Γράφει ο Δρ. Μπασουράκος Ι. Παναγιώτης*

Η παχυσαρκία αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς διεθνώς και το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η παχυσαρκία αποτελεί νόσο από μόνη της, αλλά ταυτόχρονα είναι και γενεσιουργός αιτία πολλών άλλων χρόνιων προβλημάτων (James, 2004). Σε ότι αφορά στο δείκτη σωματικής μάζας, 17.6% των Ελλήνων θεωρούνται παχύσαρκοι και 38.4% έχουν σωματική μάζα ανώτερη του φυσιολογικού (Αθροιστικό ποσοστό 56%). Φυσιολογικό σωματικό βάρος έχει το 42.2% (ΕΛΣΤΑΤ, 2009:2).

Παρόλο που τα παχύσαρκα άτομα με δείκτης μάζας σώματος > 30 λαμβάνουν συνήθως μεγαλύτερη προσοχή από τους ερευνητές, τα υπέρβαρα άτομα (ΔΜΣ 25 έως 30) αποτελούν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και έχουν επίσης αυξημένους κινδύνους για την ανάπτυξη πολλών παθήσεων και δυσλειτουργιών. Για παράδειγμα, οι υπέρβαροι άνθρωποι έχουν δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες στεφανιαίας νόσου και υπέρτασης και δεκαπλάσιο κίνδυνο διαβήτη τύπου ΙΙ σε σύγκριση με αδύνατα άτομα (δείκτης μάζας σώματος μικρότερο από 23) (Willett, Dietz και Colditz 1999). Τόσο οι υπέρβαροι όσο και οι παχύσαρκοι άνθρωποι βιώνουν, επίσης, αυξημένη θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου, του στήθους (μετά την εμμηνόπαυση), των νεφρών, του ενδομητρίου, και άλλων τμημάτων του οργανισμού (Calle και συν., 2003). Έτσι, το επιθυμητό βάρος για τους περισσότερους ανθρώπους πρέπει να αντικατοπτρίζει ένα δείκτης μάζας σώματος 18,5- 25,0, και κατά προτίμηση λιγότερο από 23 (Calle και συν., 2003).

Οι απόψεις για τα αίτια της παχυσαρκίας και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η πρόληψη ή μείωσή των επιπτώσεων της διίστανται. Οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και υψηλή σε υδατάνθρακες μειώνει άμεσα τη θερμιδική πρόσληψη του οργανισμού, ελέγχοντας έτσι τα επίπεδα αποθήκευσης του λίπους σε αυτόν, αν και κλινικές μελέτες που διήρκησαν ένα χρόνο ή περισσότερο δεν κατάφεραν να αποδείξουν το συσχετισμό αυτό (Willett και Leibel, 2002). Μερικοί ερευνητές έχουν προτείνει ότι οι δίαιτες με υψηλή ενεργειακή πυκνότητα, προσφέρουν μια εναλλακτική εξήγηση για τις αυξήσεις που παρατηρούνται στα επίπεδα της παχυσαρκίας (Swinburn και συν., 2004), αλλά μακροχρόνιες μελέτες δεν έχουν εξετάσει αυτή τη θεωρία. Τα αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη συμβάλλουν σημαντικά στην υπερκατανάλωση θερμίδων, εν μέρει επειδή οι θερμίδες σε ρευστή μορφή δεν μεταβολίζονται σωστά από τον οργανισμό (Bell, Roe και Rolls, 2003). Η μείωση της κατανάλωσης φυτικών ινών και η αύξηση του γλυκαιμικού φορτίου (μεγάλες ποσότητες γρήγορα απορροφήσιμων υδατανθράκων από επεξεργασμένο άμυλο και ζάχαρη) μπορεί επίσης να συμβάλουν στην παχυσαρκία (Ebbeling και συν., 2003; Swinburn και συν., 2004). Φτηνές πηγές ενέργειας όπως επεξεργασμένα δημητριακά, ζάχαρη και φυτικά έλαια είναι άφθονα στις περισσότερες χώρες. Οι παραγωγοί και οι προμηθευτές τροφίμων χρησιμοποιούν προσεκτικά ελεγμένες μεθόδους που κάνουν τα προϊόντα αυτά ελκυστικά και εύκολα στην κατανάλωση.

Από μια άποψη, η εξήγηση για την αύξηση του αριθμού των υπέρβαρων ανθρώπων είναι απλή – οι άνθρωποι τρώνε πάρα πολύ αναλογικά με τα επίπεδα της άσκησης που κάνουν. Ωστόσο, τα βαθύτερα αίτια αυτής της αύξησης είναι σύνθετα και έχουν να κάνουν με τον συνολικό τρόπο ζωής, τη μείωση των επιπέδων της καθημερινής φυσικής δραστηριότητας και την απεριόριστη παροχή τροφίμων πλούσιων σε ενέργεια. Λόγω της ανισορροπίας στην πρόληψη της τροφής και τα επίπεδα φυσική άσκησης, οι άνθρωποι συνήθως βάζουν όλο και περισσότερο βάρος κατά τη διάρκεια της ζωής τους, συχνά υπό τη μορφή του κοιλιακού/ σπλαχνικού λίπους. Η πρόληψη της αύξησης του σωματικού βάρους είναι πολύ πιο εύκολη από την απώλεια, όταν κάποιος είναι ήδη υπέρβαρος. Τα προληπτικά μέτρα είναι ως εκ τούτου, τα πιο αποτελεσματικά μέσα για τη αλλαγή στην τάση για έναν όλο και πιο υπέρβαρο πληθυσμό. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει στην πράξη ότι δεν είναι αρκετό να γυμνάζεται κανείς (Hu, 2008). Προκειμένου να διατηρηθεί το βάρος ενός ατόμου ή να χάσει βάρος, πρέπει να υιοθετήσει επίσης διατροφικές συνήθειες που αφορούν μια χαμηλότερη πρόσληψη ενέργειας. Μια υγιεινή διατροφή και ταυτόχρονη σωματική άσκηση έχουν επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία κάποιου εκτός από την απώλεια βάρους, ακόμη και αν το βάρος ενός ατόμου παραμένει αμετάβλητο. Ως εκ τούτου, η παρατεταμένη αδράνεια και μια θρεπτικά κακή διατροφή, ασχέτως αποτελέσματος στο σωματικό βάρος, είναι επιζήμια για την ανθρώπινη υγεία. Άνθρωποι που είναι πιο ανενεργοί έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την άποψη της βελτίωσης της υγείας τους, αυξάνοντας τη σωματική δραστηριότητά τους, για παράδειγμα με την έναρξη καθημερινών περιπάτων (Axelsen και συν., 2012).
Από τη Διδακτορική του Διατριβή, με τίτλο: Η διατροφή των Λακώνων και η επίπτωσή της στην Υγεία τους (Επιδημιολογική Μελέτη).

*Διαιτολόγος-Διατροφολόγος