Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς

Νέο παιδί, και εξηγούσε σε συντροφιά ομηλίκων του το συμπέρασμα της δικής του πείρας: «Οταν κάθε μέρα βγαίνοντας από το σπίτι σου λες δέκα καλημέρες, αποκλείεται να κάνεις ποτέ στη ζωή σου φονικό».

Αφελής κοινοτοπία; Ρομαντισμός; Ισως όμως και πηγαία πολιτική ευθυκρισία. Που γεννιέται από λίγη εμπειρία και πολλήν οξυδέρκεια – δεν προκύπτει από ωφελιμιστικά στερεότυπα ή ιδεολογικές διδαχές.

Για να λες δέκα καλημέρες βγαίνοντας από το σπίτι σου, σημαίνει ότι δεν βγαίνεις άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Προϋποτίθεται να ζεις σε συλλογικότητα, όπου λειτουργούν διαπροσωπικές σχέσεις, λειτουργεί κοινότητα ή γειτονιά. Αυτή η αυτονόητη προϋπόθεση κοινωνίας σχέσεων πολεμήθηκε στη νεότερη Ελλάδα μανιασμένα. Και το χειρότερο: η μανιασμένη πολεμική ενάντια στην «κοινωνία της καλημέρας» θεωρήθηκε καθολικά αυτονόητη «πρόοδος» ολοκληρωτικά επιβεβλημένος «εκσυγχρονισμός».

Ετσι, το παιδί που σήμερα διαπιστώνει ότι «δέκα καλημέρες αποκλείουν διά βίου το φονικό», εκφέρει (θέλει-δεν-θέλει) λόγο καταγγελτικό: Καταγγέλλει την ανυπόφορη υποκρισία της κατεστημένης πολιτικής ηγεσίας, που θέλει δήθεν να πολεμήσει την αυθαιρεσία και το έγκλημα μιας λούμπεν νεολαίας (στα Εξάρχεια), ενώ η ίδια ηγεσία έχει με καύχηση καταργήσει την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, τις κοινωνίες της «καλημέρας». Η ίδια ηγεσία επώασε την αυθαιρεσία και το έγκλημα, εμμένοντας π.χ. στην «προοδευτική» παράνοια του «ακαδημαϊκού ασύλου».

Με ηδονικό δόλωμα την «αντιπαροχή» και τη «μεσοτοιχία», τα ίδια ιερόσυλα κόμματα εξάλειψαν από τον ελλαδικό χάρτη το χωριό, την κωμόπολη, ακόμα και την πόλη, εξαγοράζοντας ψήφους με αντάλλαγμα τη νομιμοποιημένη ασυδοσία μιας πολεοδομικής και οικιστικής τερατογένεσης. Η ακοινωνησία και ο παλιμβαρβαρισμός συμπυκνώθηκαν στην εργολαβίστικη «πολυκατοικία». Τις «δέκα καλημέρες» που συνοδεύουν τη ρεαλιστική χαρά των σχέσεων κοινωνίας, τις κατάργησαν νόμοι του κράτους, νόμοι ονοματισμένοι (στην τελική φάση) με ονόματα ιερά για την ελληνική συνείδηση: Καποδίστριας και Καλλικράτης.

Μοιάζει παλαβό, αλλά όχι ανέφικτο: Το παιδί που συνειδητοποίησε ότι «δέκα καλημέρες κάθε πρωί αποκλείουν διά βίου το φονικό», φωτίζει την ανάγκη για ενεργό αντίδραση στη θεσμική κατάργηση του κοινοτισμού, του τρισχιλιόχρονου πολιτισμού των κοινοτήτων. Να αντιδράσει το «παιδί της καλημέρας», κι εμείς μαζί του, όχι κανιβαλικά, με μολότοφ, ούτε με προσφυγή σε τελματώδη κρατικά δικαστήρια, παντελώς άσχετα με στόχους σχέσεων κοινωνίας. Η ωριμότητα της διαπίστωσής του να μας συστρατεύσει σε πρωτοβουλία εθελοντική.

Πρωτοβουλία για ένα άτυπο δικαστήριο – αυτή θα είναι η παλαβομάρα. Επισήμως η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν έχει (ακόμα) απαγορευθεί, αν και ο συγκεντρωτικός ολοκληρωτισμός των «Αγορών» είναι μάλλον ο στυγνότερος που γνώρισε η Ιστορία.

Ατυπο δικαστήριο θα σήμαινε: μια χούφτα έμπειροι δικαστές, με μακρά θητεία στα κρατικά έδρανα, γερή νομική κατάρτιση και άσβεστο πάθος για δικαιοσύνη. Αποσυρμένοι πια από τον φόρτο της επί μισθώ ρουτίνας, να πεισθούν ότι ήρθε επιτέλους η ώρα τους να δικάσουν, να φιλοδοξήσουν επιδόσεις στο άθλημα της δικαιοκρισίας. Οχι για να παγιώσουν νόμους εφήμερων εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, αλλά μόνο για την τιμή και τη χαρά της δικαιοκρισίας, τη φανέρωση της άπεφθης δικαιοσύνης.

Οπως ο αληθινός καλλιτέχνης και ο ιδιοφυής επιστήμονας δημιουργούν για τη χαρά της δημιουργίας, η ίδια χαρά να χαριστεί και στους δικαστές του άτυπου δικαστηρίου. Να δικάζουν ως εθελοντές πρώην κορυφαίοι της δικαιονομίας – χωρίς κάποια εξουσία να καθιστά τις αποφάσεις τους «αναγκαστές κατά πάντων». Δεν συμμορφώνονται με κάποιο «υφιστάμενο Δίκαιο», κομματικής-ιδεολογικής ιδιοτέλειας, αλλά παράγουν Δίκαιο κοινωνικών προτεραιοτήτων. Τις αποφάσεις τους να τις δικαιώνει ή να τις παρακάμπτει το κοινωνικό αισθητήριο – το άτυπο δικαστήριο θα είναι κατάκτηση πολιτισμού, όχι επίτευγμα δημόσιας τάξης.

Και χωρίς καθόλου εγγυήσεις συνέχειας, καμιά εξασφάλιση κοινά αποδεκτής εγκυρότητας. Η δυναμική του εγχειρήματος θα εντοπίζεται αποκλειστικά στην πειστικότητα που μπορεί να έχει ένας θεσμός κοινωνικής λειτουργίας βασισμένος μόνο στην ποιότητα της προσφοράς του. Σήμερα, το νομικό πλαίσιο (το «υφιστάμενο Δίκαιιο») στο οποίο πειθαρχούν οι δικαστικές αποφάσεις, συγκροτείται από τους νόμους που έχουν ψηφίσει στη Βουλή τα κόμματα, δηλαδή κατεγνωσμένες μαφίες συμφερόντων.

Η λογική του δικαιικού μας συστήματος ή το νομικό πλαίσιο των δικαστικών αποφάσεων βασίζεται στην προτεραιότητα των συμφερόντων της κομματοκρατίας, όχι σε προτεραιότητες κοινωνίας της ζωής.

Ενδεικτικά νομικά θέματα που θα ονειρευόμασταν να κρίνει-δικάσει το άτυπο δικαστήριο: Αν οι νόμοι με τα ονόματα «Καποδίστριας» (2539/1997) και «Καλλικράτης» (87/2010) συνιστούν έγκλημα έσχατης προδοσίας. Το ίδιο και η τροπολογία του νόμου 1228/11.1.1982, με ένα και μόνο άρθρο, που επέβαλε στην ελληνική κοινωνία το μονοτονικό, δηλαδή το ξερίζωμα των Ελλήνων από τη διαχρονική τους ταυτότητα. Τη ριζική αλλαγή του άρθρου του Συντάγματος που διαστρέφει τον εκκλησιαστικό πολιτισμό των Ελλήνων σε «επικρατούσα θρησκεία». Και άλλα ανάλογα.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr