Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Η «Ευτυχία» είναι σίγουρα από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και έκλεισε το 2019 με εντυπωσιακό τρόπο. Ο σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής έχει κάνει μία καλοδουλεμένη προσπάθεια απόδοσης των κύριων σημείων της πολυτάραχης και περιπετειώδους ζωής της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, της πρώτης και σημαντικότερης Ελληνίδας στιχουργού του λαϊκού τραγουδιού έως το 1972 όταν πέθανε. Το δε σενάριο της Κατερίνας Μπέη ήταν πολύ ενδιαφέρον και κατάφερε, θεωρώ πολύ επιτυχώς, να καλύψει το ουσιωδέστερο μέρος του βίου της μεγάλης στιχουργού από τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής.

Ασφαλώς δεν ήταν εύκολο μέσα ένα δίωρο να αποτυπωθεί όλη η ζωή της Ευτυχίας. Άλλωστε δεν θα είναι καθόλου υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι η τόσο έντονη και γεμάτη ζωή της θα μπορούσε εύκολα να στηρίξει ακόμα και τηλεοπτική σειρά.

Πιστεύω ότι η ταινία είναι πράγματι μια αξιολογότατη παραγωγή που αξίζει να σπεύσουν στους κινηματογράφους όχι μόνο οι φίλοι του λαϊκού τραγουδιού αλλά και, γενικότερα, οι κινηματογραφόφιλοι. Η «Ευτυχία» είναι, οπωσδήποτε, μια δημιουργία που τιμάει την 7η τέχνη. Στα πολλά θετικά της ήταν το ευφυές στήσιμο του συνολικού σκηνικού σε μια τιμητική βραδιά βράβευσης της θρυλικής στιχουργού που έδωσε τη δυνατότητα για ένα έξοχο flashbacκ, μια δραματική αφήγηση της ζωής της. Σίγουρα οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιητικές αλλά την παράσταση έκλεψε η εκπληκτική Κάτια Γκουλιώνη που ενσάρκωσε την Παπαγιαννοπούλου σε νεαρή ηλικία. Η ταλαντούχα Γκουλιώνη ήταν εκφραστικότατη και στάθηκε με περισσή άνεση σε όλες τις σκηνές της ταινίας, είτε δραματικές είτε πιο ανάλαφρες. Ήταν εξαιρετικά συνεπής στο παίξιμό της με φοβερή άρθρωση στο λόγο ενώ οι κινήσεις της ήταν πολύ προσεγμένες κάτι που, προφανώς, οφείλεται και στο σκηνοθέτη. Στη συνέχεια η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στάθηκε, χωρίς αμφιβολία, στο ύψος του ρόλου αλλά θεωρώ ότι είχαμε ταυτιστεί τόσο πολύ με την υπέροχη Γκουλιώνη που η Καραμπέτη φαινόταν να κάνει μια απότομη παρείσφρηση στο έργο. Δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε ειδική μνεία σε μια συγκλονιστική σκηνή κατά την είσπραξη από την Ευτυχία (την υποδυόταν η Καραμπέτη σε αυτό το σημείο) ενός ποσού- ποσοστό από τους δίσκους που συμμετείχε- με τους μουσικούς να υποκλίνονται στο πέρασμα της στιχουργού.

Πολύ σημαντικό είναι ότι δεν επιδιώχθηκε μία εξιδανίκευση της βασικής ηρωίδας αλλά παρουσιάστηκαν τα έντονα πάθη της όπως χαρτοπαιξία και τζόγος. Ένα επιπλέον πολύ δυνατό σημείο είναι η εμφανής προσπάθεια των συντελεστών να δείξουν πώς η Ευτυχία κατόρθωνε από τις στιγμές των βιωμάτων της καθημερινότητας να δημιουργεί υπέροχους στίχους χαρίζοντάς μας διαχρονικά τραγούδια.

Ξεφεύγοντας λίγο από την πεπατημένη, δεν θα αναφερθούμε ξεχωριστά σε κάθε ηθοποιό αλλά θα τονίσουμε ένα στοιχείο που δίνει ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία στην ταινία και είναι, ασφαλώς, η παρέλαση τεράστιων μορφών της ελληνικής μουσικής όπως Απόστολου Καλδάρα, Μανώλη Χιώτη, Μάνου Χατζιδάκι και Βασίλη Τσιτσάνη (τον υποδύθηκε εξαίσια ο Λεωνίδας Κακούρης). Γενικά η εμφάνιση των ανωτέρω συνθετών συν τα πολλά τραγούδια που ακούστηκαν προσδίδουν μια μοναδική αύρα και αυξάνουν κατακόρυφα το ενδιαφέρον του θεατή.
Στα ελάχιστα αρνητικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το χρόνο που αφιερώθηκε στην Μικρασιατική καταστροφή αφού το σχετικό σκηνικό ήταν υπερβολικά λιτό, σχεδόν λειψό. Θα λέγαμε ότι ήταν μάλλον φανερή η προσπάθεια να «ξεφορτωθούν» όσο γρηγορότερα και οικονομικότερα το εν λόγω καθοριστικό γεγονός στη ζωή της Ευτυχίας (και εκατομμυρίων Ελλήνων). Επίσης, ενώ η σκηνή του θανάτου της μητέρας της όπως και του δεύτερου συζύγου της ήταν χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και αποδόθηκαν ιδανικά, δεν θα ισχυριζόμασταν το ίδιο για το θάνατο της κόρης της που δεν αποφεύχθηκαν οι μελοδραματισμοί.

Σε κάθε περίπτωση η ταινία προτείνεται ανεπιφύλακτα αφού δημιουργεί πλήθος έντονων συναισθημάτων μέσα στα οποία είναι ο θαυμασμός για την πολυσχιδή προσωπικότητα της Ευτυχίας καθώς και η συγκίνηση από το άκουσμα πασίγνωστων τραγουδιών όπως «Είμαι αητός χωρίς φτερά», «Όνειρο απατηλό», «Περασμένες μου αγάπες», «Είσαι η ζωή μου», κ.α.

Εν κατακλείδι ο Φραντζής, η Μπέη και όλοι οι συντελεστές της ταινίας χάρισαν στον Ελληνικό κινηματογράφο μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δημιουργίες των τελευταίων ετών ενισχύοντας θεαματικά την άποψη ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει και παρόν και μέλλον υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις.