Ανάκαμψη. Ανάπτυξη. Ρυθμοί. Στόχοι. Τόσες λέξεις κενές νοήματος. Κούφιες και σκοτεινές. Βγάζουν μονάχα το θόρυβο άδειου τενεκέ. Δεν μπορεί να γελάσει ο πολίτης γιατί οι μύες του ξέχασαν να γελούν…

Συνοχή. Αλληλεγγύη. Πολιτισμός. Πόσο γελοίος φαντάζει αυτός που κρύβεται πίσω από τις λέξεις της καθημερινής ενοχής του. Καταδικασμένος αφήνει τον συνάνθρωπο να βυθίζεται στο βούρκο του υλισμού γιατί μόνον έτσι θα βρει ώμους να πατήσει για να σωθεί… Νομίζει…

Αθρωπάρια. Ανθρωποειδή. Ανθρωπόμορφα. Ποτέ ανθρώπινα. Πορεύονται νύχτα – μέρα γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό τους ακριβώς όπως κάνουν τα μικρά αναλώσιμα γρανάζια της μηχανής. Γύρω – γύρω από τον εαυτό τους, χωρίς να νιώθουν ότι κινούν το θάνατό τους. Φθορά, μεγαλειώδης...

Βίασαν την Παιδεία. Ξέσκισαν την Ιστορία. Έδεσαν τη Λογική. Φυλάκισαν το Πνεύμα… Μα μπαίνει φυλακή το πνεύμα; Ναι όταν γεννιέται μέσα σε αυτήν, σε αυτήν θα μείνει ευτυχισμένο…

Μαρασμός, απελπισία. Με τον αντίχειρα του πιθήκου να νομίζει ότι ελέγχει όλο τον κόσμο σε ένα φορτισμένο παράθυρο όσο ένα σπιρτόκουτο. Απατημένος φωτεινός παντογνώστης. Ξέρει τα πάντα και δεν ξέρει τίποτα… Βλέπει τα πάντα όσο φτάνει η μύτη του…

Αλίμονο σε αυτόν που νιώθει λίγη ευτυχία μέσα στη δυστυχία των άλλων.
Αλίμονο σε εκείνον που νιώθει τυχερός γιατί γεμάει το στομάχι του.
Αλίμονο σε εκείνους που θέλουν μάζα για να φθάσουν στην κορυφή.
Αλίμονο σε αυτούς που γνωρίζουν και σιωπούν…

Πατρίδα. Μάνα. Πίστη. Ανάθεμα σας που επιβιώσατε ανάμεσα στο κακό και στο άδικο. Ανάθεμά σας που αντέξατε στο κρίμα και στο πρόστυχο. Ανάθεμά σας που «γεννήσατε» αγνούς σε αμαρτωλά χώματα. Πόσος εγωισμός υπάρχει στα στήθια σας για να θυσιάζετε τα όμορφα, τα γνήσια, τα όνειρα, τις ιδέες σε ένα κόσμο που ανεχτήκατε, που δικαιολογήσατε, που τελικά φτιάξατε… για να πείτε τελικά ότι νικήσατε.

Κλαίτε τώρα πάνω από τα κουφάρια της νιότης.
Βογγάτε δίπλα από τα μαυρόρουχα της μέρας.
Φαρμακώνεστε για ότι δεν αλλάξατε…
Μωρές παρθένες, μαύροι άγγελοι, τόποι πουλημένοι…

Ποιός άγιος, ποιος σοφός, ποιος ήρωας μας λείπει; Ποιός;