Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Γυναίκες του Λαού , παλαιάς κοπής , μαθημένες από τα γεννοφάσκια τους ότι η ζωή είναι πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια , αφοσιωμένες , ψυχή και σώμα , στην οικογένεια , έτοιμες σε κάθε στιγμή να κάνουνε το μεγάλο βήμα και να βρεθούνε στην άκρη του κόσμου , αν πίστευαν πως εκεί θα βρούνε μια σπιθαμή ουρανό να βάλουνε τον ήλιο τους , μια βραγιά χώμα για να φυτέψουνε ένα βασιλικό .

Γυναίκες παλαιές , μιας Ελλάδας που διαρκώς μάτωνε στα ξένα , άγνωστες ηρωίδες του μεγάλου πολέμου μιας ανθρωπότητας που πάλευε να αλλάξει τον κόσμο και τη μοίρα της .

Η Στέλλα Κανέλια γεννήθηκε στη Σκούρα της Λακωνίας στα 1875 με πατρικό όνομα Ευσταθία Βουθούνη . Πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Παν. Μπουθούνης (Βουθούνης) γιος του Παναγιώτη Γ. Νικολόπουλου και μητέρα της η Ιωάννα το γένος Νιανγκού , από τις πιο παλιές οικογένειες της Σκούρας .

Όπως γινότανε στα χρόνια τα παλιά , πολλές φορές , ένα παρατσούκλι γινότανε τόσο δυνατό που νίκαγε το κανονικό όνομα κι έπαιρνε τη θέση του. Έτσι ο «Νικολόπουλος» έγινε «Βουθούνης (Μπουθούνης)» επειδή , ίσως . κάποιος πρόγονος του σογιού «βουθούνιζε (ρουθούνιζε)» , δηλαδή ανάπνεε με θόρυβο από τη μύτη ή είχε μεγάλα ρουθούνια (βουθούνια) κι έτσι άφησε το παρατσούκλι του κληρονομιά στους απογόνους .

Η Στέλλα Βουθούνη παντρεύτηκε τον συγχωριανό της Παναγιώτη Κανέλια («παπούτσι από τον τόπο σου…») κι «ανοίξανε» σπίτι δικό τους εκεί στη Σκούρα , το όμορφο και καρποφόρο χωριό στη ρίζα του Πάρνωνα , κοντά στον Ευρώτα . Σκληρή ζωή , ουρανός συννεφιασμένος , ήλιο δε βλέπανε , φτώχεια και κατατρεγμός , η Ελλάδα βουλιαγμένη στους πολέμους και στα χρέη , οι πολιτικοί της δεν θέλανε ή δεν μπορούσανε να δουλέψουνε για τη χώρα και το λαό της . Ακούγανε οι φτωχοί για τη μακρινή Αμερική ότι όποιος είχε όρεξη για δουλειά μπόραγε εκεί να πλουτίσει , πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Παναγιώτης Κανέλιας να πάρει τα μάτια του στην Αμερική μαζί με άλλους πολλούς απελπισμένους .

Κατά συνήθειο πρώτα φεύγανε οι άντρες :

«Ε , μη στενοχωριόσαστε , θα δουλέψω λίγα χρόνια , θα σας στέλνω λεφτά , θα βάζω και στην πάντα και μετά θα γυρίσω» .

Ελπίζανε , οι καημένοι , πως θα γυρίζανε γρήγορα πίσω με τις τσέπες γεμάτες λεφτά, για να ξεχρεώσουνε το χτήμα , να κάνουνε μια δουλειά στον τόπο τους , να προικίσουνε τις αδελφές τους , να φτιάξουνε το σπίτι που κόντευε να γκρεμίσει , να κοιτάξουνε τους γέρους , να μεγαλώσουνε καλύτερα τα παιδιά τους . Όμως η ξενιτειά «η πλανεύτρα … η κακούργα … η μάγισσα» άλλα λόγιαζε και τους κράτησε για πάντα κοντά της . Το ίδιο έγινε και με τον Παναγιώτη Κανέλια . Έφυγε για την Αμερική κάπου στα χίλια οχτακόσια ενενήντα τόσο , έζησε για 2 χρόνια περίπου στο Ντάλας και ύστερα μετακόμισε σε μια μικρή πόλη κοντά στο Ντάλας (30 χμ περίπου), στο Terrell του Τέξας.

Το Terrell ήταν μια από τις λεγόμενες «πόλεις των σιδηροδρόμων» και δημιουργήθηκε το 1873 όταν πέρασε από κει η γραμμή Τέξας – Ειρηνικού . Η πόλη πήρε το όνομά της από τον πρώτο οικιστή της τον Robert A. Terrell , έναν πρωτοπόρο Ευρωπαίο άποικο που έφτιαξε κατάστημα στο δυτικό άκρο της πόλης μαζί κι ένα οκταγωνικό σπίτι , το "Round House" , για να του παρέχει καλύτερη άμυνα στις επιθέσεις των Ινδιάνων .

Παρά τη σκληρή δουλειά , οι ελπίδες και τα όνειρα του Παναγιώτη Κανέλια ότι θα γυρίσει για πάντα πίσω στην πατρίδα λιποτάκτησαν , το «αμερικάνικο όνειρο» ξεθώριασε και ο Παναγιώτης αναγκάστηκε να καλέσει εκεί και τη γυναίκα του τη Στέλλα και τα δυο παιδιά τους , την Πάρο-Παρασκευή (4 ετών και 8 μηνών) και την μικρότερη αδερφή της Παντούσα .

Η Στέλλα Κανέλια – Βουθούνη με δυο παιδιά στην αγκαλιά κι όλο της το σπιτικό σ’ ένα μπαούλο βρέθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας , για να πάρει το πλοίο που θα την πήγαινε κοντά στον άντρα της , εκεί στην άλλη άκρη της μεγάλης θάλασσας .

Μέχρι το 1907 , όσοι Έλληνες μετανάστευαν στην Αμερική ταξίδευαν με ξένα καράβια , που τα περισσότερα ήτανε ιταλικά , γαλλικά και αυστριακά . Τα πλοία αυτά «πιάνανε» , κυρίως , στο λιμάνι της Πάτρας , κάποια άλλα στον Πειραιά, και άλλα στην Καλαμάτα . Ήτανε όμως πολλοί μετανάστες που με το δέλεαρ χαμηλότερου εισιτηρίου , μεταφέρονταν από τους εδώ πράκτορες των ξένων ατμοπλοϊκών εταιρειών σε ξένα λιμάνια , προκειμένου να επιβιβασθούν εκεί στα υπερωκεάνια που θα τους μετέφεραν στην Αμερική ή τον Καναδά.

Η Στέλλα Κανέλια θάλασσα δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της ούτε βαπόρια . Και τώρα ήτανε έτοιμη να μπει σ’ ένα πλοίο και να διασχίσει τον Ατλαντικό , που στην άλλη άκρη του την καρτέραγε και τη χρειαζότανε ο άντρας της , ο Παναγιώτης . Το πλοίο λεγότανε «The Napolitan Prince» («Ο πρίγκιπας της Νάπολης») κι ας κουβαλούσε στα σπλάχνα του , στη γ΄ θέση , μετανάστες – απόκληρους της ζωής , που οι μόνοι πρίγκιπες που ξέρανε ήτανε αυτοί των παραμυθιών . Ήτανε ένα μεγάλο πλοίο με μια τσιμινιέρα και δυο κατάρτια , ναυπηγημένο το 1889 στα ναυπηγεία Scott and Company στο Greenock της Σκωτίας , που χώραγε 1.175 επιβάτες , 25 πρώτης και 1.150 τρίτης θέσης .

Είκοσι μέρες κράτησε (πάνω – κάτω) το ταξίδι πάνω στα κύματα του Ωκεανού .

«Όταν ο καιρός ήταν μαύρος , φίδια μας έτρωγαν . Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο . Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα . Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα , αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια , χαλασμένες , τις πετάγαμε….
Ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη φρίκη , από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός . Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα . Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών , άσπρες με ουρά ...

Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου , το νερό λιγόστεψε . Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε . Μαζευόμασταν μυρμηγκιά με τις βίκες (στάμνες) μπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασμός».

«Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» , Θ. Βαλτινός

Κάποια μέρα , αντίκρισαν , επιτέλους , το επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης , ενώ στο βάθος ξεχώριζαν μακρινές και απίστευτες οι κορυφογραμμές των κτιρίων του Μανχάταν . Φτάσανε στο νησί Ellis όπου ήταν η καραντίνα και γινότανε ο δημόσιος υγειονομικός έλεγχος των μεταναστών , στο νησί αυτό των δακρύων , του φόβου αλλά και της ελπίδας , στις 26 Μαΐου 1903 .

«Οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλις Άιλαντ ήταν οι πιο άθλιες της ζωής μου. Ήταν Γενάρης, τουρτούριζα από το τσουχτερό κρύο και ο ξάδερφός μου στην Αμερική δεν ήξερε ότι ερχόμουν μ’ εκείνο το πλοίο. Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν πολύ φοβισμένος. Υπήρχε πολύ συνωστισμός. Ακούγονταν σπαρακτικοί λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που στέλνονταν πίσω. Η αβεβαιότητα για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα ήταν η χειρότερη αίσθηση που δεν την ξαναείδα ούτε πριν ούτε μετά απ’ αυτό. Όσοι δεν φαινότανε αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδρομικές γραμμές, στα μεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές , τους γύριζαν πίσω.»

(Γιάννης Κάλυκας , μετανάστης στην Αμερική το 1926 , σε ηλικία 17 χρόνων)

Κατάφεραν η Στέλλα και τα παιδιά της να «περάσουν» τους γιατρούς και μετά (ένας Θεός ξέρει «πώς» ) από τη Νέα Υόρκη βρεθήκανε στο Terrell του Texas , η Στέλλα κοντά στον άντρα της , τα παιδιά κοντά στον πατέρα τους . Κι έτσι η ζωή της χωρίστηκε στο «πριν» και στο «μετά» . Γυναίκα της παλιάς κοπής , της θυσίας και του μόχθου , στήριγμα της οικογένειας , φύλακας και θησαυροφύλακας «τζιβαερικών» ψυχής που της είχανε παραδώσει οι γονήδες της , οι παππούδες και οι γιαγιάδες της , κληρονομιά ακριβή , για να ’χουνε να λένε εκεί στην ξένη γη (και να μην ξεχνάνε) πως ήτανε Έλληνες , πως είχανε γεννηθεί σ’ ένα όμορφο χωριό της Λακωνίας , τη Σκούρα , εκεί στη ρίζα του Πάρνωνα , κοντά στον Ευρώτα .

Τι δουλειά κάνανε εκεί στο Terrell η Στέλλα Κανέλια κι ο άντρας της Παναγιώτης δεν ξέρουμε . Σίγουρα όμως θα ήτανε εκείνη η «δουλειά» που καρτέραγε στην ξενιτειά όλους τους μετανάστες , σκληρή δουλειά , απ’ το πρωί ως το βράδυ , χωρίς ανάσα , εφτά μέρες τη βδομάδα , τριάντα μέρες το μήνα , τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο , για λίγα δολάρια .

Σε μια παλιά , κιτρινισμένη φωτογραφία του 1925 , από τον γάμο της κόρης τους Ειρήνης , η Στέλλα φαίνεται μια αδύνατη , ταλαιπωρημένη γυναίκα , με ένα φουστανάκι με μεγάλο γιακά που μόλις και κρατιέται στους ώμους της , που ακόμα και το χαμόγελό της στάζει πίκρα και ο άντρας της ο Παναγιώτης (Πητ) , με παχύ μουστάκι και άσπρο πουκάμισο (χωρίς καν μια γραβάτα στο λαιμό) , αγέλαστος , λες και προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τους καλεσμένους . Ποιος ξέρει τι πίκρες και καημούς κουβαλάγανε μέσα τους , που ακόμα και σ’ αυτή τη στιγμή της μεγάλης χαράς δεν τους άφηναν ούτε να χαμογελάσουν .

Η Στέλλα και ο Παναγιώτης ! Οι Στέλλες και οι Παναγιώτηδες ! Όλοι αυτοί οι γιοι και οι κόρες , που τους έδιωξε άκαρδα η «μάνα» τους η Ελλάδα στην ξενιτειά . Όλοι αυτοί οι γιοι και οι κόρες της Ελλάδας που μόνο τη δύναμη των χεριών τους είχανε να δώσουνε στα ξένα αφεντικά , άβγαλτοι άνθρωποι και αθώοι , στερημένοι , πεινασμένοι , πέσανε σαν τα πρόβατα στα δόντια του λύκου .

Ούτε και ξέρουμε αν αξιώθηκαν ποτέ , η Στέλλα Κανέλια – Βουθούνη κι ο άντρας της ο Παναγιώτης να ξαναδούν τον τόπο που γεννήθηκαν κι αν μετανιώσανε ή όχι που φύγανε στα ξένα .

Ξέρουμε , μόνο πως , για να εκδικηθούνε την ξενιτειά , αυτή τη μάγισσα την Καλυψώ, που δεν τους άφησε να γυρίσουνε ποτέ στην Ιθάκη τους , ρίξανε ρίζα βαθιά στα χώματα της Αμερικής : Εκτός από την Παρασκευή και την Παντούσα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έκαναν 5 ακόμα παιδιά (τη Σοφία , την Ειρήνη , τον Δημήτρη , τον Γιάννη και τον Γιώργο) , τα μεγάλωσαν όπως ξέρουνε οι Έλληνες να μεγαλώνουν παιδιά στην ξενιτειά με την προίκα της ψυχής που είχανε φέρει από την πατρίδα , τα πάντρεψαν , απόκτησαν και πολλά εγγόνια και δισέγγονα , και το δέντρο της οικογένειάς τους ψήλωσε τόσο , που τα κλαδιά του έχουν αγγίξει τους ουρανούς του «σήμερα» .

Ξέρουμε , ακόμα , πως η Στέλλα Κανέλια έζησε , με αξιοπρέπεια , ήθος και αρχοντιά ψυχής , εκεί , στο μακρινό Terrell του Τέξας της Αμερικής , μέχρι που έκλεισε τα ματάκια της στην ξένη γη , στα 1962 , σε ηλικία 87 ετών .

Ξέρουμε , τέλος , πως τα εγγονάκια της τη φώναζαν "Grandma Pete" (γιαγιά Πητ).

«Περιφρονώ κάθε ματαιοδοξία , και ζητώ τώρα , στην Δύση της ζωής μου , να περπατήσω ξανά ξυπόλητη στα καλντερίμια του χωριού μου και να φορέσω το χιλιοξεσχισμένο φουστάνι της μνήμης και να γείρω τρυφερά σε μια κακοτράχαλη πέτρα και εκεί να ακουμπήσω το κουρασμένο από τα ταξίδια κορμί μου .

Να ανασάνω θυμάρι και φασκομηλιά και να ακούσω , για στερνή φορά , το μουρμουρητό του αργοκίνητου ποταμού , που κάποτε μου κρατούσε συντροφιά . Και μόλις λαλήσει ο πρώτος πετεινός , να αφήσω την τελευταία πνοή μου στο χώμα που κοιλοπόνεσε να με γεννήσει, μέσα στην λάσπη, και στο φως .

Από κάθε τρύπα του φουστανιού μου θα φυτρώσει και ένα μυρωδάτο μανουσάκι από το γελαστό βουνό.»

Τo Τέλος της Ράτσας Μου… Ελένη Κατσουλάκη , 2010

*Πηγή : www.genealogy.com/ Candice-Boswell - User Trees - Genealogy.com

Updated January 1, 2009