Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Χιλιάδες χρόνια πίσω στο χρόνο , ο άνθρωπος επέλεξε να κάνει το εξημερωμένο περιστέρι μέρος της ζωής του , αφού , κυριολεκτικά , λάτρεψε αυτό όμορφο και αξιαγάπητο πουλί , το οποίο έγινε σύμβολο θεοτήτων στα μυθικά χρόνια , έφερε το μήνυμα της ανακωχής Θεού και ανθρώπων στο Νώε κι έφτασε , στη χριστιανική εποχή , να συμβολίζει το ένα από τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας , αυτό του Αγίου Πνεύματος . Στο πουλί αυτό ο άνθρωπος βρήκε μια αφοσίωση που έγινε θρύλος αλλά και μια εικόνα της δικής του ζωής , αφού το περιστέρι επιλέγει μόνο ένα σύντροφο για να ζήσει μαζί του έως τον θάνατο .

Στη Σπάρτη , όπως και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα , οι περιστεριώνες που ακόμα συναντάς (όσο κι αν πολλοί χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου), αποτελούν απόδειξη μια σχέσης και μιας αγάπης ξεχωριστής με τα «θεϊκά» πουλιά αλλά κι ένα σημάδι κοινωνικής προβολής και θεμιτής περηφάνιας του παλιότερου καιρού .
Ο περιστεριώνας είναι το σπιτάκι των περιστεριών . Μέσα σε κήπους , πλάι στα κοτέτσια και στις κλούβες με τα κουνέλια και τα ωδικά πτηνά , πάνω σε ταράτσες , μέσα σε αυλές και σε χτήματα , έχτισαν οι Σπαρτιάτες ( με βάση την πείρα των γενεών) τους περιστεριώνες και , σιγά – σιγά , με επιμονή και υπομονή τούς γέμισαν με περιστέρια , θεωρώντας ευλογία τη συγκατοίκηση μαζί τους αλλά ζώντας , παράλληλα , και την ανείπωτη χαρά να τα βλέπουν να ανεβαίνουν κοπαδιαστά στα ύψη του ουρανού , να κλείνουν μετά τα φτερά τους και να κατεβαίνουν χαμηλά στη γη , να φέρνουν ατέλειωτες βόλτες στα γαλάζια αιθέρια και όταν ο νοικοκύρης τους τα καλούσε με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, να έρχονται κοντά του για να φάνε σπόρους απ’ τα χέρια του . Ιδιαίτερα τα βράδια , καθώς όλα μαζί επέστρεφαν στο σπιτάκι τους , νόμιζες πως ήταν τα σύννεφα του ουρανού που κατέβαιναν να κοιμηθούν στη γη . Γράφει ο Προφήτης Ησαΐας :
«Τίνες είναι οι πετώμενοι ως νέφη και ως περιστεραί εις τας θυρίδας αυτών;»

Σε κάθε περίπτωση η επιλογή της θέσης του περιστεριώνα δεν ήταν τυχαία . Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να είναι τέτοια ώστε να μην εμποδίζεται το ελεύθερο πέταγμα των περιστεριών και οπωσδήποτε η πλάτη του να είναι στραμμένη προς τον Βορρά και το πρόσωπο προς το Νότο για να μην κρυώνουν τα πουλιά .
Ο περιστεριώνας χτιζόταν με πλίθρες , πέτρες , τούβλα , τσιμεντόλιθους , ξύλα και κάθε άλλο πρόσφορο υλικό . Χαμηλά είχε μια πορτούλα για να μπορεί να μπαίνει ο νοικοκύρης και να τον φροντίζει και πάνω ψηλά είχε τρύπες για να μπαινοβγαίνουν τα περιστέρια . Όσοι «περιστεράδες» είχαν περιστέρια θεαματικού πετάγματος , «Βούτες» , ή όσοι ήθελαν να είναι το πέταγμα των περιστεριών τους «ελεγχόμενο», δεν άφηναν περιστερότρυπες αλλά αναλάμβαναν οι ίδιοι την καθημερινή ευθύνη να ανοίγουν την πόρτα του περιστεριώνα , να βγάζουν έξω τα περιστέρια , να τα ταΐζουν και να τα «πετάνε» . Γενικά , η ασχολία με τα περιστέρια ξεπερνούσε τα όρια της απλής απασχόλησης στον ελεύθερο χρόνο . Οι «περιστεράδες» ήταν ικανοί να παρατήσουν όλες τις άλλες δουλειές τους για να ασχοληθούν με τα περιστέρια τους . Τους ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα είδη των περιστεριών , η συμπεριφορά τους , το πέταγμα και τα χρώματά τους . Ήθελαν το δικό τους κοπάδι να είναι το καλύτερο , αν όχι το πρώτο , απ’ όλα τ’ άλλα .

Εξωτερικά , οι τοίχοι του περιστεριώνα ήταν σοβατισμένοι και όσο το δυνατό πιο λείοι για να εμποδίζεται το σκαρφάλωμα ποντικών , φιδιών και άλλων αρπακτικών ζώων . Στο εσωτερικό του περιστεριώνα δημιουργούσε ο κατασκευαστής πάμπολλες διαδοχικές κόγχες – θυρίδες , που χρησίμευαν ως κατοικίες των οικογενειών των περιστεριών. Ο κάθε νοικοκύρης περιστεριών φρόντιζε να φτιάχνει έναν όμορφο περιστεριώνα , για να τον καμαρώνει τόσο ο ίδιος όσο και οι συνάνθρωποι , οι γείτονες και οι περαστικοί , ενώ , πολλοί , έβαζαν πάνω και τ’ όνομά τους αλλά και τη χρονολογία ανέγερσης . Μερικοί περιστεριώνες της υπαίθρου , έξω από τη Σπάρτη, φτιάχνονταν με τέτοιον τρόπο και σε τέτοιο μέγεθος ώστε το κάτω μέρος τους να χρησιμοποιείται σαν αγροικία .
Από την έξω μεριά του περιστεριώνα , γύρω - γύρω , τοποθετούσαν κάτω από τις τρύπες – εισόδους , σε ύψος τουλάχιστον δυο μέτρων , οριζόντια εμπόδια – κρηπίδες (λαμαρίνες , ξύλα κ.α) , ώστε να εμποδίζονται οι νυφίτσες και τα κουνάβια , οι μεγάλοι εχθροί των περιστεριών , να μπουν στον περιστεριώνα . Τα εμπόδια αυτά τα χρησιμοποιούσαν και τα περιστέρια για να στέκονται έξω από τον περιστεριώνα και να λιάζονται (λιάστρες) .

Εκεί , στις λιάστρες , κάθονταν κι ο γούτος με την περιστέρα του και χαριεντίζονταν στην περίοδο του ζευγαρώματος , με τον γούτο να φουσκώνει το λαιμό του και να αφήνει εκείνους τους μοναδικούς αναστεναγμούς της αγάπης . Υπήρχαν όμως και κάθετα (γλιστερά) εμπόδια , κυρίως λαμαρίνες καρφωμένες εξωτερικά πάνω στους τοίχους του περιστεριώνα ώστε να μην μπορούν να σκαρφαλώσουν τα αρπακτικά , αφού τα νύχια τους γλιστρούσαν πάνω στη λαμαρίνα .

Ο «περιστεράς» ασχολιόταν με τα περιστέρια του , σχεδόν , κάθε μέρα : Τα τάιζε , τα πότιζε, καθάριζε τον περιστεριώνα , ασβέστωνε , επιθεωρούσε τις φωλιές , τα παρατηρούσε και τα περιποιόταν αν κάποια αρρώσταιναν . Τις κουτσουλιές των περιστεριών που καθάριζε τις χρησιμοποιούσε , ως άριστο λίπασμα , στα οπωροκηπευτικά του κήπου του .

Η ανταμοιβή του για τους κόπους του ήταν η ζεστή σχέση αγάπης που ανέπτυσσε με τα πουλιά του , που η παρουσία τους και μόνο του πρόσφερε χαλάρωση και ηρεμία. Η μεγαλύτερη , όμως χαρά και ικανοποίηση που ένιωθε ο «περιστεράς» ήταν όταν τα έβλεπε να πετούν. Βλέποντάς τα να ανεβαίνουν στα ουράνια ή να πετούν κάνοντας κύκλους πάνω από τις γειτονιές , ένιωθε πως ήταν κι αυτός μαζί τους και πετούσε με τον αετό της ψυχής του . Μόνη του αγωνία κατά το πέταγμα ήταν μην πέσει μέσα στα πουλιά κανένα «Σαΐνι» (είδος γερακιού) και του στερήσει κάποιο περιστέρι του . Γι’ αυτό , όταν είχε τα περιστέρια του σε «θεαματικό πέταγμα» , παρατηρούσε προσεχτικά τον ουρανό κι αν έβλεπε κίνδυνο από Σαΐνι , με δυνατές συνθηματικές φωνές και σφυρίγματα καλούσε τα περιστέρια του να γυρίσουν στον περιστεριώνα πριν συμβεί το «κακό» .
Εκτός από τη χαρά που έπαιρνε όταν πετούσαν τα περιστέρια του και κατακτούσαν τους ουρανούς , ζούσε , ο νοικοκύρης , και τρυφερές στιγμές όταν τα περιστέρια κλώσαγαν τ’ αυγά τους , έβγαιναν μετά τα μικρά αναμαλλιάρικα πιτσουνάκια και τα τάιζαν στο στόμα οι γονείς τους , ο γούτος και η περιστέρα , καμιά 10αριά μέρες , με το «γάλα» που έβγαζαν από τη γκούσα τους και μετά με σπόρους μαλακούς που έβγαζαν πάλι απ’ αυτήν .

Τα πιτσουνάκια , όταν έφταναν σε ένα ορισμένο μέγεθος και γίνονταν από «πιτσουνάκια» … «πιτσούνια» ήταν λαχταριστός μεζές για την οικογένεια . Ο νοικοκύρης , αν έκρινε ότι είχε επαρκή αριθμό πιτσουνιών για να ανανεώσει τον περιστεριώνα του , έδινε τη δυνατότητα στη νοικοκυρά του σπιτιού να μαγειρεύει κάποια απ’ αυτά με χυλοπίτες , τραχανά , ρύζι , κρεμμύδια , κοκκινιστά με μακαρόνια, κλπ , κλπ και να καλοτρώει για ένα διάστημα η οικογένεια , τότε που οι φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν την πολυτέλεια να βλέπουν συχνά κρέας στο τραπέζι τους. Μερικοί νοικοκύρηδες, μάλιστα , «έφτιαχναν περιστέρια» ειδικά για να πουλάνε τα πιτσούνια ( ή και ενήλικα περιστέρια) και να έχουν ένα εισόδημα για το σπίτι τους . Τα πιτσούνια ήταν λαχταριστό έδεσμα στην παλιότερη εποχή και θεωρούνταν ως άριστο συνοδευτικό του κρασιού όχι μόνο στα σπίτια αλλά και στα κοσμικά κέντρα και τις ταβέρνες . Όμως , για τους περισσότερους , η σχέση με τα περιστέρια τους ήταν τέτοια που ούτε καν σκέφτονταν να τα βάλουν στην κατσαρόλα ή να τα πουλήσουν . Το μόνο που γύρευαν ήταν να γεμίζουν την καρδιά τους με χαρά και ικανοποίηση από την τρυφερή σχέση με τα πουλιά τους και να απολαμβάνουν το πέταγμά τους .

Βέβαια , να μην ξεχνάμε και το ότι η στενή σχέση του Έλληνα με τα περιστέρια γέννησε και την τρυφερή προσφώνηση «πιτσουνάκι μου» ή «περιστεράκι μου» μεταξύ των ερωτευμένων , επώνυμα όπως Περιστέρης , Περιστεράς , Περιστερόπουλος , Περιστεράκης , Πιτσούνης , Γούτος κ.α. αλλά και το παλιό – παραδοσιακό γυναικείο όνομα Περιστέρα , το οποίο , αλλοίμονο , εξοβελίστηκε στα νεότερα χρόνια από το ελληνικό ονοματολόγιο , θύμα κι αυτό της νεοελληνικής ξιπασιάς και ξενομανίας .

Οι περιστεριώνες της Σπάρτης υπήρξαν για πολλά – πολλά χρόνια γνώρισμα της ζωής της τοπικής κοινωνίας , μέχρις ότου ο εκσυγχρονισμός και η δραματική αλλαγή του τρόπου ζωής τούς ερήμωσε κι (εν πολλοίς) τους εξαφάνισε . Οι λίγοι περιστεριώνες που έχουν διασωθεί είναι πλέον έρημοι (μερικοί ερειπωμένοι) άδειοι από ζωή , εγκαταλειμμένοι από χρόνια , διατηρώντας όμως ζωντανή στη μνήμη τη μακρά τοπική παράδοση κι ένα ξεχασμένο τρόπο ζωής . Εκτός απ’ αυτό δείχνουν περίτρανα πως οι αισθητικές και λειτουργικές ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να καλύπτονται ενιαία και να παρουσιάζουν ένα ξεχωριστό στοιχείο πολιτισμού .