Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Λιακαδερή η μέρα, μάλλον ζήλεψε από τις μέρες της Αλκυόνης και ξεπρόβαλε. Αμαρτία με τέτοιο ήλιο να είναι το μωρό κλεισμένο μέσα στα ντουβάρια, σκέφτηκε η γιαγιά. Ζεστό ντύσιμο, την τσάντα με τα απαραίτητα (που, για έναν ανεξήγητο λόγο, όσο περνούν τα χρόνια γίνονται και περισσότερα και ογκωδέστερα) και βουρ για την βολτούλα. Προορισμός ο κήπος του Μουσείου. Ένας χώρος που μπορεί να μην έχει την φροντίδα και την αίγλη των παιδικών μου χρόνων, είναι όμως αγαπημένος. Και εδώ που τα λέμε είναι από τις ελάχιστες πράσινες γωνιές της πόλης μας. Μιας πόλης που έχει πνιγεί στο τσιμέντο και στην άσφαλτο.
Οι διαδρομές που μπορείς να φτάσεις από την αφετηρία μας που είναι η Πλατεία Σαινόπουλου, στο υπάρχον Μουσείο (μια και περιμένουμε με λαχτάρα το καινούργιο, το μεγάλο, το αντάξιο της ιστορίας της Σπάρτης) είναι αρκετές. Ύστερα από ώριμη σκέψη και για να μην πηγαινοερχόμαστε από τον ίδιο δρόμο, προτίμησα την Αγίου Νίκωνος. Την Χαμαρέτου ούτε που να την σκεφθώ. Εκτός από τα τρισάθλια πεζοδρόμια της, υπάρχει και ένα καπάκι υδρομετρητή, χρόνια τώρα που είναι κίνδυνος-θάνατος για τους πεζούς. Έχω σχετική οδυνηρή εμπειρία.
Προχωράμε λοιπόν στην Αγίου Νίκωνος πότε στο πεζοδρόμιο και πότε από τον δρόμο. Στενά τα πεζοδρόμια γεμάτα σκουπιδοτενεκέδες, αυτούς τους καφέ και μπλε που μοίρασε η προηγούμενη Δημοτική αρχή και στολίζουν την πόλη μας όπως τα αγάλματα την Ρώμη. Σε μια γωνία με τρείς μονάχα σκουπιδοτενεκέδες, αντιλαμβάνομαι να με κοιτάζει βλοσυρά μια γάτα. Δίπλα της ένα γατάκι αντίγραφο της. Με κοιτάει, την κοιτάω και αφού γνωριστήκαμε ήταν σαν να μου λέει «φύγε τώρα εχω δουλειά». Αμέσως δίνει έναν πήδο και νάτηνε μέσα στο σκουπιδοτενεκέ ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω (παρεπιπτόντως) χάσκει ορθάνοιχτος και γεμάτος μέχρι επάνω. Αρχίζει λοιπόν η ..γαλή να σκαλίζει τα σκουπίδια και να πετάει στο πεζοδρόμιο όσα δεν της γεμίζουν το μάτι. Και ομορφαίνει και άλλο το τοπίο!
Την αφήνω να συνεχίσει το …κοινωνικό της έργο (μην ξεχνάμε πως τα σκουπίδια είναι δείκτης πολιτισμού λένε) και συνεχίζω από τον δρόμο με κίνδυνο να μας παρασύρει κάποιο αυτοκίνητο. Μετά από δυο αυτοκίνητα σταματημένα ξανανεβαίνω στο πεζοδρόμιο και ξανακατεβαίνω μετά από λίγο, ένεκα οι σκουπιδοτενεκέδες. Να μην τα πολυλογώ , ανέβα κατέβα, ανέβα κατέβα και σιχτιρίζοντας φτάνω μπροστά από την είσοδο του μουσείου επί της Λυκούργου. Υπάρχει και είσοδος από την μεριά της Ευαγγελιστρίας αλλά δεν είμαι πιά και τόσο πολύ τολμηρή. Έχω και το εγγονάκι μου μαζί μου.
Το πεζοδρόμιο μπροστά στον κήπο είναι τρισάθλιο. Βρώμικο, οι πλάκες του φαγωμένες και σκασμένες να μαζεύουν την βρωμιά, τσίχλες κολλημένες παντού, οι κάλαθοι αχρήστων απερίγραπτοι, τα παρτέρια γύρω από τις νεραντζιές χορταριασμένα και οι πινακίδα που επιβεβαιώνει πως εκεί είναι Μουσείο ανεκδιήγητη.
Σε πείσμα της εικόνας που μόνιμα αντικρίζουν όσοι περπατούν στην περιοχή, εγώ επιμένω. Κατεβάζω στον κήπο με την τεχνική «σούζα» το καροτσάκι και απολαμβάνουμε την ροή του νερού στο μαρμάρινο σιντριβάνι που (επί τέλους) το καθάρισαν και το φρόντισαν. Λίγα τα πουλιά που απόμειναν να συντροφεύουν τους επισκέπτες και η θωριά των κορμών στην θέση που κάποτε έστεκαν περήφανοι οι φοίνικες, μια μελαγχολία την μοιράζουν. Και θυμάσαι και αναπολείς τα χρόνια που αυτός ο κήπος ήταν παραδεισένιος.
Η έξοδος από τον κήπο δύσκολη. Δεν υπάρχει μια ράμπα που να βοηθάει όσους κινούνται πάνω σε ρόδες. Κανένας δεν νοιάστηκε τόσα χρόνια. Μάλλον δεν τους θέλουν . Για καλή μου τύχη μια κυρία που περνούσε εκείνη την στιγμή προσφέρθηκε να με βοηθήσει και έτσι νάμαστε πάλι στο … πεζοδρόμιο με τις πενήντα και βάλε αποχρώσεις του γκρί. Ένα τετράγωνο από την κεντρική λεωφόρο με τα τεράστια πεζο-δρόμια.
Στην γωνία, μπροστά από το περίπτερο κάποιος Ελληναράς έχει αφήσει το αυτοκίνητο του μπροστά στην ράμπα. Άρα δεν περνάμε απέναντι. Πάμε τότε προς τα κάτω και ο θεός βοηθός. Σε αυτή την διαδρομή στα τεραστίων διαστάσεων πεζοδρόμια που σχεδίασαν κάποτε οι Βαυαροί για να περπατάνε οι άνθρωποι, συναντάς της Παναγιάς τα μάτια. Για να επιβιώσεις πρέπει να γνωρίζεις από ελιγμούς ανάμεσα σε τραπεζοκαθίσματα, ντεπόζιτα για λάδι, σκαμπό, τσουγκράνες και παραπήγματα (άλλα καλαίσθητα και άλλα να θυμίζουν τις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής). Και εκεί που με ασφάλεια περνάω τα πρώτα εμπόδια (με βοηθάει σημαντικά το ότι έχω επαγγελματική άδεια οδήγησης), βλέπω από απέναντι έναν νεαρό κύριο με ένα καροτσάκι διπλό (με διδυμάκια δηλαδή) να προσπαθεί να διασχίσει το στενό ανάμεσα στην καφετέρια και τα τραπεζοκαθίσματα της. Τα καταφέρνει με δυσκολία ο ήρωας. Φαρδύ γαρ το καρότσι. Εγώ πάλι εκεί περνάω με μεγαλύτερη άνεση λόγω φάρδους καροτσιού βέβαια. Γυρίζω και τον κοιτάω που προσπαθεί να περάσει τον επόμενο σκόπελο και θυμώνω. Αλλά ποιος ενστερνίζεται (από τους αρμόδιους) τον θυμό μου;
Λίγο πολύ όλη η διαδρομή μέχρι την επιστροφή στο σπίτι, είναι το ίδιο …ενδιαφέρουσα. Δεν χρειάζονται περισσότερες περιγραφές. Το μόνο κέρδος είναι η γυμναστική των χεριών μου γιατί με τόσα εμπόδια, τόσα ανεβοκατεβάσματα στα μοναδικού κάλλους πεζοδρόμια, τόσες «σούζες», σίγουρα τα χέρια μου γίνανε «φίτ». Τελικά «ουδέν κακόν αμιγές καλού» που έλεγαν και οι Στωικοί.
Αργότερα , στο διαδίκτυο ενημερώνομαι πως η Δημοτική Αρχή θα κάνει τούτο, θα κάνει εκείνο, θα κάνει το άλλο και η Σπάρτη σε λίγο καιρό θα γεμίσει επισκέπτες (τουρίστες για όσους δεν καταλαβαίνουν). Θέλω να κάνω μια ερώτηση στους αρμόδιους.
-Αυτοί οι τουρίστες που θα κατακλύσουν την Σπάρτη οσονούπω, θα περπατάνε κιόλας; Γιατί αν περπατάνε, την βάψανε!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr