[Β’ μέρος]

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκοναι όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.

Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ'όλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν».

Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να καταστείλει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Η Γ' Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης ονομάζεται Εθνοσυνέλευση με μέρος από τους πληρεξούσιους της Ελλάδας, η οποία έγινε από τις 18 Ιανουαρίου 1827 μέχρι τις 17 Μαρτίου 1827 στην Ερμιόνη Αργολίδος. Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ως πληρεξούσιος στην τελευταία, τη ΙΖ' Συνεδρίαση της 17 Μαρτίου 1827.

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:

« O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.

Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα.

Το 1832 μην αναγνωρίζοντας την διοικητική επιτροπή είχε προχωρήσει σε δημοπρασία την παραγωγή από τις εθνικές γαίες καθώς και ζήτησε την κατακράτηση της δεκάτης, ενώ είχε την εξουσία στην ύπαιθρο.

Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.

Κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον - τότε - Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:

« Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Η κοινή αποδοχή που είχε αποκτήσει ο Κολοκοτρώνης χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης και κυρίως με τη νίκη του επί του Δράμαλη το 1822 εφθάρη τα επόμενα χρόνια με την εμπλοκή του στις εμφύλιες συγκρούσεις και την ανάδειξή του στα κατοπινά χρόνια ως ηγετικής μορφής μίας από τις αντιπαρατιθέμενες μερίδες στην Ελλάδα, έως ότου η αμνήστευσή του από τον Όθωνα και η ένταξή του στο βασιλικό περιβάλλον σήμαναν την καταπράυνση των χρόνιων αυτών αντιπαλοτήτων.

Στον κύκλο του Κολοκοτρώνη βρίσκονταν αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Φωτάκος κ.ά, αποκαλούμενοι υποτιμητικά «κολοκοτρωνιστές» από τους επικριτές του, που συνέγραψαν την ιστορία της επανάστασης αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, ωστόσο, βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων των προκρίτων που ασχολήθηκαν με την καταγραφή των επαναστατικών γεγονότων. Ήδη στα μέσα του 19ου με τη συμβολή κυρίως του Τερτσέτη και άλλων, που διέσωσαν ανέκδοτα περιστατικά του βίου του, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα για τον Κολοκοτρώνη με βασικά χαρακτηριστικά τη λαϊκή σοφία και πονηριά, που εμπεδώθηκε το υπόλοιπο του αιώνα σε πλήθος εκθειαστικών βιογραφιών και άλλων αφηγήσεων για την Επανάσταση.

Παράλληλα, η μορφή του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε να θεωρείται προσωποποίηση του ελληνικού έθνους, με βάση τη μυθική εικόνα που ο ίδιος είχε παρουσιάσει στη Διήγησή του ως ακατάπαυστα αντιστεκόμενου στην οθωμανική εξουσία, που υιοθετούσε μια ηρωική αντίληψη της κλέφτικης δράσης και των κινήτρων του, εξέλιξη που αντικατοπτρίστηκε στον εξωραϊσμό των διαδεδομένων απεικονίσεών του.

Η κοινή αυτή αποδοχή του Κολοκοτρώνη διαταράχθηκε το Μεσοπόλεμο, όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης επαναδιατύπωσε τις κατηγορίες των Ρουμελιωτών κατά των Μοραϊτών κλεφτών, αλλά μόνο πρόσκαιρα, χάρη στην αφηρωιστική απολογητική υπέρ του Κολοκοτρώνη από Πελοποννήσιους λογίους και στην ευρεία διάδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, του 1931. Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων από τον Κολοκοτρώνη σε διάφορες στιγμές της ζωής του απέναντι στη βασιλεία, τους ξένους και τους κοτζαμπάσηδες επέτρεψε την κατά περίπτωση ιδεολογική επίκλησή του. Η στρατευμένη, μη ακαδημαϊκή αριστερή ιστοριογραφία υιοθέτησε το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη που είχε φιλοτεχνηθεί από την παραδοσιακή ιστοριογραφία τροποποιώντας το σε εκείνο του ανυπότακτου λαϊκού αγωνιστή, ιδίως τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο της δίωξης των κομμουνιστών του διωκόμενου για τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Η μορφή του Κολοκοτρώνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Ελλάδα σε νομίσματα, στην εκπαίδευση και στο χώρο της τέχνης, αλλά και για την ονοματοδοσία διαφόρων τοποσήμων και έχει αποτυπωθεί σε πολλές ελληνικές πόλεις σε προτομές και ανδριάντες, οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι οι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του, που φιλοτεχνήθηκαν από το Λάζαρο Σώχο και ανεγέρθηκαν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο το 1901 και το 1904 αντίστοιχα.

Στο διαδίκτυο συναντάται συχνά μία απλοϊκή εξηρωισμένη εικόνα του Κολοκοτρώνη κυρίως σε ιστοτόπο αμφίβολης υς σχετιζόμενους με Πελοποννησίους, ενώ σε έναν (ιδιωτικό) διαγωνισμό του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για την ανάδειξη με ψηφοφορία του «μεγαλύτερου» Έλληνα το 2008 με τίτλο Μεγάλοι Έλληνες ο Κολοκοτρώνης ήρθε τρίτος σε ψήφους, επιβεβαιώνοντας την εθνική απήχηση της προσωπικότητάς του.