Η ανατριχιαστική απολογία του Κολοκοτρώνη, το σαθρό κατηγορητήριο, η παρέλαση ψευδοµαρτύρων και ο σκιώδης ρόλος του Σκοτσέζου εισαγγελέα στην καταδίκη των κατηγορουµένων, που θα οδηγούσε τον εθνικό ήρωα ένα βήµα πριν από την γκιλοτίνα...

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Η δίκη του Γέρου του Μοριά, του Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Όθωνα ξεκίνησε στις 16 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου – το σημερινό Βουλευτικό.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας είχαν οργανώσει από κοινού την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 συνομωσία που αποσκοπούσε να διαταράξει την δημόσια ασφάλεια, να παρασύρει τους υπηκόους του βασιλιά σε ληστείες και σε εμφύλια διαμάχη και να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη.

Η δίκη του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε στις 16 Απριλίου του 1834.

Οι μέρες περνούν. Όπως και σήμερα έτσι και τότε κάποιοι δεν μπορούν να πιστέψουν αυτά που ακούν και βλέπουν

Ώρα 11.00 το πρωί της 30ής Απριλίου 1834, η αίθουσα είναι ασφυκτικά γεµάτη: από παλιούς αγωνιστές, καπετάνιους, συγγενείς των κατηγορουµένων, κοτζαµπάσηδες, οµογενείς του εξωτερικού, Βαυαρούς, ξένους διπλωµάτες και από αρκετό απλό κόσµο που απαρτιζόταν ακόµη και από γυναίκες, κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Ολοι περιµένουν να δουν και να ακούσουν τους κατηγορουµένους που µόλις έχουν φτάσει σιδηροδέσµιοι υπό τη συνοδεία ισχυρής δύναµης της Χωροφυλακής. Φορούν την απλή στολή του καπετάνιου, χωρίς παράσηµα. Θα εξεταστούν ένας ένας. Ο 48χρονος στρατηγός ∆ηµήτρης Πλαπούτας οδηγείται σε έναν διπλανό χώρο, καθώς οι δικαστές θα ξεκινήσουν µε την κατάθεση του «Γέρου του Μοριά», ο οποίος, παρά την καταπόνηση από τις κακουχίες, εξακολουθεί να προκαλεί δέος σε όσους τον αντικρίζουν. Στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου δεν στέκεται ακόµη ένας οπλαρχηγός, αλλά προσωποποιηµένη η Επανάσταση του ’21.

Ο πρόεδρος της έδρας Αναστάσιος Πολυζωίδης καλεί τον κατηγορούµενο να εγερθεί και να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο.

Πρόεδρος δικαστηρίου: Πώς ονοµάζεσαι;

Κατηγορούµενος: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Πρόεδρος: Πόθεν κατάγεσαι;

Κατηγορούµενος: Από το Λιµποβίσι της Καρύταινας.

Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι;

Κατηγορούµενος: Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, τρεις του Απρίλη.

Πρόεδρος δικαστηρίου: Τι επάγγελµα κάνεις;

Κατηγορούµενος: Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα.

Το ακροατήριο ανατριχιάζει στα λόγια του εθνικού ήρωα. Αργότερα θα προσθέσει: «Πολεµούσα νύχτα - µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».

Αρνείται τις κατηγορίες

Ο Κολοκοτρώνης θα αρνηθεί τα πάντα. «Υστερα από τον φόνο του κυβερνήτη», θα πει (εννοώντας τον Ιωάννη Καποδίστρια), «η πατρίδα ήτανε χωρισµένη στα δύο. Εγώ έκαµα ό,τι µπορούσα για να σταµατήσει ο εµφύλιος σπαραγµός. Οταν έµαθα την εκλογή του βασιλιά, του έστειλα, µαζί µε τους φίλους µου, µια αναφορά φανερώνοντας την αφοσίωσή µας. Οταν ήρθε στ’ Ανάπλι, σκόρπισα τους ανθρώπους µου και εγώ τράβηξα στο περιβόλι µου να ησυχάσω». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα τον ρωτήσει σε αυτό το σηµείο µε απορία: «Τότε γιατί αντενέργησες στον βασιλιά σου και στην αντιβασιλεία;».

Ο κατηγορούµενος εξανίσταται: «Εγώ να αντενεργήσω; Μα δεν ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι και όλοι οι Ελληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωµού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να µου λείψουν οι φροντίδες; Τώρα που ο Θεός µας έδωσε βασιλιά, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους µου: “Τώρα είµαι ευτυχής. Θα κρεµάσω την κάπα µου στον κρεµανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα µου ν’ αποθάνω ήσυχος και ευχαριστηµένος”». Αυτά είπε ο «Γέρος» και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή. Κατόπιν απολογήθηκε ο Πλαπούτας, αρνούµενος κι αυτός κάθε κατηγορία.

«Εµείς το ’χουµε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δεν µηχανευόµαστε βρωµοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που µας κατηγορούν για αναρχικούς. Ο,τι έχουµε να πούµε το λέµε ντρέτα και σταράτα. Κύριοι δικαστές, είµαστε αθώοι. Αλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της πατρίδας» θα πει.

Ακολούθησε η εξέταση 44 µαρτύρων κατηγορίας και 115 µαρτύρων υπεράσπισης, στις καταθέσεις των οποίων αποτυπώνονται οι αντιπαλότητες µεταξύ κοµµάτων και φατριών, καθώς επίσης και οι αντιπαραθέσεις των ξένων δυνάµεων. Από την άλλη, οι συνήγοροι υπεράσπισης στις αγορεύσεις τους απέδειξαν το αβάσιµο των όσων προσάπτονταν στους δύο άνδρες, στηλιτεύοντας τη στάση µιας σειράς ψευδοµαρτύρων που δρούσαν κατόπιν συνεννόησης µε τον εισαγγελέα της έδρας, τον Σκοτσέζο φιλέλληνα Εδουάρδο Μέισον. Πρόκειται για ένα αµφιλεγόµενο πρόσωπο που, όπως αναφέρει και ο Γερµανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον -Μπαρτόλντι, ήταν «εµπαθής πολέµιος της ρωσικής µερίδος» και «είχε υπερασπιστεί µε πάθος τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυροµιχάλη».

Η αγόρευση του Μέισον

Η αγόρευση του πρώτου χρονικά εισαγγελέα του νεοσύστατου ελληνικού κρατιδίου κράτησε 5,5 ώρες και στην ουσία ήταν µια επανάληψη των όσων είχαν υποστηρίξει οι µάρτυρες κατηγορίας. Πριν ξεκινήσει η δίκη, ο Μέισον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε µέλη της έδρας και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί κατά το στάδιο της προανάκρισης, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικαστούν οι δύο στρατηγοί. Ο 32χρονος θερµός θιασώτης της ανεξάρτητης ∆ικαιοσύνης Αθανάσιος-Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο οποίος θα εκτελούσε χρέη προέδρου, απάντησε εξαρχής αρνητικά. Στην πορεία επιχειρήθηκε ο επηρεασµός του, όπως και του έτερου αδέκαστου µέλους -και συνοµήλικου του προέδρου- Γεώργιου Τερτσέτη.

Ηταν ξεκάθαρο ότι, εκτός από αυτούς τους δύο, οι άλλοι τρεις δικαστές είχαν αποφασίσει εξαρχής να καταδικάσουν σε θάνατο τους κατηγορουµένους. Για την Ιστορία, επρόκειτο για τους ∆ηµήτριο Σούτσο (είχε παντρευτεί την αδελφή του υπουργού ∆ικαιοσύνης Κωνσταντίνου Σχινά και προφανώς αυτό έπαιξε ρόλο στην απόφασή του), ∆ηµήτρη Βούλγαρη (γραφέας στο υπουργείο Εσωτερικών χωρίς νοµικές γνώσεις, ο οποίος διορίστηκε στο δικαστήριο µάλλον λόγω του µίσους που έτρεφε εναντίον των εγκαλουµένων) και Φωκά Φραγκούλη (πρόσωπο φιλικά προσκείµενο στο καθεστώς που υπηρετούσε στο δικαστήριο της Χαλκίδας και µετατέθηκε στο Ναύπλιο).

«Καλύτερα που µε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα πει σχεδόν ατάραχος ο «Γέρος του Μοριά» στο άκουσµα της απόφασης

Τα αδέκαστα μέλη

Η ακροαµατική διαδικασία θα διαρκέσει 26 ηµέρες και µέχρι την Παρασκευή 25 Μαΐου, όταν οι δικαστές αποσύρονται προκειµένου να συσκεφθούν. Το Σάββατο η αίθουσα του δικαστηρίου είναι κατάµεστη και όσοι δεν έχουν προλάβει να πιάσουν θέση έχουν κατακλύσει την πλατεία Συντάγµατος. Απαντες περιµένουν µε αγωνία την απόφαση. Στη σύσκεψη, ο Τερτσέτης επιχειρεί µε δάκρυα στα µάτια να επηρεάσει τους «µιληµένους» συναδέλφους του να µην καταδικάσουν τους προφυλακισµένους. Ο πρόεδρος Πολυζωίδης δίνει κι αυτός από την πλευρά του την ύστατη µάχη για την αθώωσή τους. Στρεφόµενος προς τους συναδέλφους που διαφωνούν, θα πει: «Θεωρώ την απόφασή σας εντελώς άδικη. ∆εν στηρίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε ψευδέστατη βάση και αποτελεί προσβολή και αυτού του ιερού ονόµατος της αλήθειας». Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση.

Οταν εκείνος αρνείται, παρεµβαίνει ο υπουργός ∆ικαιοσύνης Κωνσταντίνος Σχινάς που είναι παρών. «Ε, και η υποµονή έχει τα όριά της» θα πει, διατάζοντας τους χωροφύλακες να αρπάξουν τον πρόεδρο και να τον οδηγήσουν στην έδρα. Τον σπρώχνουν, τον βρίζουν και τον πηγαίνουν στη δικαστική αίθουσα µε σκισµένα ρούχα. Επειδή αρνείται να διαβάσει την απόφαση, ο υπουργός τη δίνει στον γραµµατέα. Ο Πολυζωίδης βάζει τα χέρια στο πρόσωπό του και κλείνει τα µάτια, καθώς δεν µπορεί να βλέπει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -που παίζει ατάραχος τις χάντρες του κοµπολογιού του- και τον συγκατηγορούµενό του Πλαπούτα. Το δικαστήριο, µε ψήφους 3 έναντι 2, κρίνει τους κατηγορουµένους ένοχους και τους καταδικάζει στην ποινή του θανάτου.

Στο άκουσµα της ποινής ο λαός αγανακτεί, ενώ ο Κολοκοτρώνης κάνει τον σταυρό του. «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» θα πει. Βγάζει µια πρέζα καπνό από την ταµπακέρα του προκειµένου να στρίψει τσιγάρο. Κάποιος από το ακροατήριο του φωνάζει «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ». «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που µε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα απαντήσει. ∆ίπλα του ο Πλαπούτας είναι πολύ ταραγµένος και δάκρυα κυλούν από τα µάτια του. Ο Κολοκοτρώνης τον κοιτά µε συµπόνια: «∆εν λυπάµαι για τον εαυτό µου, αλλά γι’ αυτόν εδώ που έχει επτά κόρες (σ.σ.: είχε και έναν γιο)».

Αφού άδειασε το τζαµί, οι χωροφύλακες έδεσαν τα χέρια των θανατοποινιτών και τους συνόδευσαν προς το Ιτς Καλέ. Ο Κολοκοτρώνης τους ρώτησε, χωρίς να πάρει απάντηση: «Πού;». Πίστευε ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στην καρµανιόλα. Το κλίµα αναταραχής που έχει προκληθεί σε όλο το Ναύπλιο γίνεται γνωστό στην αντιβασιλεία. Ενα από τα τρία µέλη της, ο Ιωσήφ-Λουδοβίκος, κόµης του Αρµανσπεργκ, πληροφορεί τον Οθωνα για τα καθέκαστα. Ο άνακτας, τρεις µέρες µετά τη δίκη, δίνει εντολή να µετατραπεί η ποινή των στρατηγών σε 20ετή φυλάκιση.

«Ευχαριστώ τον βασιλιά, µα θα τον γελάσω. ∆εν θα ζήσω τόσα χρόνια» θα σχολιάσει ο Κολοκοτρώνης. Οταν τον Μάιο του 1835 ο Οθων ενηλικιώθηκε, η πρώτη πράξη που υπέγραψε ήταν η αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» και των άλλων αγωνιστών. Ακολούθως θα τον διορίσει σύµβουλο της Επικρατείας. «Ο λαός ακόµη και τώρα έχει την ανάγκη σου» θα του πει ο µονάρχης.