Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Κάπου στα 1900 , θα ήταν . Λίγο πριν …λίγο μετά … τι σημασία έχει ; Το πρόσωπο της φτώχειας είναι το μόνο που δεν γερνάει με τον καιρό .

Ο ξένος ταξιδιώτης , διάβαινε τους δρόμους της νέας Σπάρτης αναζητώντας το μεγαλείο και τη δόξα της παλιάς , μα κείνο που συνάντησε ήτανε η πραγματική ζωή: Ένα χαμόσπιτο της φτώχειας , με πολλά παιδιά που μπαινόβγαιναν , παίζανε , κλαψουρίζανε , μάλωναν … και μια Μάνα απελπισμένη που πάλευε να βάλει μια τάξη στο χάος , σε μια γειτονιά που ακόμα και το ουράνιο τόξο έβγαινε (όταν έβγαινε) ασπρόμαυρο. Κάπου εκεί κοντά στα πλούσια μέγαρα και στα νεοκλασικά σπίτια της πόλης , στα μεγάλα μαγαζιά και στα πολυσύχναστα καφενεία , κοντά στη μεγάλη πλατεία και στις βιομηχανίες μιας πόλης που μεγάλωνε και πλούταινε καιρό με τον καιρό .

Ο περιηγητής είδε μόνο την ευκαιρία να τραβήξει μια καλή φωτογραφία . Τους έγνεψε , ίσως τους μίλησε και στη γλώσσα του κι ας μην καταλάβαιναν , τους έδειξε τη μηχανή του , μπορεί να τους έδωσε και κανένα φίλεμα , κατάφερε - τελικά - να μπούνε σε μια σειρά , το ένα παιδί πλάι στο άλλο (τα μωρά στην αγκαλιά των μεγαλύτερων) , ανάμεσά τους και η Μάνα και φωτογράφισε :

Οχτώ παιδιά και μια Μάνα !!! Μια Μάνα και οχτώ παιδιά !!! Που βγήκανε από το σκοτάδι του φτωχόσπιτου και μπήκανε στο σκοτάδι του κουτιού μιας φωτογραφικής μηχανής . Από σκοτάδι σε σκοτάδι .

Όταν γύρισε , ο ξένος , στην πατρίδα του , εμφάνισε το φιλμ , τύπωσε τη φωτογραφία, έγραψε από κάτω με σινική μελάνη «sparti children» και την έβαλε στη θήκη του άλμπουμ μαζί με άλλα φωτογραφικά ενθύμια των ταξιδιών του . «sparti children» έγραψε , πιο σωστά , όμως , θα ήταν , αν έγραφε : Φτώχεια !

Οχτώ παιδιά και μια Μάνα . Μια Μάνα και οχτώ παιδιά . Βγήκανε για λίγο στο φως απ’ το σκοτάδι . Για μια φωτογραφία . Ντυμένα στα κουρέλια της φτώχειας . Άλλα κουρεμένα με το ψαλίδι άλλα αναμαλλιασμένα . Να μην ξέρεις αν είναι αγόρια ή κορίτσια . Ακόμα και κείνο το ντροπαλό αγόρι στη μέση φοράει φουστάνια , ό,τι υπήρχε , δηλαδή , από τις αδερφές του . Να μην μπορείς να πεις ποια ηλικία έχουν . Είναι πέντε χρόνων ; Είναι δέκα ; Τριάντα ; Ογδόντα ; Όποια ηλικία κι αν διαλέξεις θα είναι σωστή . Δε χαμογελάει κανένα . Και κείνο το κοριτσάκι στη μέση που πήγε να βγάλει απ’ την καρδούλα του ένα χαμόγελο , μόλις έφτασε στα χείλη του έγινε γκριμάτσα πόνου .

Πώς τα λένε ; Ποιο όνομα έχει το καθένα ; Είναι φτωχά . Ούτε στάχτη δεν έχουν για να χαράξουν τ’ όνομά τους . Τα μεγάλα μάτια τους , χωρίς φέγγος , στάζουνε πόνο και ατέλειωτα «γιατί» . Τα βλέφαρά τους ζητούν χαραυγές λησμονημένες . Στα σωσμένα και διάφανα πρόσωπά τους ούτε περηφάνια ούτε υπομονή ούτε παραδοχή ούτε αγαθότητα ούτε εγκαρτέρηση . Μόνο παραίτηση , λιγοψυχιά και παράδοση χωρίς όρους . Κανένα πουλάκι ελπίδας δεν πετάει στον ουρανό τους κι όποιο τόλμησε , κάποια στιγμή , να φτερουγίσει έπεσε χτυπημένο από άκαρδους κυνηγούς . Οι μέρες τους δεν έχουν ήλιο και οι νύχτες τους είναι χωρίς αστέρια . Ούτε ένα πεφτάστερο δεν τους δίνει ο ουρανός για να κάνουν μιαν ευχή . Κανένα παράθυρο ανοιχτό στης ψυχής τους τα δώματα . Όποιο άνοιξε για λίγο , κοίταξε μόνο τη λύπη και ξανάκλεισε .

Και μια μάνα ασπροντυμένη σα νύφη που δεν παντρεύτηκε ποτέ , με όψη χλωμή , με πρόσωπο νεκρό , μάρμαρο λες θαμμένο αιώνες στη γη , έχει σταυρωμένα τα χέρια μπροστά της , ίδια χέρια Χριστού από επιτάφιο Μεγαλοβδομάδας . Όποια χαρά της είχε μείνει την έκαψε για να ζεσταθεί . Τα όνειρα της νιότης της χάθηκαν για πάντα στη μαύρη συννεφιά της ζωής της . Άκουγε , κάποτε :

-Τα παιδιά είναι χαρά … είναι ευτυχία.

-Ναι . Είναι . Αν έχεις να τα ταΐσεις , να τα ντύσεις , να τα κοιμήσεις σε ένα σπίτι ανθρώπινο , να τα κάνεις καλά αν αρρωστήσουν , να τα στείλεις στο σχολείο να μάθουν γράμματα , να τους αγοράσεις ένα παιχνίδι την Πρωτοχρονιά , μια χούφτα καραμέλες … . Αν δεν έχεις ;

Τα χείλη της Μάνας έχουν σφιχτεί , Μια μαύρη γραμμή έχουν γίνει . Την τελευταία φορά που μίλησαν είπαν : «Έχει ο Θεός» , αλλά ακούστηκε : «Έχει ο Θεός» ; Απάντηση δεν έλαβε ποτέ. Δεν ελπίζει , πια , σε τίποτα , δεν θέλει , πια , τίποτα , μόνο να πέσει σε ένα ξυλοκρέβατο , να σταυρώσει τα χέρια της και να «ξεκουραστεί».

«Όταν ένας άνθρωπος δε μπορεί να σταθεί απάνω στο χώμα , θέλει να κοιμηθεί στα βάθη της γης , να ξαποστάσει για καλά». *

Ποιος ξέρει ποια ήταν η τύχη αυτής της Μάνας με τα οχτώ παιδιά της Σπάρτης ; Ποιος ξέρει αν κάποια στιγμή τους λυπήθηκε η ζωή ή πέθαναν χωρίς να δουν , έστω και για λίγο , το φως του Παράδεισου που πόθησαν ;

Το μόνο που ξέρουμε είναι πως , μετά από χρόνια πολλά , η φωτογραφία αυτή βγήκε από το λεύκωμα και πουλήθηκε σε οίκο δημοπρασιών . Και για πρώτη φορά η φτώχεια απόκτησε τιμή και για πρώτη φορά η Μάνα με τα οχτώ παιδιά απόκτησαν αξία .

Όταν γεννήθηκα , φτώχεια , με ακολούθησες ,

με κοιτούσες μέσα από τις τάβλες

που είχαν σαπίσει από τη βαρυχειμωνιά .

Ξαφνικά ήταν τα δικά σου μάτια

εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες .

Οι σταλαγματιές τη νύχτα

επαναλάμβαναν το ονοματεπώνυμό σου

ή , μερικές φορές , η άδεια αλατιέρα ,

το σκισμένο σακάκι , τα τρύπια παπούτσια ,

με προειδοποιούσαν .

Ήταν εκεί παραμονεύοντάς με

τα όμοια με σαράκι δόντια σου ,

τα μάτια σου , τέλματα σωστά ,

η σταχτιά σου γλώσσα που κόβει τα ρούχα ,

το ξύλο , τα κόκαλα και το αίμα ,

ήσουν εκεί ψάχνοντάς με ,

ακολουθώντας με στους δρόμους

από τότε που γεννήθηκα .

Πάμπλο Νερούδα , Ωδή στη φτώχεια (απόσπασμα)

*Έτσι πεθαίνουν οι φτωχοί (Το τελευταίο ταξίδι)
του Γιώργου Κοτζιούλα

Από τη Σύνταξη: Το notospress.gr με ικανοποίηση και συνάμα υπερηφάνεια υιοθετεί το κείμενο αυτό του Βαγγέλη Μητράκου ως κεντρικό κείμενο τόσο για την εορτή της Μητέρας 10/5/20 όσο και την Παγκόσμια Ημέρα της Οικογένειας 15/5/20.