Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Η πρόσφατη αποτρόπαια περίπτωση του μόλις τρεισήμισι μηνών κοριτσιού Ρομά στο Διδυμότειχο που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σημάδια ακραίας εγκατάλειψης και σοβαρά τραύματα από τρωκτικό και η επακόλουθη σύλληψη του 22/χρονου πατέρα και της ανήλικης 16/χρονης «μητέρας» φέρνει στο προσκήνιο μια θλιβερή πραγματικότητα που όλοι τη γνωρίζουμε, αλλά κάνουμε πως δεν την ξέρουμε.
Σύμφωνα με τις εντόπιες δημοσιογραφικές πληροφορίες η «οικογένεια» αυτή των Ρομά διέμενε σε λαξευτή σπηλιά στο λόφο του κάστρου του Καλέ στο Διδυμότειχο. Θεωρείται βέβαιο πως πέρα από την τραγική τους φτώχεια αυτά τα νεαρά άτομα είναι αναλφάβητα κι ενδεχομένως κανείς τους δεν έχει φοιτήσει σε σχολική μονάδα ενώ παρασιτούν όντας ανεπάγγελτα. Πρόκειται δηλαδή για ένα νεαρό ζευγάρι που ζει κυριολεκτικά στο περιθώριο της κοινωνίας μας, αγνοώντας πιθανόν και τις όποιες γονικές τους ευθύνες.
Η Δικαιοσύνη είναι βέβαιο πως θα τους καταλογίσει αυτές τις ευθύνες σε σχέση με την εξέλιξη της υγείας του βρέφους, αλλά η περίπτωσή τους πρέπει να αποτελέσει αφορμή για να συλλογιστούμε και τις ευθύνες του κράτους και της κοινωνίας μας. Κι αυτό γιατί σε μια σύγχρονη κι ευνομούμενη χώρα η λεγόμενη κοινωνική πρόνοια θα έπρεπε να είναι πανταχού παρούσα, να προλαμβάνει και να εξουδετερώνει «εν τω γεννάσθαι» τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες ζωής ανηλίκων κι ενηλίκων.
Να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι «γονείς» , αλλά ποιος θα τιμωρήσει το κράτος που επιτρέπει να αναπτύσσονται και να εμφανίζονται τέτοιου είδους κοινωνικά φαινόμενα; Μήπως η οπτική μας είναι αρκούντως μυωπική, ώστε να έχουμε μια διαστρεβλωμένη ιδέα περί δικαίου σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο αριβισμός, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και η πλεονεξία;
Φυλακίζουμε τον πεινασμένο που κλέβει ένα ψωμί και χειροκροτούμε τον χορτάτο που κλέβει εκατομμύρια.
Δικάζουμε την καθαρίστρια που παραποίησε το απολυτήριο του δημοτικού για να βρει εργασία κι αφήνουμε στο απυρόβλητο τους επώνυμους που λένε ανερυθρίαστα ψέματα κι εξαπατούν το λαό.
Ανεχόμαστε πλάι στις πολυτελείς επαύλεις και τα θέρετρα της χλιδής να βρίσκονται οι άστεγοι των δρόμων, οι σκοτεινές τρώγλες και τα φτωχόσπιτα της εργατιάς.
Προβάλλουμε τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη, αλλά αδιαφορούμε για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Καταγγέλλουμε την έξαρση της εγκληματικότητας μα αφήνουμε την οικονομική ολιγαρχία να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους, να δημιουργεί ανέργους, πεινασμένους, αγράμματους, οδηγώντας τους φτωχούς στην παραβατικότητα.
Αντί να βοηθάμε τον πεσμένο να σηκωθεί τον σπρώχνουμε σε «πέσιμο πιο βαθύ» για να ικανοποιήσουμε τη φαρισαϊκή ηθική μας, γιατί: Τι θα γίνουμε χωρίς τους πεσμένους;
Παραβλέπουμε ότι το πρόβλημα στη σημερινή κοινωνία της αταξίας και της ενοχής δεν πρέπει να είναι η τιμωρία, αλλά η εξάλειψη του κακού.
Πόσο επίκαιροι, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι οι στίχοι του τραγουδιού «Κοινωνία Ένοχη» που έγραψε ο αξέχαστος Χρήστος Κολοκοτρώνης και τραγούδησε με τη στιβαρή φωνή του ο Στέλιος Καζαντζίδης το 1958:

Κοινωνία ένοχη παλιοκοινωνία
είσαι σκάρτη κι άπονη και σε κατηγορώ
μες στην αδικία σου και μες στην τυραννία
κοινωνία ένοχη να ζήσω δεν μπορώ.