Γράφει ο Παναγιώτης Ν. Παναγόπουλος*

Αφορμή για την σύνταξη του παρόντος στάθηκε η δημοσίευση της από 20/3/2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με τίτλο «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης», στο άρθρο 2 της οποίας προβλέπεται, εν συντομία, ότι οι μισθωτές ακινήτων στα οποία βρίσκονται εγκατεστημένες επιχειρήσεις που η λειτουργία τους ανεστάλη ή απαγορεύθηκε προσωρινά στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορωνοϊού, θα καταβάλλουν το 60% του μισθώματος για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2020, χωρίς το γεγονός αυτό της μερικής μη καταβολής να δίνει στους εκμισθωτές δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης εις βάρος του μισθωτή ούτε οποιαδήποτε άλλη αστική αξίωση, ενώ τα ίδια ισχύουν και για τους μισθωτές που απασχολούνταν στις παραπάνω επιχειρήσεις με σύμβαση εργασίας, η οποία λόγω των εκτάκτων μέτρων ανεστάλη προσωρινά, ως προς τις μισθώσεις των κυρίων κατοικιών τους. Επιπλέον, με το άρθρο 5 της ίδιας ως άνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, υπήχθησαν και τα φυσικά πρόσωπα που εκμισθώνουν ακίνητα σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 στις ρυθμίσεις σχετικά με την παράταση της προθεσμίας καταβολής και αναστολής είσπραξης των βεβαιωμένων οφειλών και των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών.

Η νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει κατ’ αρχήν να χαιρετισθεί θετικά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς αποτελεί εκδήλωση κοινωνικής πολιτικής απέναντι στις μικρές, κυρίως, επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους γενικά, που επί μια συνεχόμενη δεκαετία προσπαθούν να επιβιώσουν υπό καθεστώς σοβούσης οικονομικής κρίσης και πλέον υποχρεώνονται νομοθετικά να μην εργαστούν για κάποιο (αβέβαιο ακόμη) χρονικό διάστημα. Παρά ταύτα, δεν παύει να έχει τον χαρακτήρα ευθείας επέμβασης του νομοθέτη (κράτους) στο περιεχόμενο μιας σύμβασης - συμφωνίας μεταξύ άλλων (εκμισθωτή και μισθωτή), οπότε τίθεται το ζήτημα αν η επέμβαση αυτή είναι ανεκτή από το δικαιικό μας σύστημα.

Η μίσθωση αποτελεί μια σύμβαση. Οι συμβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα, απολαμβάνουν ελευθερίας, με την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν μεταξύ τους να συμφωνήσουν ελεύθερα τους όρους που επιθυμούν να διέπουν την συμβατική τους σχέση, αρκεί βέβαια το περιεχόμενό τους να μην αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, διότι τότε πάσχουν από ακυρότητα. Έτσι, σε μια μισθωτική σύμβαση ο εκμισθωτής και ο μισθωτής μπορούν ελεύθερα να συμφωνήσουν το ύψος του μισθώματος που θα πληρώνει ο τελευταίος, το χρονικό σημείο της πληρωμής κλπ. Η ελευθερία των συμβάσεων, που βρίσκει την θεμελίωση και δικαιολόγησή της στην αυτονομία και αυτοδέσμευση του ατόμου και η οποία αποτελεί αυτονόητη συνέπεια και μερικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, καλύπτεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και του άρθρου 106 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία αντίστοιχα. Οι συνταγματικές εγγυήσεις της συμβατικής ελευθερίας καλύπτουν τόσο την ελευθερία σύναψης ή μη μιας σύμβασης και επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και την ελευθερία διαμορφώσεως του περιεχομένου της. Τον δεσμευτικό χαρακτήρα της συμβάσεως, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναιρέσει ούτε ο νομοθέτης, καθόσον η αρχή «pacta sunt servanda» (οι συμφωνίες είναι τηρητέες) ισχύει και έναντι του κράτους και πρέπει να είναι σεβαστή και από τον νομοθέτη. Και ναι μεν κατά την άσκηση της οικονομικής του πολιτικής, ο κοινός νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια να τροποποιεί την νομοθεσία που ρυθμίζει υφιστάμενες περιουσιακές σχέσεις ενοχικού χαρακτήρα ή να τροποποιεί την ενέργεια των σχέσεων αυτών, έστω και αν έτσι προσβάλλονται κεκτημένα δικαιώματα των συμβαλλομένων, πλην όμως μία τέτοια νομοθετική μεταβολή, για να είναι συνταγματικώς ανεκτή, θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της γενικότητας, να μην αντίκειται δηλαδή στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, να είναι εύλογη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, να μην αντιστρατεύεται εμφανώς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων στην σταθερότητα των εννόμων σχέσεων τους και, πάντως, να ανταποκρίνεται σε αποχρώντες λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που ανάγονται σε προστατευόμενες από το Σύνταγμα αξίες και επιβάλλουν επιτακτικώς την σχετική μεταβολή, όπως συμβαίνει, ιδίως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμβατική ελευθερία προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας. Τα παραπάνω έχουν διατυπωθεί κατ’ επανάληψη από την νομική θεωρία και έχουν γίνει δεκτά από πλήθος δικαστικών αποφάσεων με κυριότερη την υπ’ αριθμ. 4/1998 της Ολομέλειάς του Αρείου Πάγου. Αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι η μεταγενέστερη περιοριστική της συμβατικής ελευθερίας επέμβαση του κοινού νομοθέτη είναι κατά κανόνα επιτρεπτή, θα οδηγούσε σε αναίρεση του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας, που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο του κρατούντος καθεστώτος, δεδομένου μάλιστα ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος ανήκει στον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» του, μη υποκείμενη σε αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 Συντάγματος).

Με λίγα λόγια λοιπόν, ο νομοθέτης μπορεί να επεμβαίνει στην συμβατική ελευθερία των ιδιωτών υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις με βασικότερη όλων, η επέμβασή του αυτή να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος που ανάγονται σε προστατευόμενες από το Σύνταγμα αξίες.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ εξουσιοδότηση των από 25/2/2020 και από 14/3/2020 Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, που τιτλοφορούνται «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού» και «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης της ανάγκης περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19», εκδόθηκαν αντίστοιχα οι υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18149/2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ. 19024/2020 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, δυνάμει των οποίων αποφασίστηκε η αναστολή ή η προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας του συνόλου σχεδόν των εμπορικών επιχειρήσεων. Είναι προφανές ότι τα έκτακτα αυτά μέτρα ελήφθησαν για την προστασία της ανθρώπινης υγείας, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα ως θεμελιώδες έννομο αγαθό, δυνάμει των άρθρων 2 παρ. 1, 7 παρ. 2 και 21 παρ. 3 αυτού. Αποτέλεσμα βέβαια των εν λόγω μέτρων είναι ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν οικονομικούς πόρους από την δραστηριότητά τους για όλο το χρονικό διάστημα της αναστολής ή διακοπής της λειτουργίας τους και ως εκ τούτου θα είναι αδύνατο να ανταποκριθούν στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις τους, μια εκ των οποίων είναι και η καταβολή του μισθώματος για το ακίνητο το οποίο ενδεχομένως μισθώνουν προς άσκηση της δραστηριότητάς τους. Το ίδιο ισχύει και για τους απασχολούμενους στις επιχειρήσεις αυτές με σύμβαση εργασίας, η οποία λόγω των εκτάκτων μέτρων ανεστάλη προσωρινά, ως προς την καταβολή του μισθώματος για την κύρια κατοικία τους. Έτσι, η επίμαχη νομοθετική επέμβαση περί καταβολής μειωμένου μισθώματος, αποτελεί έκτακτο – εξαιρετικό δίκαιο προκειμένου να αποκατασταθεί, μέχρι ενός βαθμού, η «θυσία» στην οποία εξαναγκάζονται οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι στους οποίους αφορά στα πλαίσια της προστασίας της ανθρώπινης υγείας, δηλαδή αξίας που προστατεύεται ρητά από το Σύνταγμα, και συνακόλουθα να παρασχεθεί στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας, όπως ρητά αναφέρεται και στον τίτλο της ΠΝΠ. Άρα είναι σαφές ότι βασίζεται σε λόγους γενικότερου κοινωνικού - δημοσίου συμφέροντος. Επιπλέον, η επέμβαση αυτή:
α) έχει γενικό χαρακτήρα, δηλαδή αφορά σε όλες τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους που πλήττονται από τα έκτακτα μέτρα, και ως εκ τούτου δεν παραβιάζει ως προς αυτούς την κατοχυρωμένη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας όλων έναντι στο νόμο,
β) είναι οπωσδήποτε εύλογη και ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού η προστασία του θεμελιώδους εννόμου αγαθού της υγείας είναι καταφανώς σημαντικότερη από την προστασία της ιδιωτικής περιουσίας, η οποία εν προκειμένω προσβάλλεται με την είσπραξη μειωμένου μισθώματος για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα,
γ) δεν αντιστρατεύεται εμφανώς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων στην σταθερότητα των εννόμων σχέσεών τους, η οποία έχει την έννοια της απαγόρευσης της αιφνίδιας και άμεσης λήψης μέτρων που ανατρέπουν χωρίς αποχρώντες υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος, με ιδιαίτερα επαχθή τρόπο, επί μακρόν δημιουργηθείσες νόμιμες καταστάσεις υπέρ του πολίτη (ΜΠρΑθ 1275/2019) καθώς, εν προκειμένω συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν απόλυτα την ανατροπή της προσδοκίας του εκμισθωτή να εισπράξει το σύνολο του μισθώματος που θα εισέπραττε υπό συνθήκες κανονικότητας.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εν λόγω νομοθετική επέμβαση είναι απολύτως ανεκτή, αν όχι επιβεβλημένη, από συνταγματικής άποψης.
Εκφράζω όμως τις έντονες επιφυλάξεις μου σχετικά με την συνταγματικότητα του άρθρου 5 της ΠΝΠ, στις ευνοϊκές διατάξεις του οποίου (παράταση και αναστολή πληρωμής φορολογικών υποχρεώσεων) υπήχθησαν μόνο τα φυσικά πρόσωπα που εκμισθώνουν ακίνητα για επαγγελματική στέγαση σε πληττόμενες από τα έκτακτα μέτρα επιχειρήσεις, ενώ αδικαιολογήτως εξαιρέθηκαν: α) τα νομικά πρόσωπα που εκμισθώνουν για τον ίδιο λόγο ακίνητα στις ίδιες ως άνω επιχειρήσεις και β) όλοι οι εκμισθωτές (φυσικά και νομικά πρόσωπα) που εκμισθώνουν ακίνητα για χρήση κύριας κατοικίας σε πληττόμενους από τα έκτακτα μέτρα εργαζομένους, οι οποίοι, όπως και οι άνω επιχειρήσεις για την επαγγελματική τους στέγη, θα καταβάλουν μειωμένο μίσθωμα για την κύρια κατοικία τους. Με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, η διάταξη εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των μη υπαχθέντων σε αυτήν προσώπων, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος. Η αρχή της ισότητας
που κατοχυρώνεται από την εν λόγω συνταγματική διάταξη, και έχει την έννοια της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Επομένως αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την αυτή ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική (ενδ. ΑΠ 381/2019). Στην προκειμένη περίπτωση τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα που εκμισθώνουν ακίνητα σε επιχειρήσεις και εργαζομένους που πλήττονται από τα έκτακτα μέτρα, ανήκουν στην ίδια ακριβώς κατηγορία, δηλαδή εκείνων που θα απωλέσουν μέρος του μισθώματος που θα εισέπρατταν, ενώ από κανένα σημείο της άνω ΠΝΠ δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου λόγου, και μάλιστα κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τον αποκλεισμό από την ευνοϊκή ρύθμιση της παράτασης ή αναστολής των φορολογικών τους υποχρεώσεων των προαναφερθέντων προσώπων-εκμισθωτών που δεν υπήχθησαν στις διατάξεις της.
Ούτε των εκμισθωτών (φυσικών ή νομικών προσώπων) σε εργαζομένους με ανασταλείσα σύμβαση εργασίας, σε αντίθεση με τους εκμισθωτές σε επιχειρήσεις με ανασταλείσα ή διακοπείσα λειτουργία, ούτε τον αποκλεισμό των νομικών προσώπων, σε αντίθεση με τα φυσικά πρόσωπα, που εκμισθώνουν στις ίδιες ως άνω επιχειρήσεις.


Εν αναμονή των γενικότερων εξελίξεων σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού περιορίζομαι στα παραπάνω. Από μια γενική πρώτη αποτίμηση όμως της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας, και πέρα από την παραπάνω εκφρασθείσα επιφύλαξη, θεωρώ ότι η μείωση κατά ποσοστό 40% του καταβλητέου μισθώματος δεν είναι αρκετή, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες αφορά δεν θα λειτουργήσουν καθόλου για ορισμένο χρονικό διάστημα, που είναι σφόδρα πιθανό να παραταθεί, και επομένως δεν θα αποκομίσουν το παραμικρό εισόδημα. Ο νομοθέτης βέβαια, σε πρώτη φάση και με άγνωστες τις μελλοντικές εξελίξεις ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, έπρεπε να κινηθεί σε συντηρητικά επίπεδα και ορθώς έπραξε. Δεν αποκλείεται λοιπόν στην συνέχεια, και πάλι νομοθετικά, το παραπάνω ποσοστό μείωσης να αυξηθεί, εφ’ όσον οι συνθήκες το επιβάλλουν. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν αυτό δεν συμβεί, οι μισθωτές που θεωρούν και μπορούν να αποδείξουν ότι η ζημία που υπέστησαν από τα έκτακτα νομοθετικά μέτρα και την γενικότερη κατάσταση που μαστίζει την χώρα και την οικονομία της εξ αιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, περιστατικά που αναμφισβήτητα συνιστούν «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών» κατά τους ορισμούς του Αστικού Κώδικα, καθιστούν υπέρμετρα επαχθή γι’ αυτούς την καταβολή ακόμη και του 60% του συμφωνημένου μισθώματος, δεν χάνουν το δικαίωμά τους να προσφύγουν δικαστικά ζητώντας, κυρίως βάσει των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, τον περιορισμό του μισθώματος στο μέτρο που αρμόζει ανά περίπτωση.

*Δικηγόρος Σπάρτης