Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Το ότι ζούμε σε έναν κόσμο με απόλυτη αβεβαιότητα είναι κάτι που δεν χρειάζεται παραπάνω ανάλυση και επιβεβαίωση. Ο κόσμος αυτός κυβερνιέται από ηγέτες μικρού εκτοπίσματος και ειδικού βάρους, κενούς και ευμετάβλητους, υπηρέτες συγκεκριμένων συμφερόντων, με όλες τις παρενέργειες που προκύπτουν από τέτοια μορφώματα. Είναι κατασκευάσματα του ίδιου του ανθρώπου, ο οποίος, παρότι έχει φτάσει σε πολύ υψηλό επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο, όχι μόνο τα ανέχεται και τα αποδέχεται, αλλά και τα στηρίζει. Έτσι οι κοινωνίες, με οδηγούς ανάξιους και τιποτένιους, ασήμαντους και επικίνδυνους, βαδίζουν άναρχα και απροσανατόλιστα, σε ένα αύριο που προχωράει πολύ πιο γρήγορα από τον πνευματικό συμβατικό βηματισμό, με πλήθος από σκληρότητες, ωμότητες και βαρβαρότητες να καθορίζουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.

Φαίνεται, ότι ο άνθρωπος έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του. Μήπως το μοντέλο του κόσμου που έχει δημιουργήσει είναι μια θάλασσα με τυχαίες ζωές, που έχουν αποβάλει τελείως τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους και συμπεριφέρονται σαν άμορφη μάζα ασθενικών κυττάρων, που μπουσουλάνε στο χάος της ανυπαρξίας τους, χωρίς πυξίδα, κατεύθυνση και προορισμό; Με πρότυπα τους μεγιστάνες του πλούτου που γεννήθηκαν έξυπνοι και ευφυείς καβάλα στο μεγάλο δάχτυλο, που κυριαρχούν στο σύστημα της ανηθικότητας, της εκμετάλλευσης και της απάτης, που με επιχειρηματική δεξιότητα, ευστροφία και σκακιστικές κινήσεις κατάφεραν να θέσουν στην υπηρεσία τους τούς εργαζόμενους, να τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν και να διαχειρίζονται κατά το δοκούν την παραγωγή τους; Και μέσα σε αυτό το απέραντο γαλάζιο, που ο ίδιος έχει βάλει πλάτη στο θεμελίωμα, στη διαμόρφωση και την επέκτασή του συντηρεί τις καταστάσεις αυτές υποβιβάζοντας και υποβαθμίζοντας τις ικανότητες και τις δεξιότητές του παραχωρώντας τον τόπο, τον χρόνο και τις ευκαιρίες στους επιφανείς αρουραίους, που κοροϊδεύουν, κερδοσκοπούν και θησαυρίζουν.

«Από τύχη ζούμε» μου είχε πει παλιότερα ένας δάσκαλος εννοώντας ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη πουθενά, υποστήριξη, συμπαράσταση και αλληλεγγύη, ο πολιτισμός και η ανθρωπιά έχουν παραμεριστεί, ως εξαφανιστεί, με τον καθένα να σέρνεται από την υλική εξάρτηση, αρρώστια από την οποία ποτέ δεν πρόκειται να θεραπευθεί. Η έλλειψη προστασίας και βοήθειας του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο και η εγκατάλειψή του στο έλεος των κυμάτων της αγριότητας είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας στον αλάθητο καθρέφτη του κόσμου με τα σώματα να εξοβελίζονται στα βράχια, χωρίς οίκτο και λύπηση. Το αδιάκοπο αυτό σφυροκόπημα παραλύει τις αντιδράσεις τους, εξουδετερώνει τις αντιστάσεις τους και τους οδηγεί αδύναμους και ανίκανους, αποστεωμένους και ανήμπορους στην αγέλη των εξουθενωμένων, των υπάκουων, των υποτακτικών.

Η μείωση των βαθμών ελευθερίας και ανεξαρτησίας, ο περιορισμός των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων διεθνώς που είχαν κατακτηθεί με αγώνες και θυσίες, με άνοδο παράλληλα του φασισμού και του ρατσισμού προμηνύουν άσχημες εξελίξεις. Με σημαία δήθεν τον πατριωτισμό επιστρατεύονται εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα για να καλυφθούν οι πραγματικές προθέσεις και οι πονηρές διαθέσεις, με τη μνήμη να ανατρέχει στο παρελθόν και να μην μπορεί να ησυχάσει. Ο «μπάτσος» που κοιμάται στο κεφάλι των νοσταλγών του ολοκληρωτισμού και της φίμωσης (από το σύνθημα του Μάη ’68) έχει κάνει για τα καλά την εμφάνισή του, κινείται κατασταλτικά με τις εντολές των επιτελικών προστατεύοντας τα συμφέροντα των κατεχόντων, των προνομιούχων. Η άσκηση πνευματικής και σωματικής πίεσης, η χρησιμοποίηση ακόμη και των όπλων φανερώνουν την αδιαλλαξία και την αποφασιστικότητα των εξουσιαστών, που πια έχουν καταργήσει την επικοινωνία, το διάλογο και τη συναίνεση. Με το πρόσχημα της δημοκρατίας αλωνίζουν και εκφοβίζουν όσους αντιστέκονται και τους αναγκάζουν να γονατίσουν και να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις τους.

Οι μεγάλες μάζες των απλών ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη πέφτουν συνεχώς κατηγορία, με ένα τεράστιο πλήθος ψυχών να γέρνει και να σέρνεται στα πεζοδρόμια της φτώχειας, της πείνας και της εξαθλίωσης. Τα φαντεζί και τα πολύχρωμα λαμπιόνια δεν μπορούν πια να καλύψουν και να σκεπάσουν τη θλίψη, τους αναστεναγμούς και τις κραυγές των ορατών αόρατων, που έχουν κατακλύσει τα παγκάκια, τα χαλάσματα, ακόμη και τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες σε όλο τον κόσμο. Το κατάντημα αυτό γέννημα-θρέμμα της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας στηριγμένο από τους τοποτηρητές του πλούτου κάθε χώρας συντηρείται και απλώνεται συνεχώς πολλαπλασιάζοντας τα κουφάρια των αδύναμων, των ψυχικά νεκρών, των πεθαμένων.
Ένας ανάρμοστος και απεχθής κόσμος μας περιβάλει. Ένας κόσμος, με αντιανθρώπινα και απάνθρωπα χαρακτηριστικά, πλεγμένος, τι ειρωνεία, από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η αλλαγή θα αρχίσει, όταν η εξαχρείωση αγγίξει τη συνειδητοποίηση.

Αυτές τις χαλαρές μέρες του καλοκαιριού, η μνήμη επαναφέρει το χαρούμενο τραγούδι «Ω! τι κόσμος μπαμπά» σε στίχους του Κώστα Μουρσελά γραμμένο πριν από αρκετά χρόνια για την ομότιτλη επιθεώρηση, αλλά πολύ επίκαιρο και σήμερα.

Σε τι κόσμο, μπαμπά, μ΄ έχεις φέρει να ζήσω,
δε μου κάνει …

Μουσική: Βασίλης Δημητρίου.
Ερμηνευτής: Γιάννης Καλατζής και χορωδία.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr