον κήπο του σπιτιού : Γέμιζαν μια σκάφη με κρύο νερό από τη βρύση , τόσο κρύο όσο άντεχε το άμαθο στη θάλασσα κορμάκι μας , εμείς τσιτσιδωνόμαστε (τότε είμαστε ακόμα στον Παράδεισο και δεν ντρεπόμαστε να είμαστε «γδυτοί») και ύστερα μπαίναμε στη σκάφη (λαμαρινένια πιο παλαιά – πλαστική αργότερα) και «μπλατσουνάγαμε» (έτσι το ’λεγε η μάνα μου η Παναγιώτα) στο νερό της σκάφης και δροσιζόμαστε και καθόμαστε και σηκωνόμαστε και κλοτσάγαμε και χοροπηδάγαμε και παίζαμε όσο θέλαμε και ρίχναμε κι άλλο – κι άλλο νερό από τη βρύση κι όταν βαριόμαστε βγαίναμε από τη «θάλασσά μας» αναζωογονημένοι αλλά και πιο καθαροί , (μιας και το μπάνιο καθαριότητος ήταν , τότε , το πολύ , εβδομαδιαίο) ενώ το νερό της σκάφης από ξάστερο είχε γίνει καφετί σαν το τσάι που έβραζε η μάνα μας το χειμώνα στο κατσαρόλι .

Τώρα , αυτή η εικόνα μας φαίνεται τόσο μακρινή αλλά , συνάμα , και τόσο ΑΛΗΘΙΝΗ, για όσους , τουλάχιστον , την έχουν ζήσει . Γιατί στους άλλους , τους νεότερους , πού να τους πεις και να πώς να το πιστέψουνε ότι κάποτε τα παιδιά δεν ξέρανε τι είναι θάλασσα και πως για να δροσιστούνε το καλοκαίρι μπαίνανε μέσα σε μια σκάφη γεμάτη με κρύο νερό της βρύσης και «μπλατσουνάγανε» και γι’ αυτό πολλά δε μάθανε ποτέ κολύμπι και όταν τυχαίνει να πηγαίνουνε στη θάλασσα , σήμερα , μπαίνουνε δειλά – δειλά εκεί στην ακρούλα , λυγάνε τα γόνατα και κάνουνε τάχα πως κολυμπάνε .

Αυτά ήταν τα όμορφα χρόνια και τα καλοκαίρια της αθωότητας και της χαράς , που δεν μας ένοιαζε αν έχουμε τηλεόραση , κινητό , ιντερνέτ , αυτοκίνητο , εξοχικό , ανέσεις , διακοπές , κλπ , κλπ , αλλά πότε θα ξημερώσει να τρέξουμε στις αλάνες , στις γειτονιές, στα σοκάκια και στα χωράφια , να παίξουμε , να ανεβούμε στα δέντρα , να πηδήξουμε μάντρες , να κυλιστούμε στα χώματα και μετά να γυρίσουμε στο σπίτι , για να κάνουμε … ένα δροσερό «μπανάκι» στη σκάφη !!!!

Ταύτα και … μένω ! Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού !