Γράφει ο, λάκων, Ζαχαρίας Καρούνης:

«Είμαι στο αμάξι δίπλα στο δρόμο που γίνεται η λαϊκή.
Λοιπόν καμία προφύλαξη πουθενά.
Οι λαϊκατζηδες φωνάζουν «έλα έλα έλα» φτύνοντας παντού.
Λεφτά αλλάζουν χέρια, γριές σέρνουν καρότσια, κάποιος τραγουδάει «ο χάρος βγήκε παγανιά» και γελάει λέγοντάς «μόνο άμα φας αυτή τη μπανάνα τη μεγάλη θα σου φύγει ο ιός»
Ένα παρεάκι δίπλα του χασκογελάει σε απόσταση 30 εκατοστών.
Κατεβαίνω απ'το αμάξι και ξαφνικά με κοιτούν όλοι μαζί σαν εξωγήινο, σαν μίασμα γιατί φοράω μάσκα και γάντια.
Πήγα μέχρι τον ψαρά μου και από μακριά πήρα σαρδέλες και σάλπες.
Μάλλον ζω σε άλλο κόσμο ή όχι; μάλλον ζω ακριβώς στον κόσμο του «ό,τι να ‘ναι» που όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει. Δεν πειράζει, μπορεί και να ναι μια ευκαιρία τώρα να νιώσουν και αυτοί που δεν το φαντάστηκαν ποτέ… Πώς είναι να σε κοιτούν οι άλλοι όταν τους μοιάζεις διαφορετικός για οποιοδήποτε λόγο».

Που να το φανταζόταν ο Ζαχαρίας όταν «γύριζε» το «Άντε να χάρω…» ότι θα ήταν δραματική η αλλαγή μέσα σε τόσο λίγο χρόνο...

Έγραφε τότε ο Χρήστος Παπαδόπουλος:

«Άντε έλα κόσμε στην παρέα μας
στα παλιά τραγούδια και στα νέα μας,
έλα όπως είσαι όπως αγαπάς
να καεί η νύχτα και ο σατανάς.

Άντε να χαρώ κόσμε δεν μπορώ
ότι νιώθω θέλω να το μοιραστώ,
άντε κι η χαρά χάρο δεν μετρά
και τον κοροϊδεύει το φουκαρά.

Άντε κι αν ανάψει απ’ τη φλόγα μας
απ’ τις μουσικές μας και τα λόγια μας,
της καρδιάς το σπίρτο στο ζευγάρωμα
ο καημός να γίνει παρανάλωμα

Άντε να χαρώ κόσμε δεν μπορώ
ότι νιώθω θέλω να το μοιραστώ,
άντε κι η χαρά χάρο δεν μετρά
και τον κοροϊδεύει το φουκαρά».