Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Κάθε τόσο , πηγαίνω σ’ εκείνον τον πετρόχτιστο σιδηροδρομικό σταθμό με τις βαμμένες κόκκινες πέτρες και τα κεραμίδια και καρτεράω κάτω απ’ το μεγάλο σταματημένο ρολόι της αποβάθρας , πλάι στη συστάδα με τις λυγερόκορμες λεύκες , το παλιό τρένο της ζωής που ’ρχεται απ’ τους σταθμούς των περασμένων χρόνων . Πλάι μου σεργιανάνε γνωστοί και άγνωστοι φίλοι , νοσταλγοί και τούτοι του ταξιδιού σαν κι εμένα . Αποσκευή στα χέρια καμιά . Σαν κινάς απ’ το «Σήμερα» για να ταξιδέψεις στο «Τότε» , δεν έχεις τίποτε να πάρεις μαζί σου . Τίποτε δεν χρειάζεσαι . Μόνο κινάς άδειος , σαν νιόχτιστη κερήθρα , και πας πίσω , εκεί που καρτερούν οι μέλισσες , για να σε γεμίσουν μέλι .

Ζωντανεύουν τα μάτια , κονταίνει η ανάσα και χτυπά πιο γρήγορα η καρδιά , όταν ακούς από μακριά το τρένο να φτάνει . Έρχεται σφυρίζοντας δυνατά , βήχοντας στον ουρανό το μαύρο καπνό του . Ο σταθμάρχης σηκώνει ψηλά την κόκκινη σημαδούρα. Οι τροχοί στριγγλίζουν πάνω στις ράγες και βγάζουν σπίθες . Ανοίγουν οι πόρτες . Κανείς δεν κατεβαίνει . Τούτο το τρένο της θύμησης δεν φέρνει επιβάτες . Μόνο παίρνει . Μπαίνουμε βιαστικά . Ο σταθμός αδειάζει . Το τραίνο γεμίζει . Σκιές του παρόντος έτοιμες για ένα ταξίδι στα περασμένα , σίγουρες πως κάτι άφησαν εκεί αγαπημένο που τις περιμένει . Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα ανοιχτά παράθυρα , αφήνουμε τον αέρα να ανεμίζει μαλλιά και μαντίλια αποχαιρετισμού και μέσα απ’ τα μισάνοιχτα βλέφαρα εικόνες απ’ το ταξίδι μπαίνουν ορμητικά στην καρδιά , σμίγουν με τον χτύπο της και γίνονται ζωή .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Από νωρίς οι νοικοκυρές καταβρέχουν με το ποτιστήρι τις αυλές και ποτίζουν τα βασιλικά , τις ματζουράνες και τα νυχτολούλουδα . Κι ανεβαίνει απ’ τα σπιτικά μια μοσκοβολιά που σε μεθά και δεν σ’ αφήνει να ξεμακρύνεις από κει , όπως το νιογέννητο πουλάρι που δεν ξεμακραίνει από τη μυρουδιά της μάνας του . Μόλις καταλαγιάζει η λάβρα της ημέρας , ανοίγουν διάπλατα τα παραθυρόφυλλα , για να μπει στο σπίτι το βραδινό αεράκι .

Ύστερα προβαίνουν στις αυλόπορτες οι μανάδες , με την ποδιά στη μέση . Βάζουν τις παλάμες για χωνί και με φωνή διαπεραστική καλούν η κάθε μια το βλαστάρι της να «μαζευτεί» απ’ την αλάνα της γειτονιάς και να ’ρθει στο σπίτι να φάει το βραδινό του , το αυγό το μάτι , την τηγανιά τις πατάτες , το ψωμοτύρι ή την ντοματοσαλάτα. Είναι τότε , που σε λίγο θα ’ρθει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού απ’ τη δουλειά και πρέπει να βρει τραπέζι στρωμένο στο φτωχικό του . Ανοίγουν , λοιπόν , οι γυναίκες το παλιό «φανάρι» , το «ντυμένο» με την ψιλή κρισάρα , που κρέμεται ψηλά στη γωνία απ’ το ταβάνι , και βγάζουν από κει ό,τι φαΐ έχουν φυλάξει για τον άντρα , χωρίς να ξεχάσουν και το μπουκάλι με το κρασί που θα σβήσει , γουλιά – γουλιά , την κούραση απ’ το σκληρό μεροδούλι .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Ρούγες στις γειτονιές . Μια εδώ , μια εκεί , άλλη παραπέρα . Κάθε γειτόνισσα , με το σκαμνάκι της κάτω απ’ τη μασχάλη ή την ψάθινη καρέκλα της στο χέρι πάει να πιάσει θέση στη ρούγα . Από πάνω ο ουρανός γίνεται βαθυγάλαζος και οι σκιές μακραίνουν κάτω στη γη . Η μια κουβέντα στη ρούγα φέρνει την άλλη . Τα νέα ανακατεύονται με τα παλιά και το «εγώ» γίνεται «εμείς» . Αργά το βράδυ μαζεύονται κοντά στη ρούγα των γυναικών και τα παιδιά , που , κουρασμένα απ’ το παιχνίδι , ησυχάζουν , για ν’ ακούσουν τις ιστορίες με τους δράκους , τις νεράιδες και τα φαντάσματα , που τα κάνουν να ανατριχιάζουν και να αγριεύονται , μα τους αρέσει κιόλας κι ας μην ξέρουν γιατί .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Το αυτοκίνητο του πάγου , φορτωμένο λευκές παγοκολόνες πάνω σε χοντρό πριονίδι για να μη λιώνουν , κορνάρει σταματημένο σε κάθε σταυροδρόμι . Έρχονται οι νοικοκυρές . Άλλη ζητά μισή κολόνα , άλλη «τέταρτο» … για το ψυγείο του πάγου στο σπίτι , που ήδη «έχει φάει» τον πάγο τον χθεσινό . Με τα χοντρά πλαστικά γάντια στα χέρια ο παγοπώλης καρφώνει και τραβά με τον γάντζο μια παγοκολόνα , της κάνει μια χαρακιά με το πριόνι , ύστερα βάζει στη χαρακιά μια σφήνα , τη χτυπά με το μεγάλο σφυρί του και το κομμάτι αποκόβεται . Οι γυναίκες το παίρνουν σε μια λινάτσα και πάνε για το σπίτι . Τα πιτσιρίκια , όσα έχουν ξυπνήσει νωρίς , χαζεύουν τον παγοπώλη , μαζεύουν τα μικρά κομμάτια του σπασμένου πάγου που έχουν πέσει κάτω από την καρότσα , τα ξεπλένουν σε μια βρύση και τα γλείφουν σαν παγωτό μέχρι να λιώσουν τελειωτικά .

Πολύ πιο πρωί , ο γαλατάς έχει εφοδιάσει όλα τα σπίτια με φρέσκο , μυρωδάτο γάλα . Το γαϊδουράκι του , φορτωμένο από τη μια και από την άλλη μεριά με τις «γαλατούσες» , ξέρει καλά τα δρομολόγια και τις στάσεις . Κι ο γαλατάς , ο μπαρμπα – Μήτσος , γεμίζει με την οκά τα άδεια μπουκάλια που έχουν αφημένα έξω από τα παράθυρα οι νοικοκυρές . Είναι μια πολύ γλυκιά στιγμή , εκεί μέσα στο χάραμα , μισοξυπνητός – μισοκοιμισμένος , ν’ ακούς πρώτα τα πέταλα απ’ το γαϊδουράκι στο δρόμο , ύστερα να ακούς τα χτυπήματα και τον ήχο που κάνει η γαλατούσα με την οκά στο κέρασμά της με το γάλα και τέλος ν’ ακούς πάλι το γάλα να γεμίζει την κοιλιά της αδειανής μποτίλιας . Στο τέλος του μήνα ο γαλατάς θα μετρήσει στο τεφτέρι του το γάλα που ’χει δώσει σε κάθε σπίτι και θα πληρωθεί στο χέρι τα λεφτά που του χρωστάνε .

Το τρένο συνεχίζει να τρέχει σφυρίζοντας . Όπως το φίδι που ξύπνησε την άνοιξη , διασχίζει τις κρυφές κοιλάδες του Χθες . Κι οι επιβάτες , αφημένοι στη μαγεία του ταξιδιού , με τα μάτια κλειστά … βλέπουν !!! Κανείς δεν θέλει να σταματήσει το τρένο . Άλλωστε στο ταξίδι αυτό , σταθμοί ενδιάμεσοι δεν υπάρχουν . Ένας μόνο που δίνει το ξεκίνημα κι ένας στο τέλος , εκεί που οι γραμμές τελειώνουν , μαζί και το ταξίδι . Σημασία έχει να χαρείς το ταξίδι , πριν ο «τελευταίος σταθμάρχης» υψώσει μπροστά στο τρένο την κόκκινη σημαδούρα κουνώντας απελπισμένος τ’ αναμμένο φανάρι του μέσα στη νύχτα .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Οι μανάβηδες , ο Λουκάς και ο Μανώλης , με τα γαϊδουράκια μπροστά απ’ τις μεγάλες καρότσες , διαλαλούνε στη γειτονιά , πρωί – πρωί , την πραμάτεια της γης . Μέσα στα ξύλινα τελάρα και τις κόφες , γεμάτα δροσοσταλίδες , φρέσκα και λαχταριστά , τα φρούτα , τα λαχανικά και τα ζαρζαβατικά (μήλα και αχλάδια , καρπούζια , πεπόνια , κεράσια και βύσσινα , καΐσια, ντομάτες , μελιτζάνες , κολοκυθάκια και πιπεριές , αντίδια , βλήτα , σινάπια και μαυρόχορτα …) θυμίζουν πως η θεά Δήμητρα και η κόρη της η Περσεφόνη παίζουν ακόμα χαρούμενες μαζί στα λιβάδια του Πάνω Κόσμου . Οι γυναίκες της γειτονιάς , με τα «ψιλά» στην τσέπη της ποδιάς ή στο παλιό μαύρο πορτοφολάκι με το χρυσαφί κούμπωμα , ψωνίζουν τα χρειαζούμενα . «Ψωνίζει» κι ο μανάβης ματιές και χαμόγελα και αθώα πειράγματα κι ύστερα τραβά γι’ άλλη γειτονιά , αφού πείθει πρώτα το γαϊδουράκι του να ξεκινήσει και να παρατήσει μισοφαγωμένο το τελευταίο αντίδι που ’χει καταφέρει να «κλέψει» από την καρότσα .

Γύφτοι μαυριδεροί , παιδιά του ήλιου και της γης , με δόντια χρυσά και μαλλιά λαδωμένα , φορτωμένοι με το ψαθί , κάθονται ανακούρκουδα στις αυλές και πλέκουν με περισσή τέχνη , έτσι όπως έμαθαν πάππου προς πάππου , τις χαλασμένες καρέκλες, ενώ παρέκει η κυρά του σπιτιού «ασημώνει» τη γύφτισσα για να της διαβάσει μες τις χαρακιές της παλάμης , την τύχη που ’χει χάσει μες στη ζωή της .

Αυλάκια στις άκρες των χωματόδρομων της γειτονιάς , με τα απόνερα της μπουγάδας «αρωματισμένα» απ’ το λουλάκι και το ΚΛΙΝ . Κι αντιλαλεί η γειτονιά από καβγάδες ομηρικούς , όταν κάποιες γειτόνισσες αποφασίζουν να διαμαρτυρηθούν για τα νερά της πλύσης που τρέχουνε μέσα στο δρόμο . Κι ο γερο-Γκίκας , ο υπάλληλος του δήμου , φορτωμένος στην πλάτη την παλιά χάλκινη χειροκίνητη τρόμπα και κρατώντας στο χέρι προτεταμένο το «μαρκούτσι» της , προσπερνά ψύχραιμος τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και ραντίζει με πετρέλαιο τα σαπουνόνερα αλλά και τα υπαίθρια αποχωρητήρια των φτωχόσπιτων , για να μη θεριέψουν τα κουνούπια και ρουφήξουν το αίμα των φτωχών , όσο τουλάχιστον τους έχει απομείνει από το τσίμπημα κάποιων άλλων θεόρατων και περισπούδαστων «κουνουπιών» , που κανείς ποτέ δεν τόλμησε και δεν θέλησε να ραντίσει με εντομοκτόνο και πετρέλαιο .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Δρόμοι χωματένιοι , γεμάτοι λακκούβες , σκόνη και πέτρες , που καρτερούν να γίνει απόγευμα για να περάσει η θρυλική καταβρεχτήρα του δήμου , να καταβρέξει και να καταλαγιάσει τον κουρνιαχτό , να κάνει το χώμα να μυρίσει πρώιμο φθινόπωρο κι ύστερα να φύγει αργά – αργά και μεγαλόπρεπα , καταδιωκόμενη από ένα τσούρμο ξυπόλητα πιτσιρίκια που γυρεύουν να βρέξουν τα πόδια τους με τα νερά που αφήνει πίσω της .

Ζωή ειρηνική , αθώοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι , γειτονιές του Θεού ζεστές κι ευλογημένες . Πόσοι και πόσοι δεν αγαπούν τη μικρή μας γειτονιά και δεν περνούν να της πουν μια «καλημέρα» ή μια «καληνύχτα» :

Ο παλιατζής με το σακί στον ώμο γεμάτο θρύψαλα ζωής πουλημένα φτηνά για χάρη της ζωής .

Ο γανωματής με το καλάι και τα σύνεργά του , σαν μάγος σ’ ένα χαρούμενο πανηγύρι , στήνει σε μιαν απόμερη γωνιά της γειτονιάς τη δική του «παράσταση» : Βάζει μες στο λιωμένο καλάι τα παλιά κουταλοπίρουνα και τα βγάζει καινούρια . Κάνει τα «ταπεινωμένα» ταψιά , τα τηγάνια , τις κατσαρόλες και τα χαρανιά να καμαρώνουν και πάλι αστραφτερά σαν την παλιά τους νιότη .

Ο μπαρμπα – Βαγγέλας , ο παππούς με τα πιότερα εγγόνια από κάθε άλλον στον κόσμο , μας «κερνά» χωνάκια με μυρωδάτο παγωτό , φτιαγμένο απ’ τα χέρια του , λουσμένο μέσα στο βύσσινο . Μαζί «κερνάει» στα διψασμένα από το παιχνίδι πιτσιρίκια τις κρύες πορτοκαλάδες , τις λεμονάδες , τις γκαζόζες και τις βυσσινάδες ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ («κρυούλες» τις λέει) βγαλμένες απ’ τα σπλάχνα του πάγου που κουβαλάει μέσα στο καρότσι του.

Κι από κοντά ο γιαουρτάς με τη «βιτρίνα» κρεμασμένη στο λαιμό με μια φαρδιά λουρίδα , γεμάτη με κεσέδες ξινόγλυκια γιαούρτη , με τη «ρυτιδιασμένη πέτσα» πάνω της ένα δάχτυλο παχιά λαχταριστό έδεσμα για κείνον που θα πρωτανοίξει τον κεσέ .

Και παραπίσω ο τυροπιτάς , ο Ρετσινάς , με τις ζεστές λαχταριστές τυρόπιτες στο γαλάζιο , λαμαρινένιο καροτσάκι του με την βιτρίνα , γεμάτες κάτασπρο και μυρωδάτο αρμυροτύρι , τυλιγμένο στο ξανθοκάστανο ξεροψημένο φύλλο .

Τέλος , περνά κι ο κουλουράς , ο Λίβας , με τα κουλουράκια του γεμάτα σουσάμι , στρογγυλά όπως η ζωή μας , νόστιμα , ζεστά και λαχταριστά όπως τα καλοκαίρια μας.

Και διακονιάρηδες πολλοί περνούν απ’ τη γειτονιά μας . Μερικούς τους φοβόμαστε … όλους τους λυπόμαστε όμως , και η φτώχεια δείχνει τον «πλούτο» της και κανέναν δεν αφήνει να φύγει με το παράπονο .

Καμιά φορά , περνά απ’ τη γειτονιά μας και ο γύφτος , έχοντας δεμένη από τη ζώνη του με μια αλυσίδα πότε μια αρκούδα και πότε μια μαϊμού . Ακούμε το ντέφι και το τραγούδι του από μακριά και τρέχουμε να τον βρούμε . Μαζί βγαίνει κι όλη η γειτονιά , που έχει τη διασκέδαση άφαντη και ακριβή. Στεκόμαστε γύρω από το γύφτο τον μαυριδερό με τα «μαλλιά σγουρά , μαλλιά κοράκου χρώμα» και τα δόντια τα χρυσά και κείνος τραγουδώντας βάζει την αρκούδα ή τη μαϊμού να κάνει σκέρτσα και καμώματα .

«Σήκω χόρεψε , κουκλί μου ,

Να σε δω να σε χαρώ

Τσιφτετέλι τούρκικο

νινανάι , γιαβρούμ , νινανάι-νάι»

- Πώς ξυπνάει , Ζαχαρούλα , η Βουγιουκλάκη ;

- Πώς πλένεται η Βουγιουκλάκη ;

- Μπράβο , Ζαχαρούλα !!!

Εμείς ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια και στο τέλος ο γύφτος γυρίζει ανάποδα το ντέφι και μαζεύει τις πενταροδεκάρες που του ρίχνουν όσοι έχουν κάνα ψιλό στην τρύπια τσέπη τους . Μερικές φορές έχει μάθει τη μαϊμού να μαζεύει η ίδια τα λεφτά και μάλιστα κάνει μεγαλύτερη είσπραξη από το αφεντικό της.

Ό,τι αφήνεις πίσω σου , τελικά , είναι πιο όμορφο απ’ αυτό που σε καρτεράει μπροστά . Για τούτο , όταν αποφασίσεις να σταματήσεις το χρόνο και να ταξιδέψεις στο Χθες , ποτέ δεν μετάνιωσες που ’κανες αυτό το ταξίδι .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Τάγματα γελαστών , ηλιοκαμένων παιδιών με δόντια κάτασπρα σαν μαργαριτάρια του Ινδικού και μαλλιά σαν βούρτσες κουρεμένα «με την ψιλή» , ξυπόλητα , φορώντας μαύρες «βρακούλες» και άσπρα αθλητικά φανελάκια , «εξουσιάζουν» τις γειτονιές , τους δρόμους και τις αλάνες . Πότε κυλώντας τσέρκια με φωνές και αντάρα , πότε καβάλα σε ποδήλατα που ’χουνε νοικιάσει από τα ποδηλατάδικα του Καρολιά , του Μανιατάκου και του Χρυσομάλλη . Στα άχτιστα οικόπεδα , που είναι πολλά , τα αγόρια σουτάρουν σαν τον Σιδέρη , τον Δομάζο και τον Νεστορίδη ενώ παραπέρα τα κορίτσια γυρίζουν και πηδάνε το σχοινάκι .

Πετροπόλεμοι ανελέητοι (κεφάλια σημαδεμένα απ’ τις μεγάλες «μάχες») και στην κωλότσεπη το «λάστιχο» (η σφεντόνα) : Γερή και καλοφτιαγμένη διχάλα από ελιά ή λυγιά , λάστιχο καλό και γερό απ’ το ψιλικατζίδικο , «φόλα» πέτσινη απ’ τον τσαγκάρη . Κανένας «μαγκάκος» που σέβεται τον εαυτό του δεν αφήνει το καλοκαίρι του χωρίς σφεντόνα. Σπουργίτες , τζίτζικες , γάτες , σκύλοι, (καμιά φορά και κανένα κεφάλι) , τζάμια , κεραμίδια … πληρώνουν την «άγρια» συνήθεια την κληρονομημένη από τον πρόγονο των σπηλαίων .

Τζιτζίκια αμέτρητα , καλοδεχούμενοι επισκέπτες στη γιορτή του καλοκαιριού , κάθονται και τρων και πίνουν και τραγουδάνε στις κλάρες της ελιάς , της μουριάς , της καρυδιάς , της συκιάς … , αθώα , εύκολα και ανώφελα θηράματα των μικρών «κυνηγών» του καλοκαιριού . Μ’ ένα μακρύ καλάμι κομμένο απ’ τον Ευρώτα ή τη Μαγουλίτσα , «φέρνουν κάτω» πληγωμένα ή με στραπατσαρισμένα φτερά τα μεγάλα μαύρα τζιτζίκια , τα και «γουβάλια» λεγόμενα στη γλώσσα των πιτσιρικάδων κυνηγών. Τα άλλα , τα καφετιά μικρότερα τζιτζίκια με το διαφορετικό από τα «γουβάλια» τζιτζίρισμα , που κάθονται χαμηλότερα στους κορμούς , τα πιάνουν και με την παλάμη . Σακούλες ολόκληρες γεμίζουν με δυστυχισμένα τζιτζίκια σ’ έναν ανταγωνισμό ποιος θα πιάσει πιο πολλά , κι ύστερα στις αυλές παίζουν μαζί τους και τα βάζουν να περπατάνε σαν μια ηττημένη και διαλυμένη στρατιά , για να τα ρίξουν μετά στις κότες που «τρελαίνονταν» να τα τρώνε !!!

Τα δικά μας καλοκαίρια : Κυριακή πρωί . Σε ξυπνά από το παλιό ραδιόφωνο η ψαλμωδία του Περιστέρη απ’ τη Μητρόπολη της Αθήνας . Η μυρωδιά απ’ το λιβανιστήρι της μάνας σου πλανιέται ακόμα στις κάμαρες του μικρού σπιτιού και το αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι , ψηλά , ζωντανεύει τις ελπίδες και τις προσευχές των ανθρώπων του σπιτιού . Με το ταψί που ετοίμασε η μητέρα , γεμάτο πατάτες και κρέας πασπαλισμένα με τη ρίγανη , το αλάτι και το πιπέρι , πηγαίνεις στο φούρνο . Ακουμπάς το ταψί στα πρεβάζια των παράθυρων που συναντάς στο δρόμο για να ξεκουραστούν τα παιδικά σου χέρια τα άμαθα σε δουλειές . Οι καμπάνες των εκκλησιών σημαίνουν χαρούμενα και άνθρωποι κάθε ηλικίας , ντυμένοι με τα κυριακάτικά τους απαντούν στο κάλεσμα και παίρνουν το δρόμο , οικογενειακώς , για την κοντινότερη εκκλησία .

Ο μαυρομούτσουνος φούρνος με τα ξύλα (του Τζανή, του Νικολάου , του Καράγιωργα , του Οικονομάκη , του Νικητέα , του Τσαμπούκα …) , ανοίγει το μεγάλο του στόμα και «καταπίνει» το ταψί που του πήγες , μαζί με τ’ άλλα . Θα το βγάλει το μεσημέρι γεμάτο με νόστιμο και καλοψημένο «ψητό της Κυριακής» . Αραδιασμένα πάνω στον μεγάλο πάγκο του φούρνου τα ταψιά , σκορπίζουν παντού τη μυρωδιά της ευλογημένης τροφής των ανθρώπων και διαλαλούν τη μαγειρική τέχνη της κάθε προκομμένης νοικοκυράς .

Οι κληματαριές έχουν θεριέψει φύλλα και ζουμερά σταφύλια και ισκιώνουν τις αυλές. Το «αητονύχι» , το «κρυστάλλι» , το «κέρινο» … γυαλίζουν τις ρώγες τους στον ήλιο για να τις κάνουν λαχταριστές . Ώριμα , τσουπωτά σταφύλια στολίζουν τις γυάλινες φρουτιέρες πάνω στα τραπέζια . Σοκάκια γεμίζουν με τσάμπουρα αδειανά από ρώγες και η γιαγιά λέει στα εγγονάκια το αίνιγμα :

-«Καρακάξα μαδημένη , στο σοκάκι πεταμένη» . Τι είναι ;

-Το τσαμπί από το σταφύλι είναι , γιαγιά . Που φάγαμε τις ρώγες και μετά το πετάξαμε , απαντούν τα εγγονάκια και μετά ξεσπούν σε δυνατά γέλια μαζί με τη γιαγιά τους .

Τα ταβερνάκια της γειτονιάς (ο Λουμάκης , ο Κακαλέτρης , ο Τσούσης , ο Ζης , ο Αμπατζής …) βγάζουν έξω από νωρίς τα μικρά ξύλινα τραπεζάκια τους , στρώνουν τα καθαρά , καρό τραπεζομάντιλα , βάζουν πάνω και τις αλατιέρες , τις χαρτοπετσέτες και τις οδοντογλυφίδες , τακτοποιούν γύρω τις ψάθινες καρέκλες , καταβρέχουν με το λαμαρινένιο καταβρεχτήρι του φαναρτζή το χώμα και περιμένουν να σουρουπώσει για να ’ρθουν οι αποσταμένοι της ζωής να πιουν κρασί να φάνε και μια μπουκιά και να ξεχάσουν για λίγο τα βάσανα , τα μεράκια και τους καημούς . Από ένα βραχνιασμένο γραμμόφωνο ακούγεται το παραπονεμένο τραγούδι του Τσιτσάνη :

Πάλιωσε το σακάκι μου

θα σβήσω απ’ το μεράκι μου

και καημό έχω μεγάλο

δεν μπορώ να πάρω άλλο .



Τόσα κοστούμια χάρισα

μα τώρα που ρεστάρισα

φίλος δε με πλησιάζει

τα παλιόρουχα κοιτάζει .



Ντυμένο σε προσέχουνε

κι από κοντά σου τρέχουνε

σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα

δε σου λένε καλημέρα .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Οι αναμνήσεις είναι ραβδί που πάνω του ακουμπάμε για ν’ ανεβούμε τον ανήφορο της ζωής . Χείλια «ματωμένα» από τις μούρες και τα γλυκόσυκα . Παράθυρα ανοιχτά για να δραπετεύουν οι μυρουδιές απ’ τα γεμιστά και τις κολοκυθοκορφάδες μαζί με τα τραγούδια της νοικοκυράς . Το φλιτ ακουμπισμένο στη γωνία περιμένει για να εξοντώσει , όταν χρειαστεί , τις ενοχλητικές μύγες και τα κουνούπια . Στη λάμπα του χειμωνιάτικου κρεμασμένη η μεγάλη καφετιά ταινία με την κόλλα σαν μέλι πάνω της , έχει ήδη συλλάβει τις πρώτες απρόσεχτες μύγες .

Στα πεζοδρόμια , καθισμένα στον ίσκιο με τη σειρά , περιμένουν υπομονετικά τα αγόρια να ’ρθει η σειρά τους για να διαβάσουνε τον Μικρό Ήρωα . Μέσα στις σελίδες του ο Γιώργος Θαλάσσης , που οι Γερμανοί κατακτητές ονομάζουν Παιδί Φάντασμα , μαζί με την Κατερίνα , τον Σπίθα και άλλα (κατά καιρούς) ηρωικά Ελληνόπουλα , κάνουν Αντίσταση στους κατακτητές και δίνουν σκληρές μάχες για να εξοντώσουν τους πράκτορες του εχθρού , τον Σεϊτάν Αλαμάν , τη Φροϋλάιν Χ , τον Νυχτερίδα , την Σφήκα , τον πράκτορα Μηχανή … που στέλνει κάθε φορά ο Χίτλερ για να αντιμετωπίσουν τα θρυλικά Ελληνόπουλα .Όποιο παιδί έχει μαζέψει χαρτζιλίκι πάει στο βιβλιοπωλείο του Λαμπρόπουλου και αγοράζει το καινούριο τεύχος του Μικρού Ήρωα , που βγαίνει κάθε βδομάδα . Έπειτα ο Μικρός Ήρωας , αφού πρώτα τον διαβάσει ο ιδιοκτήτης του , περνά στα χέρια και στα σπίτια και των άλλων παιδιών της γειτονιάς για να ξεκοκαλίσουν τις νέες περιπέτειες . Βέβαια , ο ιδιοκτήτης του τεύχους γράφει πάνω τ’ όνομά του για να μην το χάσει , αλλά ύστερα από μερικές μέρες και βδομάδες κανείς δεν ξέρει σε ποιο σπίτι και σε ποια χέρια βρίσκεται ο Μικρός Ήρωας .

Εκτός απ’ τον Μικρό Ήρωα και ο Μικρός Σερίφης , ο Υπεράνθρωπος , ο Γκαούρ – Ταρζάν , το «Γέλιο και Χαρά» (Μίκυ-Μάους) , τα Διαπλανητικά , τα Κλασικά , (καμιά φορά το Μυστήριο και η Μάσκα κι ας είναι απαγορευμένα) , γεμίζουν τα χλιαρά καλοκαιρινά μεσημέρια μας και μας ταξιδεύουν εκεί που ανθρώπου νους δεν έχει ποτέ ταξιδέψει κι ονειρευτεί .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Φιγούρες του Καραγκιόζη αγορασμένες από τα βιβλιοπωλεία κόβονται τεχνικά με μεγάλα ψαλίδια . Κολλιούνται με αλευρόκολλα πάνω σε χαρτόνια . Ξανακόβονται αφού στεγνώσουν . Συναρμολογούνται τα μέρη τους με διπλόκαρφα και μετά στερεώνονται σ’ ένα πηχάκι με μια πινέζα . Χειρόγραφες ανακοινώσεις στις κολόνες της γειτονιάς :

«Απόψε το βράδυ , στις 9 , στην αυλή του Νίκου , θα παίξει Καραγκιόζης «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» . Εισιτήριο 1 πενηνταράκι .»

Ανάμεσα σε δυο λεμονιές του κήπου τεντώνεται το λευκό σεντόνι , «θυσία» και χάρισμα στην Τέχνη της μάνας του Νίκου , της κυρα – Άννας . Μπροστά από το πανί τα σκαμνάκια γεμίζουν με λιλιπούτειους θεατές . Τα κεριά πίσω από τον μπερντέ ανάβουν . Η παράσταση πάει καλά . Τα πιτσιρίκια ανατριχιάζουν σαν ακούνε το σφύριγμα του φιδιού . Δυο- τρία σηκώνονται απ’ τα σκαμνάκια τους έτοιμα να το βάλουν στα πόδια . Όμως τη στιγμή που ο Μέγας Αλέξανδρος σηκώνει το κοντάρι να το μπήξει στην κεφαλή του «κατηραμένου όφεως» κι ο Καραγκιόζης φωνάζει ενθουσιασμένος «Βάρ’ του , Αλέκο» πιάνει φωτιά το σεντόνι από το κερί ενός απρόσεχτου βοηθού και τρέχουν όλοι με κουβάδες να τη σβήσουν . Πάει το σεντόνι της κυρα – Άννας . Η παράσταση διακόπτεται . Οι θεατές φεύγουν απογοητευμένοι . Με τη φαντασία τους ολοκληρώνουν την παράσταση .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Τα θερινά τα σινεμά (το ΦΛΟΡΑΛ , το ΡΕΞ , το ΡΟΔΟΝ) , γεμάτα με λαϊκούς ανθρώπους που γυρεύουν να δουν στο πανί πως υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτούς , που παλεύουν καθημερινά για το μεροκάματο , που υποφέρουν για την άρρωστη μάνα , για τη φτώχεια την καταραμένη , για την αγάπη που δε βρίσκει ουρανό .

Τα θερινά τα σινεμά ! Τα φώτα , οι ταμπέλες με τις φωτογραφίες του έργου , το μικρό ταμείο με το τζαμάκι , το άσπρο σπαστό χαλίκι , οι καρέκλες οι πάνινες , το μπαράκι , οι περικοκλάδες της μάντρας , η μεγάλη άσπρη οθόνη που ζωντανεύει τα όνειρα , οι «τζαμπατζήδες» που κοιτάνε το έργο σκαρφαλωμένοι στις γύρω μάντρες και στα δέντρα , ο πιτσιρικάς με την άσπρη ποδιά και το κρεμαστό δίσκο του καφενείου στο χέρι γεμάτον αναψυκτικά κι ο άλλος με την τάβλα γεμάτη σπόρια αρμυρά (φιστίκια, στραγάλια, πασατέμπο) , το μεγάφωνο που παίζει λαϊκά ως ν’ αρχίσει το έργο αλλά και στο διάλειμμα («Περασμένες μου αγάπες – του καιρού χαλάσματα…») , οι διαφημίσεις πριν από το έργο με τις οδοντόκρεμες (Colgate , Kolynos…) , το Brylcreem για τα μαλλιά , τα απορρυπαντικά ide , ROL , Omo…) , το ζευγαράκι που ’χει αγκαλιαστεί απ’ τους ώμους και πίνει πορτοκαλάδα ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ από το ίδιο καλαμάκι , τ’ αστέρια που αρχίζουν να λάμπουν σ’ έναν ουρανό που γίνεται βαθυγάλαζος και τ’ αεράκι που δροσίζει τα μάγουλα και στεγνώνει τα δάκρυα για τα βάσανα του Νίκου Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση .

Τα δικά μας καλοκαίρια : Τα μάτια ανοίγουν . Είναι δακρυσμένα , αλλά δεν πειράζει. Το δάκρυ είναι το αντίτιμο των αναμνήσεων . Το ταξίδι τελειώνει . Κατεβαίνω απ’ το τρένο της «μεγάλης φυγής» . Όχι γιατί χόρτασα το ταξίδι. Θέλω , μόνο , να ’χω την ευκαιρία να ξαναβρεθώ στο σταθμό με τις βαμμένες κόκκινες πέτρες και τα κεραμίδια , για να περιμένω ξανά , με γνωστούς και άγνωστους φίλους , το τρένο που πάει στα περασμένα . Θα σας ξαναδώ εκεί . Καλήν αντάμωση .