Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Για να αντιληφθούμε και πολύ περισσότερο για να κατανοήσουμε μια κοινωνία πρέπει να εμβαθύνουμε και να αναλύσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα γνωρίσματά της, τις δομές και τις λειτουργίες της, τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, εργαζομένων και εργοδοτών, το βιοτικό τους επίπεδο, τη θέση και τη συμπεριφορά της απέναντι στις θρησκείες και τα χρώματα των ανθρώπων και τον δείκτη της πνευματικής καλλιέργειας και της μόρφωσης των πολιτών στη βαθμίδα της ποιοτικής αξιολόγησης. Για την Ελληνική κοινωνία πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και να προσμετρηθούν και εκείνα τα στοιχεία που συνέτρεξαν κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της. Η πλούσια κληρονομιά και η βαριά παρακαταθήκη είχαν προδιαγράψει μια κοινωνία υψηλού επιπέδου, πρωτοπόρα στις αρχές, τις ιδέες και τις αξίες, αφού οι ρίζες ήταν βαθιές και το δέντρο αναμενόταν ισχυρό, ανθεκτικό και καρποφόρο.

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από το Αμερικανικό Κέντρο Ερευνών Pew κατά την περίοδο 2015 – 2017 σε 34 κράτη της Ευρώπης, το 74% των Ελλήνων πιστεύει ότι δεν μπορεί να είναι Έλληνας όποιος δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα από Έλληνες γονείς και το 76% θεωρεί τη χριστιανική πίστη στοιχείο της εθνικής ταυτότητας και ότι «αληθινοί Έλληνες» είναι μόνο χριστιανοί. Ακόμη μόνο το 31% θα αποδεχόταν έναν μουσουλμάνο ως μέλος της οικογένειάς τους και το 35% έναν Εβραίο. Η έρευνα αυτή παρότι έγινε στα χρόνια της κρίσης αντανακλά την ιδιοσυγκρασία, αλλά και την αντίληψη της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων και πιστοποιεί τα στοιχεία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ταυτότητά της.

Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητή η διάκριση μεταξύ Παιδείας δηλ. της δραστηριότητας που αποβλέπει στην πνευματική και ηθική αγωγή, στη διάπλαση των νοητικών δυνάμεων και του χαρακτήρα, στη μετάδοση θεωρητικών, θετικών και πρακτικών γνώσεων και γενικότερα στη μόρφωση των ανθρώπων και Εκπαίδευσης δηλ. της οργανωμένης θεσμοθετημένης ενέργειας μέσω της οποίας με βάση καθιερωμένο σχέδιο, σκοπό και περιεχόμενο επιδιώκεται η παροχή γνώσεων με τη διδασκαλία.

Η Παιδεία που είναι για τον Πλάτωνα «δεύτερος ήλιος για τους ανθρώπους», αλλά και η φράση από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτη «Έλληνας είναι όποιος μετέχει της Ελληνικής Παιδείας», που για πολλά χρόνια αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο πορεύτηκε η χώρα μας, σήμερα προσπερνώνται, αμφισβητούνται και κλονίζονται. Η εκπαίδευση χρόνια τώρα σχεδιάζεται με τρόπο και περιεχόμενο, που αντί να στηρίζεται στην κλασική παιδεία και να προβάλει τα βαθιά και δυναμικά στοιχεία του πολιτισμού στην πραγματικότητα τα παραμερίζει, τα μειώνει και τα αποδομεί, αφού πρώτα αλλοιώνει την αληθινή ιστορία και «κατασκευάζει» πολίτες χωρίς βούληση, υποτακτικούς και πειθήνιους, εκπαιδευμένους απαίδευτους. Σε μεγάλο βαθμό το έχει κατορθώσει, το έχει πετύχει, αφού έχει καταφέρει να πριονίσει τις βάσεις των δεσμών με το παρελθόν και με την προκάλυψη του εκσυγχρονισμού έχει προωθήσει συγκεκριμένους στόχους κοινωνικής χειραφέτησης, ώστε το παραγόμενο προϊόν να είναι συμβατό με τις δικές της επιδιώξεις και σκοπιμότητες, τις αρχές της δικής της κανονικότητας.

Τελικά γεννιέται το ερώτημα: Ποια ήταν η σύσταση και η μορφή της Ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια και πώς μπορεί να χαρακτηριστεί σήμερα;

Παρακολουθώντας και αναλύοντας τα βασικά της γνωρίσματα, τα αντιπροσωπευτικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «φυσιογνωμίας» της, τα περί οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας, ισοκατανομής των αγαθών, δικαιοσύνης, κοινωνικού παρά ιδιωτικού ελέγχου των μέσων παραγωγής, των διακριτών σχέσεων Εκκλησίας και κράτους, της δωρεάν Παιδείας για να είναι προσιτή σε όλα τα παιδιά του λαού κλπ. που ήταν κυρίαρχα και αδιαπραγμάτευτα, δηλ. αρχές με σοσιαλιστική προοπτική και περιεχόμενο, στην πορεία απεμπολήθηκαν, αφού οι υπεύθυνοι συμβιβάστηκαν και υπέκυψαν στο κράτος των οικονομικά και θρησκευτικά ισχυρών. Έκτοτε η Ελληνική κοινωνία, μετά από διακυμάνσεις και αμφιταλαντεύσεις, κινείται με ρυθμό στατικό και χαλαρό, δεν είναι θερμός υποστηρικτής της πραγματικής προόδου και της βελτίωσης ή και αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και απέχει σημαντικά από την επιβαλλόμενη εντατικοποίηση και τη μεταρρυθμιστική αναγκαιότητα. Έτσι, η προοδευτικότητα εγκλωβίζεται και χάνεται μέσα στις αντικρουόμενες επιλογές με το πραγματικό όφελος να είναι από ασήμαντο ως ανύπαρκτο.

Από τα στατιστικά στοιχεία, αλλά και την πορεία της, η Ελληνική κοινωνία, με μικρές αναλαμπές που έσβησαν και ξεχάστηκαν φαίνεται ότι γίνεται ολοένα και πιο συντηρητική. Δειλιάζει και φοβάται να προχωρήσει στο νέο, το καινούργιο, που προϋποθέτει ρίσκο και το ενδεχόμενο της όποιας αποτυχίας και παραμένει σε ξεπερασμένες και ανελαστικές συνήθειες και επιλογές που την έχουν οδηγήσει στην ακινησία και την τελμάτωση. Η τόλμη και ο αγώνας για την ανακάλυψη και την προώθηση καινοτόμων και ριζοσπαστικών ενεργειών που θα ανατάξουν και θα ξεσκουριάσουν αντιλήψεις, σκέψεις και συνειδήσεις λείπουν από τις προθέσεις και τις προτεραιότητές της, οι συμβιβασμοί είναι απόλυτοι, παρά τις δεκαετίες πνευματικής ανάπτυξης και πολιτιστικής εξέλιξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πίστη πολλών στην ανωτερότητα της ελληνικής φυλής, η οικειοποίηση του πολιτισμού (σε ευρωπαϊκή έρευνα δηλώσαμε το 89% ότι είμαστε πρώτοι στον πολιτισμό) και η ταύτιση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό, χωρίς να παραβλέπεται σε γενικές γραμμές η διαχρονική συμπόρευση, αποτελούν στοιχεία παθητικής παρά ενεργητικής στάσης, ίσως και τροχοπέδης, σε έναν πλανήτη που τα πάντα μεταβάλλονται και εξελίσσονται, που τα αξιώματα-δόγματα αμφισβητούνται στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν κοντά στις νεώτερες ανακαλύψεις της επιστήμης και τις σύγχρονες απαιτήσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες και να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις, που η εξελικτική πορεία διαμορφώνει.

Η αντιστροφή αυτής της κατάστασης απαιτεί ανοικτό πνεύμα, αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και θάρρος. Οι σημερινές νοοτροπίες και απόψεις δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ένα σταθερά εξελισσόμενο και ευνοούμενο Ευρωπαϊκό κράτος. Για την αναδιάταξη και τον αναπροσανατολισμό του συνόλου της Ελληνικής κοινωνίας θα χρειαστεί συνεχής και διαρκής αγώνας. Όμως, κάποια στιγμή πρέπει να γίνει η αρχή, γιατί πολύς χρόνος ανεκμετάλλευτος έχει περάσει. Η θεωρία και τα λόγια το διαπιστώνουν, αλλά είναι ανάγκη να γίνουν πράξη.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr