Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Δυο έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων το τελευταίο διάστημα έγινε ο ορισμός της απόλυτης σύζευξης και συνώνυμο της ενιαίας καταστολής, με ταυτόσημη έκφραση προς τα έξω, με την κοινωνία να παρακολουθεί με ανάμικτα συναισθήματα τα νέα ανδραγαθήματα, παλιά κατάλοιπα άγριων και αποτρόπαιων συμπεριφορών και πρακτικών καταδικασμένων στη συνείδηση του Ελληνικού λαού. Το βαθύ κράτος της εξαναγκαστικής υπακοής, όργανο της κυριαρχίας των ισχυρών, παραβιάζοντας το Σύνταγμα του ανθρωπισμού και του πολιτισμού τσακίζει συνειδήσεις, ελευθερίες και κεφάλια για να επιβάλλει το «νόμος και τάξη», όπως το εννοούν οι πολιτικοί προϊστάμενοι και οι αφιονισμένοι της εξουσίας εγκάθετοι εντολοδόχοι, χρησιμοποιώντας τα όργανα της ασφάλειας, ως πολιορκητικούς κριούς αυθαιρεσίας και ασυδοσίας.

Το κράτος, πολιτική οργάνωση της οικονομικής ολιγαρχίας, κρίθηκε αναγκαίο για την προστασία δήθεν του κοινωνικού συνόλου, αλλά στην πραγματικότητα για την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων. Είναι η δύναμη, που με νομική κάλυψη κλήθηκε να εξισορροπήσει τις ταξικές αντιθέσεις, να καταστείλει και να πατάξει τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, να συντηρεί τις ανισότητες, τις αδικίες και την εκμετάλλευση και να διαμορφώνει κλίμα ηρεμίας, ομαλότητας και σταθερότητας. Όμως, η συνεχιζόμενη συσσώρευση πλούτου σε ολοένα και λιγότερους, η διαφύλαξη των κεκτημένων της αριστοκρατίας, η προστασία των προνομίων των εχόντων και ο έλεγχος της πλατειάς μάζας των εκμεταλλευόμενων δημιουργούν νέες αντιδράσεις, πολιτική ανυπακοή και εξεγέρσεις, με την ένοπλη απειλή του φόβου και του τρόμου να αναλαμβάνει την αντιμετώπιση και τη διαχείριση της κατάστασης.

Μετά από αρκετά χρόνια δημοκρατίας, στη διάρκεια της οποίας δεν έλειψαν τα πολιτικά εγκλήματα, φαίνεται ότι ξαναγυρίζουμε στα χρόνια της σκληρής και παρατεταμένης καταστολής και αυθαιρεσίας, με τρόπους και συμπεριφορές που σιγόκαιγαν στα μυαλά των σύγχρονων δημοκρατών, ακόμη και σοσιαλιστών, αδιάβαστων όμως, τότε που οι ξυλοδαρμοί και οι φάλαγγες επιστρατεύονταν για να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα τάξη και ασφάλεια. Οι τσαμπουκάδες, οι παλικαρισμοί και οι τραμπουκισμοί από τους ορκισμένους φύλακες και προστάτες, τους πληρωμένους από το υστέρημα του λαού, ακόμη και μετά το «παραδίνομαι» αποτελούν τη γνήσια έκφραση της πολιτικής ανικανότητας, της κατάχρησης εξουσίας, της ασύστολης βίας. Θεωρούν ότι παράγουν κοινωνικό έργο κάτω από τις εντολές πολιτικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων – πολλοί από τους οποίους ίσως να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά είναι υποχρεωμένοι να το γνωρίζουν – κατευθυνόμενοι από μια ηγεσία προσβεβλημένη από πνευματικό αλληθωρισμό, μεγαλομανία και αρκετή δόση υστέρησης και μειονεξίας, που πιστεύει ότι διαθέτει ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες και αναπαύεται στην καρέκλα της εξουσίας, όπου πολύ γρήγορα, από τις απερίσκεπτες, επιπόλαιες και αντικοινωνικές επιλογές της, θα γκρεμιστεί μαζί της. Η δημοκρατία αδύναμη και φτωχή, συρρικνωμένη και γυμνή όχι μόνο δεν μπορεί να αποτρέψει τις πληγές που ανοίγονται στο κορμί της, παρά χρησιμοποιείται και σαν τη νομική επιβεβαίωση των εγκλημάτων αδυνατώντας να απομακρύνει και να αποβάλλει τα θηριώδη ένστικτα που έχουν εγκατασταθεί στα νοσηρά μυαλά εξουσιαστικών αντιλήψεων και νοοτροπιών. Μειωμένη συνεχώς, πιο μικρή, πιο κοντή αποψιλώνεται και αργοπεθαίνει δολοφονημένη από τους θεσμούς και τα όργανα που η ίδια δημιούργησε και συντήρησε.

Ο εξευτελισμός και η ταπείνωση του ανθρώπινου σώματος, η υποκοσμική λεκτική και όχι μόνο επίθεση στη διαδηλώτρια με αναφορά και στη μάνα της από έμμισθους της ασφάλειας είναι αποτρόπαιες και ειδεχθείς πράξεις και έτσι δίνεται η αφορμή της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας για τον τρόπο, το βαθμό και την κατεύθυνση της εκπαίδευσής τους, αντίληψη που επιβεβαιώνεται από τις θέσεις των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών σωματείων τους. Μάλλον θα πρόκειται για παρέκκλιση μικρών ομάδων βάρβαρων συμπεριφορών, οι οποίες εκθέτουν και αμαυρώνουν ένα ολόκληρο σώμα, αλλά είναι ανάγκη να απομονωθούν και να απομακρυνθούν όσοι κατά καιρούς έχουν βιαιοπραγήσει και παραμένουν αδιόρθωτοι ή έχουν προτρέψει για καθάρισμα ανθρώπων και περιοχών, με τη χρήση της ένοπλης βίας. Γιατί είναι υπηρέτες των πολιτών και έχουν την υποχρέωση η συμπεριφορά τους να είναι προσεκτική, άμεμπτη και ιδιαίτερα ανθρώπινη και πολιτισμένη, να στέκονται άσφαιροι μπροστά στις διεκδικήσεις και τις αντιδράσεις τους, και να φέρουν τον οπλισμό μόνο όταν βρίσκονται απέναντι στους επικίνδυνους, τους ληστές και τους κακοποιούς.

Αρκετοί είναι αυτοί που συνηγορούν και επικροτούν τους βίαιους τρόπους παρέμβασης απέναντι στους αντιδραστικούς, τους αγανακτισμένους, τους αναρχικούς κλπ. Η τραγικότητα αυτή φανερώνει την επιφανειακή και επιδερμική προσέγγιση του τεράστιου αυτού ζητήματος, το οποίο για δεκαετίες βρίσκεται κάθε τόσο στην κορυφή των γεγονότων. «Η βία είναι υποχρεωτικά αναγκαστική, δεν έχετε εξοικειωθεί ακόμα με αυτό;» ρωτούσε τη δημοσιογράφο υπουργός της Κυβέρνησης. Πρέπει να ξεκαθαριστεί και να τονιστεί ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμιά ανοχή στις λεηλασίες, τις καταστροφές, τους βανδαλισμούς και τις καταλήψεις. Η προσέγγιση όμως, πρέπει να διέπεται από λεπτούς ανθρώπινους χειρισμούς, από ειδικούς επιστήμονες, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους κλπ. και να στηρίζεται σε ένα ευρύ φάσμα του πολιτικού συστήματος. Η παρουσία της αστυνομίας, όπως έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται να είναι διακριτική, αφού όχι μόνο δεν αποτρέπει, αλλά ενισχύει τις αντιδράσεις και αυξάνει τις πιθανότητες εντάσεων και συμπλοκών.

Οι αντιδράσεις και οι διεκδικήσεις δεν οφείλονται σε γεννημένους αφελείς ή πρόσκαιρους επαναστάτες, αλλά προέρχονται από τις τεράστιες αδικίες, τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Όσο οι ταξικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν και διευρύνονται, όσο η κοινωνία συντηρεί και αναπαράγει πλούτο για τους λίγους και φτώχεια για τους πολλούς, τόσο οι αντιπαλότητες, οι εξεγέρσεις και οι συγκρούσεις θα πολλαπλασιάζονται. Όσα όργανα και να επιστρατεύσει η Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση, την τιθάσευση και τον έλεγχο των καταστάσεων αυτών, όση βία και καταστολή ασκήσει και εφαρμόσει δεν πρόκειται να επιφέρει το επιδιωκόμενο γι’ αυτήν αποτέλεσμα, αφού η βία αναπαράγει βία και τα προβλήματα γεννιούνται και εκκολάπτονται στον πυρήνα του ίδιου του κράτους.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr