Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

«Γυναίκες και παιδιά της Σπάρτης πλέκουν κάλτσες και άλλα είδη ρουχισμού για τους φαντάρους στο μέτωπο».

Η λεζάντα της παλιάς αυτής φωτογραφίας, του εκλεκτού συμπολίτη μας κι ευπατρίδη Ν. Γεωργιάδη, μας πηγαίνει πίσω σ’ εκείνες της ανεπανάληπτες στιγμές του ΟΧΙ των Ελλήνων, της 28ης Οκτωβρίου 1940.

Το πρωινό εκείνο οι Έλληνες, με το χαμόγελο στα χείλη, έφυγαν για το μέτωπο για να υπερασπίσουν την εθνική τιμή και το φιλότιμο που είχε προσβληθεί βάναυσα από τις ιταμές προκλήσεις του Μουσολίνι και της φασιστικής Ιταλίας . Ένας μικρός Λαός φτωχός , ταλαιπωρημένος και καταπιεσμένος , βγήκε καταμέτωπα μπροστά σε μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία της εποχής και , κάνοντας όπλο και ασπίδα τη φλόγα της ψυχής του και την αγάπη του για την Ελευθερία και την Ελλάδα , κατάφερε την πρώτη νίκη κατά του άξονα και αναπτέρωσε το λαβωμένο ηθικό των ελεύθερων λαών .

Όμως , εκεί , πάνω στα βουνά της Πίνδου , οι Ιταλοί δεν ήταν ο κυριότερος εχθρός των Ελλήνων στρατιωτών . Ο βαρύς χειμώνας του ’40 – ’41 , το κρύο που ήταν ανυπόφορο , η βροχή που πότιζε ως το κόκαλο άνδρες και άλογα κι έκανε τα ορεινά μονοπάτια λασπότοπους και , κυρίως , το χιόνι και ο πάγος που πάγωνε το κορμί και πιο πολύ τα πόδια ήταν οι μεγάλοι εχθροί . Χιλιάδες άντρες που πολεμούσαν με αυταπάρνηση στις χιονισμένες πλαγιές και κορυφές της Πίνδου , βρέθηκαν κάποια στιγμή φορτωμένοι σε ζώα και φορεία με τυλιγμένα τα πόδια τους στα «επιδεσμοβαμβάκια» και μετά στα νοσοκομεία του μετώπου όπου –πολλοί απ’ αυτούς - έχασαν τα πόδια τους από τα κρυοπαγήματα , τον νέο , άγνωστο και ύπουλο εχθρό , που καραδοκούσε σε κάθε βήμα τους εκεί στο μέτωπο της Πίνδου .

«Από τις 27 Δεκεμβρίου που πήγαμε απάνω μέχρις τις 2 Φεβρουαρίου, γης δεν πατήσαμε. Χιόνι μόνο. Κοιμόμασταν το βράδυ εδώ και πήγαινε 20 πόντους ο άνθρωπος μέσα, κατακάθονταν το χιόνι κι εκεί ξημερώναμαν. Έπαθαν πολλοί κρυοπαγήματα. Εμένα μου είπαν να μου το κόψουν το ποδάρι στο κότσι. Κρυοπάγωσε. Κατέβηκα στο Στεπέζι, έκατσα τρεις μέρες, θα ξανάρθεις πάλι μου είπαν. Στην Κολόνια κοιμόμουν, εκεί ήταν τα μεταγωγικά. Ύστερα από τρεις μέρες πήγα, α! λέει ένας αξιωματικός εκεί: – Ε! Ζυγούρη το ποδάρι θα το κοντέψουμε στο κότσι. – Όχι, του είπα, δεν το κονταίνω. Κόντεψαν (τα ποδάρια) σε δύο (στρατιώτες) από το Γυμνότοπο (χωριό της Άρτας), έναν Τάτση κι έναν Χρήστου. Τα έκοψαν στα γόνατα πάνε και οι δυο… Εγώ φοβήθηκα, αν μου κάμουν μια ένεση θα μου το κόψουν, αλλά έτσι άμα κάθομαι δεν τους αφήνω. Θα φύγω.»...

Ζυγούρης Κωνσταντίνος, 24ο Σύνταγμα Πεζικού Πρέβεζας , μαρτυρία.

Ο Λαός που είχε μείνει πίσω πήρε το μήνυμα απ’ το μέτωπο της Πίνδου κι ανασκουμπώθηκε . Ήδη από το 1939 είχε ιδρυθεί από μια ομάδα Αθηναίων κυριών η οργάνωση «Η Φανέλα του Στρατιώτη» , στην οποία , μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, συσπειρώθηκε ΟΛΟΣ ο γυναικείος πληθυσμός της Ελλάδος με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό τη συγκέντρωση ρουχισμού για τον Ελληνικό Στρατό , που διαφέντευε τη χώρα στα αλβανικά βουνά , εκεί που ο χειμώνας αποδεικνυόταν ο χειρότερος εχθρός , με όπλα παλιά και πενιχρά και (κυρίως) με ιματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου , με γκέτες και αρβύλες τελείως ακατάλληλες για τα παγωμένα βουνά της Πίνδου , με κλινοσκεπάσματα μετρημένα , με προμήθειες περιορισμένες και μέσα μεταφοράς ανεπαρκή .

Σύζυγοι , μανάδες , γιαγιάδες , αδερφές , θειάδες … γυναίκες παντρεμένες μα και ανύπαντρες , νιες και γερόντισσες ακόμα και παιδιά κορίτσια , ΟΛΕΣ οι γυναίκες της Ελλάδας , είχαν δεν είχαν άνθρωπο δικό τους στο Μέτωπο , πιάσανε στα χέρια τους τις βελόνες του πλεξίματος και τα βελονάκια και τις βελόνες για το ράψιμο , βρήκανε μαλλί και ρόκες και ανέμες για να γίνει το μαλλί νήμα , αφήσανε κάθε άλλη δουλειά και έγνοια στην άκρη κι απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί πλέκανε και ράβανε μάλλινες ζεστές φανέλες , κάλτσες , γάντια , σκελέες , σκουφιά και άλλα ρούχα χρειαζούμενα , για να τα στείλουν στους Έλληνες Στρατιώτες που πολεμούσαν μέσα στον παγωμένο χειμώνα , εκεί στα χιονισμένα βουνά του αλβανικού μετώπου της Πίνδου .

Γέμισε όλη η Ελλάδα , απ’ άκρου εις άκρον , με την αφίσα εκείνη της «Φανέλας του Στρατιώτη» που παρίστανε την εικόνα μιας γυναίκας να πλέκει για τους στρατιώτες, έργο και προσφορά στον αγώνα της νεαρής , τότε , χαράκτριας της Σχολής Καλών Τεχνών Βάσως Κατράκη.

Πόσοι στρατιώτες γλίτωσαν τη ζωή και τα πόδια τους απ’ το κρύο χάρη στη «Φανέλα του Στρατιώτη» ; Πόσοι στρατιώτες μπόρεσαν να κρατήσουν το ντουφέκι σε χέρια ζεστά και σίγουρα και να πατήσουν την παγωμένη γη με στέρεα και ζεστά ποδάρια, φωνάζοντας «αέρα» στον εχθρό κατά τις επιθέσεις της Νίκης ; Κανείς δεν θα το μάθει ποτέ . Είναι σίγουρο , όμως , πως ΚΑΙ η «Φανέλα του Στρατιώτη» έπαιξε το δικό της σημαντικό ρόλο στην ανεπανάληπτη εποποιία του ’40 . Σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής , τα πλεκτά μάλλινα είδη που παραδίδονταν στη «Φανέλα του Στρατιώτη» , για να προωθηθούν στο Μέτωπο έφταναν , καθημερινά , τις τρεις χιλιάδες !!! Παρόμοιος αριθμός έφτανε ΚΑΙ στην Πολιτική Αμυνα αλλά ΚΑΙ στο ειδικό τμήμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού . Συνολικά τουλάχιστον 107.500 δέματα στάλθηκαν στους μαχόμενους στρατιώτες μας στα ελληνοαλβανικά σύνορα εκείνο το χειμώνα του ’40-’41 . Πραγματικά , όπως όλοι αναγνωρίζουν , την ένδοξη ιστορία του 1940-41 δεν την έγραψαν μόνο οι Έλληνες φαντάροι με τα όπλα τους πάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου . Μαζί τους την έγραψε ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός που στήριξε ολόψυχα και αταλάντευτα το ΟΧΙ .

«Όμως , «δίπλα στους «φτωχοδιάβολους που , ενώ πήγαιναν να πολεμήσουν, ταλαιπωρημένοι βαδίζοντας μερόνυχτα με στολές πολύ μεγαλύτερες από το νούμερό τους , γελούσαν και τραγουδούσαν» (Λίλαντ Στόου, Αμερικανός δημοσιογράφος) , τραγουδούσε και πολεμούσε και «μεθούσε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα» η επιστρατευμένη ελληνική ψυχή .»

Μαρίνα Πετράκη , Ο Πόλεμος του 1940 στα μετόπισθεν , εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 26-10-2013

«Είπεν ο λαός μου:

το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες

απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός

έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων.»

ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ , Άξιον Εστί