(Από το βιβλίο του Λεωνίδα Πετράκη: « Τότε που το χιόνι έπεσε» - Νέα Υόρκη 1997)

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ο Λεωνίδας Πετράκης γεννήθηκε στη Σπάρτη , όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Το 1946 πήγε στην Αθήνα και από το 1951 ζει μόνιμα στις ΗΠΑ . Σπούδασε Φυσική και Χημεία και πήρε PhD από το Πανεπιστήμιο Bercley της Καλιφόρνια . Έχει διδάξει σε διάφορα Πανεπιστήμια στην Αμερική και στη Γαλλία . Ασχολείται με θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος κι έχει δημοσιεύσει έξι βιβλία και πάνω από εκατόν πενήντα επιστημονικές μελέτες .

Στο βιβλίο του «Τότε που το χιόνι έπεσε» (σπάνια έκδοση) , το οποίο εκδόθηκε στη Ν. Υόρκη το 1997 , ο Λεωνίδας Πετράκης έχει αποτυπώσει , με μορφή ημερολογίου, τις αναμνήσεις του από την Σπάρτη , για την περίοδο από 4 Αυγούστου 1939 μέχρι το Σεπτέμβρη 1946 . Μέσα από την εξόχως ζωντανή , συναρπαστική και μεστή διήγηση του συγγραφέα αναβιώνει η πιο δύσκολη και κρίσιμη περίοδος της νεότερης ιστορίας μας , μια περίοδος κατά την οποία το «φως» εναλλασσόταν – απρόβλεπτα – με το «σκοτάδι» , η χαρά με τη λύπη , ο θάνατος με τη ζωή και η αγωνία με την ελπίδα . Όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης :

« Ο νεαρός Πελοποννήσιος καταγράφει μια μοναδική εποχή , γλυκιά και ξέγνοιαστη στο τέλος του Μεσοπολέμου , παρόλο που ακούγονται , όλο και πιο κοντά , οι αγχώδεις κραυγές της υπόλοιπης Ευρώπης , ηρωική το ’40 και η αντίσταση στους ξένους και ντόπιους βασανιστές , εφιαλτική η Γερμανική Κατοχή και το αδερφοφάγωμα ... Πέρα απ’ όλα , όμως , το Χρονικό του μικρού είναι μια μαρτυρία της πανανθρώπινης αντοχής και της ικανότητάς της για ανανέωση» .

Το βιβλίο αυτό που , εκτός των άλλων , αποτελεί μια σημαντική ιστορική κατάθεση για μεγάλα γεγονότα που σφράγισαν την τοπική ιστορία και κοινωνία , περιέχει και καθημερινές προσωπικές ιστορίες τις οποίες κανένας δεν μπορεί να χαρακτηρίσει «μικρές» , αφού πρόκειται για κομμάτια ζωής των ανθρώπων , για αυτοτελή ή μισοτελειωμένα επεισόδια της περιόδου εκείνης , τα οποία μας ανοίγουν ένα παράθυρο στο παρελθόν προκειμένου να αγναντέψουμε την αλήθεια και να δούμε το «χρώμα» του ουρανού εκείνης της εποχής .

Μακάρι να βρεθεί κάποιος φορέας ή εκδότης που θα ενδιαφερθεί γι’ αυτό το πολύ σημαντικό βιβλίο και θα αναλάβει την ευθύνη της έκδοσής του , ώστε να γίνει κτήμα περισσοτέρων Σπαρτιατών , συμβάλλοντας στην συμπλήρωση των κενών της τοπικής ιστορίας αλλά και στην αποκατάσταση διαστρεβλωμένων αληθειών .

Οι στιγμές ζωής που επέλεξα από το βιβλίο – ημερολόγιο του Λεωνίδα Πετράκη έχουν να κάνουν με τον θάνατο ενός νέου παιδιού που έγραφε συνθήματα εναντίον των κατακτητών , με το δράμα μιας μάνας που σκέφτεται να ρίξει το παιδί της στον Ευρώτα για να το γλιτώσει από το μαρτύριο της πείνας , με τον σαλταδόρο Πολυχρόνη που του τσάκισαν , για τιμωρία , οι γερμανοί το χέρι , με το νεκρό αντάρτη που εξέθεσαν ως «τρόπαιο» οι ταγματασφαλίτες στο παλιό 1ο Δημ. Σχολείο Σπάρτης και με την εκτέλεση 11 ομήρων , από τους γερμανούς , μέσα στο νεκροταφείο της Σπάρτης .

Λεωνίδας Πετράκης : «Τότε που το χιόνι έπεσε»

Παρασκευή 15 Αυγούστου 1941 : Οι Καραμπινιέρηδες πυροβολήσανε και σκοτώσανε τον μεγάλο γιο των Μπιλάληδων , τον Τάσο , την ώρα που έγραφε συνθήματα στον τοίχο . Ήτανε δεκαοχτώ χρονώ . Έτσι θα γιορτάσουν το που βυθίσανε το ΕΛΛΗ πριν ένα χρόνο ;

Τρίτη 10 Φλεβάρη 1942 : Συνάντησε , είπε η μητέρα , την κυρία Ευλαμπία , όταν γύριζε με τον μπαρμπα –Σταμάτη από το χωριό . Τους είδε στη μεγάλη στροφή κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα . Ήτανε ξεμάλλιαγη και κρατούσε σφιχτά τον Μήτσο από το χέρι και πηγαίνανε προς το ποτάμι που ήτανε ξεχειλισμένο από τις βροχές . Στην αρχή προσπάθησε να αποφύγει τη μητέρα και να μη της μιλήσει καθόλου . Η μητέρα όμως κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί και επέμενε . Τελικά εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και της είπε της μητέρας ότι είχε φτάσει σε απόγνωση και δεν ήξερε τι να κάνει . Ήτανε πεινασμένοι και κρυώνανε μέσα στο σπίτι χωρίς σόμπα , χωρίς τζάκι , χωρίς μαγκάλι .

-Δεν μπορώ πια , κυρία Αλέκα , δεν αντέχω να το βλέπω το παιδί μου πεινασμένο και να τρέμει από το κρύο και να μην υπάρχει ελπίδα . Δεν μπορώ να ακούω τη νύχτα τον Μήτσο μου να κλαίει και να μου λέει :

-Μανούλα , δος μου δυο ψίχουλα ψωμάκι , γιατί πονάει η κοιλίτσα μου . Δος μου δυο ψίχουλα να μαζέψω τα σάλια μου .

Έτσι , πάνου στην απελπισία της , είχε αποφασίσει να το πάρει το παιδί της , που τόσο το λάτρευε και που του είχε αφοσιωθεί και για χατίρι του είχε και ξενοπλύνει , να το πάει στο ξεχειλισμένο ποτάμι και να το ρίξει μέσα και να πηδήξει κι εκείνη μέσα να γλυτώσουνε απ’ αυτή την αβάσταχτη αγωνία , την πείνα , την κακομοιριά και την άπονη κοινωνία .

-Ξέρεις , ήτανε αποφασισμένη και νομίζω πως θα το έκανε , είπε στον πατέρα .

Δευτέρα , 4 Γενάρη 1943 : Πολλοί τον λένε τον Πολυχρόνη αλήτη , ακόμα και η γιαγιά μερικές φορές . Είναι , το ξέρω , άγαρμπος και δεν έχει καλούς τρόπους και πολλές φορές βρίζει και λέει «λω συ» σ’ όλους , ακόμα και στους μεγάλους , αντί «καλέ» . Όμως ο Πολυχρόνης δεν είναι κακός , δεν φοβάται και πάντοτε προστατεύει, έτσι δυνατός που είναι , τους πιο αδύνατους . Ξέρουμε ότι είναι και πετυχημένος σαλταδόρος . Μια φορά , όταν πρωτοήρθανε οι Καραμπινιέρηδες , πήδηξε μέσα σ’ ένα καμιόνι τους φορτωμένο , εκεί καθώς ανηφόριζε προς τη Μητρόπολη και έπρεπε να στρίψει δεξιά για την Καραμπινερία . Πέταξε στα γρήγορα μερικά τσουβάλια πατάτες , κρεμμύδια , όσπρια και ό,τι άλλο είχαν οι Ιταλοί . Φίλοι του Πολυχρόνη που περιμένανε κρυμμένοι αρπάξανε τα τρόφιμα και λακήσανε . Πήδηξε έξω και ο Πολυχρόνης και έφυγε και μυρουδιά δεν πήρανε οι Ιταλοί . Αυτό μας έκανε πολύ περήφανους που τον ξέραμε . Όμως προσέχαμε να μην λέμε τίποτα και να μη δείχνουμε ότι ξέρουμε ποιος το έκανε να μην το μυριστεί ο μπαρμπα – Γιάννης ο ταβερνιάρης , γιατί σίγουρα θα τον κατάδινε στους Ιταλούς ή ακόμα χειρότερα στους Γερμανούς .

Σήμερα το πρωί ο Πολυχρόνης έκανε την ίδια απόπειρα και πήδηξε μέσα σ’ ένα Γερμανικό καμιόνι . Δεν το περίμενε ότι μέσα ήτανε δυο στρατιώτες που συνοδεύανε τον οδηγό και τα τρόφιμα . Τον πιάσανε και τον βάλανε ν’ απλώσει τα χέρια του πάνου στην πόρτα στο καμιόνι . Τότες τον χτυπήσανε με τον υποκόπανο του όπλου και του λιανίσανε το κόκαλο στο δεξί το χέρι από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα και τον αφήσανε στην άσφαλτο να σφαδάζει μισοπεθαμένος από τον πόνο .

Σάββατο , 9 Οκτώβρη 1943 : Το 1ο Δημοτικό Σχολείο τώρα το έχουν επιτάξει ο ταγματάρχης Βρεττάκος και οι μπράβοι του . Μας απαγορεύουν να πλησιάζουμε το προαύλιο . Όμως από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ότι καλούσανε τον κόσμο να δει ένα σκοτωμένο αντάρτη , που τον είχαν φέρει από την τελευταία τους επιδρομή στα ανταρτοχώρια . Μαζευτήκαμε δειλά λίγοι και πήγαμε . Ήτανε κι άλλος κόσμος από άλλες γειτονιές . Ο σκοτωμένος αντάρτης , όχι πάνου από τριάντα χρονώ , ήτανε χωρίς γένια , αλλά με πολλά μαύρα μαλλιά και φορούσε στρατιωτικά . Τον είχαν πετάξει μπροστά στη μεγάλη είσοδο , εκεί που μπαίναμε στη γραμμή το πρωί να κάνουμε προσευχή πριν μπούμε στις τάξεις . Γύρω του ήτανε μερικοί άντρες του Βρεττάκου και κάνανε χάζι … Κοίταζα πολλή ώρα το τραύμα του αντάρτη . Είχε μια μικρή τρύπα στο πουκάμισο και γύρω στην τρύπα ήτανε σκορπισμένες μαύρες κουκίδες από μπαρούτι . Το τραύμα του αντάρτη , μας ξηγήσανε , ήτανε διαμπερές και όταν τον κλοτσήσανε να τον γυρίσουν και να δούμε το τραύμα του από πίσω , φάνηκε μια μεγάλη πληγή , όχι στρογγυλή όπως στο στήθος , ανάμεσα στην ωμοπλάτη και στη σπονδυλική στήλη . Απ’ εκείνη την τρύπα δείχνανε τα ματοβαμμένα του ρούχα , είχε τρέξει πολύ αίμα .

Έφυγα αμίλητος , Δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου εκείνες τις δυο τρύπες στο σώμα του άγνωστου άντρα, τη στρογγυλή μπροστά και την άλλη που τον είχε ξεσκίσει από πίσω .

Κυριακή , 28 Μάη 1944 : Ο Μήτσος μας είπε τα κακά μαντάτα … πέθανε ο πατέρας του . Μιλούσε θλιμμένα , αλλά δεν έκλαιγε , όταν μας το είπε . Τον βρήκανε σωριασμένο έξω από την ταβέρνα του μπαρμπα – Γιάννη . Κάποιος περαστικός του είχε πετάξει ένα κόκκινο γαρύφαλλο , σαν εκείνο που φορούσε , καθώς θυμάμαι , στο πέτο του στις γιορτές . Η κυρία Ευλαμπία πήρε ένα καθαρό σεντόνι και το καλό του μαύρο κουστούμι και τα πήγε στο Νεκροταφείο . Βρήκε την είσοδο μπλοκαρισμένη από τους Γερμανούς . ΄Ηξερε πως ο άντρας της , πεθαμένος , ήτανε μέσα . Πήγε στην πίσω μάντρα , εκεί που ήτανε χαλασμένη και θα μπορούσε να πηδήξει . Άκουσε θορύβους . Σηκώθηκε στα νύχια και κοίταξε . Ήτανε έντεκα όμηροι που τους είχαν πιάσει οι Γερμανοί . Τους είχαν βάλει και σκάβανε με αξίνες και φτυάρια μια στενόμακρη λακκούβα . Όταν τελειώσανε , στήσανε τρεις στον τοίχο και τους σκοτώσανε . Βάλανε τους άλλους ομήρους να μαζέψουν τους τρεις σκοτωμένους , τους ρίξανε πάνου σε μια σκάλα και τους πήγανε στον τάφο και αρχίσανε να τους σκεπάζουν με χώμα . Στήσανε άλλους τρεις και έτσι συστηματικά τους ξεκάνανε και τους έντεκα .

Όταν τελειώσανε τις εκτελέσεις και φύγανε , πήδηξε τη μάντρα η κυρία Ευλαμπία και έντυσε τον δικό της νεκρό . Τον θάψανε την ίδια μέρα στην πίσω μεριά του νεκροταφείου , μπροστά στα ανοιχτά ράφια του Οστεοφυλακίου , εκεί που οι τάφοι δεν έχουν καθόλου πλάκες και μαρμαρένιους σταυρούς .

Ο Μήτσος , λέει , δεν ξέρει πώς ακριβώς πέθανε ο πατέρας του .