Έρχεται ο υπουργός Βορίδης στη Λακωνία. Σε απαστράπτουσα σάλα θα μιλήσει σε ασφαλές κομματικό ακροατήριο για τα επιτεύγματα της πολιτικής στον τομέα της αγροτικής οικονομίας και παραγωγής. Αντίλογος μάλλον δεν θα υπάρξει, τουναντίον χειροκροτήματα και επευφημίες για όσα έχει ενδεχομένως κατορθώσει αλλά και όσα σχεδιάζει, πάντα για το καλό των αγροτών.

Κάποιες εκατοντάδες μέτρα πιο κει από τη σάλα της κομματικής υπερχείλισης ένα αγρότης, μόνος, βαδίζει αργά στον ελαιώνα του… Κοιτά τα δένδρα του πατέρα του και συλλογίζεται ότι φέτος δεν έχει εισόδημα. Ωστόσο νιώθει τόσο βολικά ανάμεσα στις ελιές του που δεν λέει να γυρίσει πίσω…
Πίσω… Που να γυρίσει; Σε μια αποθήκη με απούλητες ελιές καλαμών. Με το λάδι του απούλητο στον συνεταιρισμό… Με την tv να κατρακυλά τις φετινές τιμές του λαδιού;
Είναι οικογενειάρχης. Μάλιστα απ΄αυτούς που κάποια χρόνια πριν έδιναν μάχη για να πείσουν γονικά, νύφες, κοινωνία και πολιτικούς ότι ο Έλληνας αγρότης μπορεί και πρέπει να έχει καλύτερο μέλλον…
Τώρα είναι μόνος ανάμεσα στις ελιές του. Ευλογημένο αλλά ξεσκέπαστο το μαγαζί… Αν την χρονιά που θα έχει σοδειά ο καιρός «κτυπήσει» τότε η τριετία χωρίς εισόδημα δεν αντέχεται. Με τι πρόσωπο να πάει για λιπάσματα, δίχτυα, πετρέλαιο..;
Τα παιδιά μεγαλώνουν, τα γονικά γερνούν, τα έξοδα, αυξάνονται…
Οι Τράπεζες και το Διεθνές Εισπρακτικό σύστημα δεν αλλάζουν χαβά. Κι ο αγρότης, μόνος, ψάχνει την κλωστή της μοίρας του…

Κάποτε του είχαν πει ότι ένα κράτος δικαίου μπορεί να διαμορφώνει συνθήκες έτσι ώστε το ρίσκο του αγρότη να μειώνεται και η ζημιά να διορθώνεται. Όμως έτσι οδηγήθηκε σε μια ομηρία που πνίγει κάθε όραμα, κάθε φιλοδοξία, κάθε στόχο του.

Μονολογεί: «Καλλιεργώ αυθεντικά, παράγω ιδανικά, ο καρπός μου είναι πράγματι ευλογημένος και δεν μπορώ να ζήσω… Τι δεν κάνω καλά; Τι φταίει; Ποιά μοίρα με κατατρέχει;»

Τον διακόπτει ένα κύμα χειροκροτημάτων για τον Μάκη Βορίδη που μόλις έχει ολοκληρώσει τον λόγο του…

Ο αγρότης, μόνος, συνεχίζει σαν φάντασμα ανάμεσα στις άκαρπες ελιές… Νιώθει την βία στο βιός του. Ζει το αδιέξοδο όσο ποτέ. Είναι τυχερός στην δυστυχία του γιατί τέτοια συναισθήματα, μέσα στην φύση, ευτυχώς δεν οδηγούν σε απόγνωση… Παρ όλα αυτά οργίζεται, ώρες που είναι… Θέλει, έξω από μπλόκα, έξω από συντεχνίες να φωνάξει και να ταρακουνήσει αυτούς που του «πίνουν το αίμα».
Αυτούς που στήνουν παζάρια και βιομηχανίες πλούτου εκμεταλλευόμενοι τον «πράσινο χρυσό» της Ελλάδας. Τους «χωροφύλακες» της ελιάς καλαμών και τους «εμπόρους» της εξαιρετικής παραγωγής…
Αυτούς που έγιναν εφοπλιστές της ελιάς σε βάρος του έλληνα αγρότη. Που είναι οι χρηματιστές του λαδιού… και αναβάζουν και κατεβάζουν τιμές, υπουργούς, Κυβερνήσεις…
Όμως μόνος, ξέρει ότι δεν μπορεί. Δαμάζει τη γη αλλά όχι τον άνθρωπο.

Ήρθε η ώρα να σφίξει γερά τα λιγοστά τσουβάλια και να γυρίσει πίσω…
Φορτώνει, μόνος. Κάνει να βγει στη δημοσιά με το χρωστούμενο αγροτικό και ένας τροχονόμος τον ακινητοποιεί… Πρέπει να περιμένει. Περνά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, με την δημόσια λιμουζίνα του, ακολουθούμενος από, ουκ ολίγους, αυλικούς και παρατρεχάμενους…
Να κάνει να βγει να του μιλήσει μιας και βρέθηκε στο χωράφι του κοντά..; Συλλογιέται… «Τι νόημα έχει. Και γείτονας σου να είναι ο υπουργός, είναι υπουργός…»
Δεν αλλάζει κάτι στην ουσία της κατάστασης που ζει...
Περιμένει, κοιτάζοντας τον συννεφιασμένο Ταϋγετο…