MANH. Η πρώτη πληροφορία για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915 - 2011) είχε έρθει πριν από πολλά χρόνια, από την Αγάπη, κόρη του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης Εμμανουήλ Β. Σπιθούρη. Πολύ πριν από τα βιβλία και τα δημοσιεύματα, προτού σχηματίσω την πλήρη εικόνα -του διάσημου ταξιδιωτικού συγγραφέα, του περιηγητή, του φιλέλληνα, του λόγιου, του κοσμοπολίτη, του ζωγράφου- ο συναρπαστικός «Πάντι» είχε πάρει μορφή μέσα από μία προσωπική αφήγηση, η οποία εξιστορούσε το γύρισμα της τύχης που κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τον έφερε στα βουνά της Κρήτης με την ιδιότητα του συνδέσμου - αξιωματικού με τον ελληνικό στρατό: Τη ζωή του επί δύο χρόνια με τους βοσκούς προκειμένου, χωρίς να αποκαλυφθεί, να βοηθήσει τους αντάρτες, τον ηγετικό του ρόλο στην απαγωγή του Γερμανού διοικητή, στρατηγού Κράιπε και τη σχέση του με τον Ανωγειανό «Νταμπακομανώλη», ο οποίος κατά το ιστορικό Σαμποτάζ της Δαμάστας τον Αύγουστο του 1944, σώθηκε από θαύμα παρότι βαρύτατα τραυματισμένος.

Οι Κρήτες βοσκοί τον αγάπησαν πολύ, έλεγαν ότι κάτι βαθύ τους συνδέει -για κείνους ήταν ο «Φιλεντέμ», από τον ομότιτλο τραγούδι που ο Λη Φέρμορ αγαπούσε πολύ και ο «Μιχάλης» (τον αποκαλούσαν και με τα δύο ονόματα).

«... Όσο όμως αυτό που βλέπουμε γύρω μας οφείλεται στη δωρεά των Φέρμορ, άλλο τόσο οφείλεται στη γενναιοδωρία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Οφείλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο και στις αποφάσεις του αλλά και στους συνεργάτες του Ιδρύματος που παρακολούθησαν από την αρχή το έργο στενά, τον Κώστα Λιβέρη και την Άννα Μαρία Κοσμόγλου. Όταν για πρώτη φορά καταθέσαμε μία πρόταση ζητώντας από το Ίδρυμα Νιάρχου να αναλάβει τη δαπάνη της επισκευής της οικίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα διεθνές κέντρο φιλοξενίας ανθρώπων του πνεύματος, το Ίδρυμα (σοφά) πρότεινε και χρηματοδότησε την σύνταξη ενός Επιχειρηματικού Σχεδίου, προκειμένου να εξετασθούν σε βάθος τα οικονομικά στοιχεία και η βιωσιμότητα του εγχειρήματος. Τη μελέτη ανέλαβε η Αγγλο-Αμερικάνικη εταιρεία ΑΕΑ Consulting. Τα συμπεράσματα δεν απείχαν πολύ από τις αρχικές, μάλλον πληθωρικές προτάσεις του Μουσείου, συνέστηναν όμως σταδιακή ανάπτυξη του προγράμματος της λειτουργίας του σπιτιού. Με βάση την πρόταση του Μουσείου αλλά και τη μελέτη αυτή, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος πήρε την απόφαση να καλύψει εξ ολοκλήρου, με μία πολύ μεγάλη δωρεά, το σύνολο των δαπανών για την επισκευή και τον εξοπλισμό της της οικίας Φέρμορ» σημείωσε η κ. Γερουλάνου.

Ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας και η παρότρυνση του Τζαννή Τζαννετάκη

«Η τύχη του σπιτιού όταν εκείνοι θα έφευγαν απασχολούσε τον Πάντι και την Τζόαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ήξεραν ότι η οικογένεια τους, αλλά και οι φίλοι τους, που με τόση ευχαρίστηση έμεναν σε αυτό όταν τους επισκέπτονταν στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν στην Καρδαμύλη. Περίπου εκείνη την εποχή, ίσως λίγα χρόνια αργότερα, ο Νίκος και η Μπάρμπαρα Χατζηκυριάκου - Γκίκα είχαν δωρίσει το σπίτι τους στο Μουσείο Μπενάκη […] Ο Νίκος και η Μπάρμπαρα ήταν πολύ καλοί τους φίλοι και η ιδέα του άρεσε. Όταν μάλιστα, κάτι ανάλογο τους πρότεινε και ένας άλλος φίλος τους, ο Τζαννής Τζαννετάκης, άρχισαν να σκέπτονται σοβαρά πώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν στη δωρεά» («Πάτρικ Λη Φέρμορ. Και το ταξίδι συνεχίζεται», έκδοση Μουσείο Μπενάκη).

Ήταν λοιπόν, ο φίλος τους Τζαννής Τζαννετάκης, ο οποίος τους παρότρυνε και τους έπεισε να δώσουν το σπίτι αυτό στο Μουσείο. «Γιατί ναι μεν ο Αντώνης Μπενάκης γνώριζε τον Πάντι και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο του είχε διαθέσει ένα γραφείο μέσα στο Μουσείο για να γράφει, η δε κόρη του, η Ειρήνη Καλλιγά συνδέθηκε μαζί του με μία φιλία που κράτησε πολλά χρόνια. Αργότερα συνδέθηκαν και με τον Άγγελο Δεληβορριά.

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 2011, πλήρης εμπειριών και ημερών, σε ηλικία 96 χρονών. Η αγαπημένη του Τζόαν -επαγγελματίας φωτογράφος- με την οποία πρωτοσυναντήθηκαν στο Κάιρο, που ήταν η βάση των καταδρομικών και κατασκοπευτικών επιχειρήσεων του Πολέμου και παρέμειναν αχώριστοι μέχρι τέλους, είχε φύγει από τη ζωή λίγα χρόνια νωρίτερα. Περίπου δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Πάντι άρχισαν και τα πρώτα σχέδια για την ανακαίνιση της οικίας και επί της ουσίας, τον μετασχηματισμό και τη νέα χρήση της.

Το αντίσκηνο, οι ντόπιοι τεχνίτες και η βαλίτσα από τα ταξίδια

Πραγματικά «κρυμμένο» από τον δημόσιο δρόμο -φτάνεις από την Καρδαμύλη στο Καλαμίτσι, στρίβεις δεξιά, κατεβαίνεις μία μάλλον απότομη κατηφόρα και ακολουθείς ένα φιδωτό μονοπάτι- το σπίτι του Πάντι και της Τζόαν είναι ένας μικρός παράδεισος. συνέδεε μία ιδιαίτερη και ισχυρή φιλία» εξήγησε η Ειρήνη Γερουλάνου.

Οι Φέρμορ διάλεξαν το σημείο, που απλώνεται σε μία έκταση 9 στρεμμάτων, τη δεκαετία του ’60 και «όσο χτιζόταν το σπίτι ζούσαν σε μια σκηνή μέσα στη κτήμα, έδιναν οδηγίες και παρακολουθούσαν συνεχώς την εξέλιξη των εργασιών. Και κάθε τόσο έστηναν ένα γλέντι για να γιορτάσουν τις επιτυχίες τους».

Όπως είπε ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Κούρκουλας, μιλώντας στους δημοσιογράφους στην αυλή της ανακαινισμένης οικίας των Φέρμορ, εκείνη την εποχή, ο Πάντι στήνει «ένα στρατιωτικό αντίσκηνο και καλεί τους φίλους του ντόπιους τεχνίτες». Όπως και τον επίσης φίλο του, μοντερνιστή αρχιτέκτονα Νίκο Χατζημιχάλη (ο οποίος είχε σχεδιάσει τα κτίρια της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο παλιό αεροδρόμιο). Αλλά την ίδια στιγμή «ανοίγει» και «το βαλιτσάκι με τις ψηφίδες από τα ταξίδια που είχε κάνει», την παλέτα ενός ταξιδευτή.

Το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι, όπως ορθά επισήμανε ο Κούρκουλας, ότι «όταν βλέπεις το σπίτι, δεν φαίνεται ούτε ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας, ούτε τα ταξίδια». Κατά ένα περίεργο τρόπο «φαίνεται σαν τοπικό σπίτι».

γράφει η Ειρήνη Ορφανίδου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΟΥΡΓΙΑΝΤΑΚΗΣ

Πηγή: HUFFPOST