Γράφει ο Παναγιώτης Ν. Παναγόπουλος*

Πριν λίγες ημέρες, ο Υπουργός Δικαιοσύνης προανήγγειλε την κατάρτιση νομοσχεδίου που θα προβλέπει την παραγραφή ποινικών αδικημάτων, για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, με ρητή εξαίρεση των παραβάσεων του άρθρου 285 ΠΚ, που αφορούν σε παραβιάσεις των μέτρων κατά της διάδοσης του COVID-19 (κορωνοϊού). Η προαναγγελία αυτή ήλθε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, που έχει υποβληθεί συνολικά τρεις φορές προς την κυβέρνηση, εν όψει της επαναλειτουργίας των Δικαστηρίων, με σκοπό την αποσυμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων από τις συσσωρευμένες υποθέσεις που θα πρέπει να εκδικαστούν και προκειμένου, στα πλαίσια προστασίας της δημόσιας υγείας, να μειωθεί η προσέλευση σε αυτά πλήθους ατόμων (διαδίκων, μαρτύρων, δικηγόρων) που μετέχουν στις εν λόγω ήσσονος απαξίας ποινικές υποθέσεις.

Η ψήφιση ενός νόμου με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι καθόλου καινοφανής στην ελληνική νομοθετική πραγματικότητα. Είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια, και χωρίς την ιδιαιτερότητα της σημερινής κατάστασης, έχουν ψηφιστεί αρκετοί τέτοιοι νόμοι, με μοναδικό σκοπό την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων και την επιτάχυνση των ποινικών διαδικασιών (ν. 4043/2012, ν. 4411/2016 κλπ). Οι σχετικές διατάξεις των νόμων αυτών προβλέπουν ότι παραγράφεται (εξαλείφεται) το αξιόποινο και παύει η δίωξη συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι κάποια ημερομηνία, και κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ενός ορίου (το ανώτερο μέχρι σήμερα τα 2 έτη, δυνάμει του άρθρου 8 του ν. 4411/2016) ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Οι άνω ευνοϊκές συνέπειες επέρχονται υπό τον όρο ότι ο υπαίτιος δεν θα τελέσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 2 έτη) άλλο αδίκημα από δόλο και δεν θα καταδικαστεί οποτεδήποτε αμετάκλητα γι’ αυτό σε ποινή φυλάκισης που θα υπερβαίνει κάποιο όριο (π.χ. 6 μήνες).

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι με τους νόμους αυτούς παρέχεται αμνηστία για ορισμένα αδικήματα μικρής απαξίας και ότι με τον τρόπο αυτό η νομοθετική εξουσία επεμβαίνει ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος) στην απονομή της Δικαιοσύνης. Όμως τούτο δεν είναι ορθό γιατί, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος, αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, ενώ για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο. Η αμνηστία επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε, αφού αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης και γι’ αυτό η παροχή της περιορίζεται μόνο στα πολιτικά και όχι στα κοινά εγκλήματα (ΟλΑΠ 3/2016). Σε αντίθεση με την αμνηστία, η παραγραφή, στην οποία ρητά αναφέρεται η άνω προαναγγελία του Υπουργείου, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στον νόμο και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, χωρίς όμως να εξαφανίζει το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου, στην περίπτωση της παραγραφής, η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος, η πάροδος του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από τον νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του Ποινικού Κώδικα, που για τα πλημμελήματα είναι πενταετής σύμφωνα με το άρθρο 111 αυτού, θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του Τύπου). Στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (ΟλΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν - στη συγκεκριμένη περίπτωση - αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι’ αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής (επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μην εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Διότι έτσι, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στον ρόλο του τον νομοθέτη, επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για τον σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπον αυτόν όμως η Δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα» (ΟλΑΠ 11/2001), κατά παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

Από τα παραπάνω, προκύπτει αναμφίβολα ότι οι κατά καιρούς εκδοθέντες νόμοι, που προβλέπουν την υφ’ όρον εξάλειψη του αξιοποίνου και την παύση της δίωξης συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων, δεν παρέχουν αμνηστία, αλλά με αυτούς ο νομοθέτης επιλέγει την θέσπιση ειδικής παραγραφής και επιβάλλει αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω πράξεων, με συντόμευση του χρόνου της παραγραφής τους, διότι, κατά την κρίση του, οι κοινωνικές περιστάσεις κατά τον χρόνο ψήφισης των νόμων έχουν αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής για τις πράξεις αυτές.

Στην παρούσα συγκυρία της πανδημίας, οι συνθήκες επιβάλλουν την καταπολέμηση της διάδοσης του COVID-19, με κύριο μέτρο την αποφυγή συγχρωτισμού πολλών ατόμων σε κλειστούς χώρους. Τα ποινικά ακροατήρια αποτελούν από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της κατάστασης αυτής, ενώ, γενικά, τα δικαστικά κτίρια στερούνται των προδιαγραφών που θα εξασφάλιζαν τις καλύτερες συνθήκες υγιεινής. Κυρίαρχο μέλημα της πολιτείας είναι πλέον η προστασία της υγείας των ανθρώπων και όχι η τιμωρία τους για ήσσονος σημασίας αδικήματα, που δεν έχουν σχέση με την θέση σε διακινδύνευση της δημόσιας υγείας. Επομένως, στα ποινικά ακροατήρια θα πρέπει να βρίσκονται και να παραμένουν τα άτομα εκείνα που συμμετέχουν σε δίκες, των οποίων η μη διεξαγωγή θα ήταν αντίθετη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, επειδή θα οδηγούσε σε ατιμωρησία αδικημάτων σοβαρής κοινωνικής απαξίας.

Είναι λοιπόν αναμφίβολο, ότι η επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αποδεχθεί το επανειλημμένο αίτημα της Ένωσης Εισαγγελέων για παραγραφή του αξιοποίνου για αδικήματα με απειλούμενη ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους, είναι ορθή και ιδιαίτερα επίκαιρη, αφού, έτσι, ο επικίνδυνος για την δημόσια υγεία συνωστισμός στα ποινικά ακροατήρια θα περιοριστεί αρκετά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι αντίστοιχοι νόμοι του παρελθόντος ψηφίστηκαν με μόνο σκοπό, σύμφωνα με τις αιτιολογικές εκθέσεις τους, την αποσυμφόρηση των ποινικών Δικαστηρίων και την επιτάχυνση της διεξαγωγής δικών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, που συντρέχει πολύ σοβαρότερος λόγος, η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου είναι πολύ περισσότερο επιβεβλημένη. Ορθή είναι και η πανηγυρική εξαίρεση από το προαναγγελθέν νομοσχέδιο, των αδικημάτων του άρθρου 285 ΠΚ, που αφορούν σε παραβιάσεις των ληφθέντων μέτρων κατά της διάδοσης του κορωνοϊού. Διαφορετικά θα παρέμεναν ατιμώρητοι εκείνοι που έθεσαν σε κίνδυνο την δημόσια υγεία, η προστασία της οποίας αποτελεί την δικαιολογητική βάση ψήφισης του προτεινόμενου νόμου. Έτσι, κατά την γνώμη μου, πυρήνας της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου θα πρέπει να είναι ο περιορισμός του συγχρωτισμού ατόμων στα ποινικά ακροατήρια στα πλαίσια καταπολέμησης της διάδοσης του COVID-19 και όχι η αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων από τις συσσωρευμένες υποθέσεις με σκοπό την επιτάχυνση. Ζητούμενο στην παρούσα συγκυρία είναι προστασία της δημόσιας υγείας και όχι η λιγότερη δουλειά.

Τέλος, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το όλο ζήτημα αναδείχθηκε από τους εκπροσώπους της Εισαγγελικής αρχής, δηλαδή εκείνους που στην ποινική δίκη εκπροσωπούν την κατηγορία εν ονόματι της ελληνικής Πολιτείας. Στην παρούσα όμως πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε, δεν υπάρχει χώρος για οποιουδήποτε είδους αγκυλώσεις. Όλοι, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, πρέπει να συμβάλλουμε στην προστασία της δημόσιας υγείας. Η Δικαιοσύνη δε, ως μια από τις τρεις διακρινόμενες κρατικές λειτουργίες, έχει αυξημένη αυτήν την υποχρέωση και δείχνει ότι ανταποκρίνεται. Έτσι, επιβεβαιώνεται έμπρακτα η επιταγή του άρθρου 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.

* Δικηγόρος Σπάρτης

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr