Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η Μανούλα μου «έφυγε» το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου . Όμως , όλοι όσοι ζήσαμε μαζί της ως το τέλος , ξέρουμε πως η ψυχούλα της είναι πάντα κοντά μας . Κάθε φορά που κουνιούνται ανάλαφρα οι κουρτίνες στα παράθυρα , που τη νύχτα ( όταν όλα ησυχάζουν) μικροί ήχοι ακούγονται μέσα στο σπίτι , κάθε φορά που η φλόγα του καντηλιού μπροστά στη φωτογραφία της αναδεύεται χωρίς λόγο , που σεργιανίζεις στο διάδρομο και νομίζεις πως κάποιος σε ακολουθεί , κάθε φορά που κοιτάζεις τη φωτογραφία της και νιώθεις ότι κάτι θέλει να σου πει … ξέρεις πως είναι η Μάνα που γυρίζει μέσα στο σπίτι και νοιάζεται για όλα και για όλους . Και δεν είναι αυτό μόνο . Άφησε η μάνα , από χρόνια μακρινά , και κρυφά μηνύματα , για να τα βρούμε όταν θα ’χε φύγει :
Έμεινε το δωμάτιό της , για μήνες πολλούς , έτσι ακριβώς όπως τ’ άφησε εκείνο το πρωί που τη σηκώσαμε , την πλύναμε , την ντύσαμε , τη χτενίσαμε και την πήγαμε στο νοσοκομείο γιατί δεν ήτανε καλά . Αυτή τη φορά δεν ξαναγύρισε πίσω . Λίγες μέρες πάλεψε κι ύστερα έφυγε ήσυχα καθώς ξεψυχάει ένα πουλάκι . Πώς να βάλεις χέρι , να αλλάξεις ένα χώρο που ένας άνθρωπος έζησε χρόνια πολλά , να αποκαθηλώσεις τις μνήμες , τις στιγμές , τη ζωή ; Όμως , όσο κι αν το αργείς , όσο κι αν το αρνιέσαι , η ζωή είναι σκληρή και κάποια στιγμή φτάνει η ώρα : Αλλάζοντας το δωμάτιο και κατεβάζοντας τα πολλά εικονίσματα που είχε πάνω απ’ το προσκεφάλι της για να βαφτούν οι τοίχοι , κοίταξα ( σαν κάτι να μ’ έβαλε μέσα μου) πίσω απ’ τα παλιά εικονίσματα . Και τότε , πίσω από το εικόνισμα του Α. Νικολάου , βρήκα ένα «μήνυμα» της Μάνας μου γραμμένο με το ίδιο της το χέρι πάνω στο πολυκαιρισμένο χαρτί , ανάμεσα στα σκουριασμένα καρφάκια της κορνίζας :

«Μητράκου Παναγιώτα

5 ηκονίσματα»

Με πήρε το μήνυμα απ’ το χέρι και με «περπάτησε» τότε που ήμουνα 4-5 χρονών παιδάκι , εκεί στο πατρικό μου σπίτι , το χαμηλό , το φτωχικό σπιτάκι από πλίθρες , με τα δυόμισι δωματιάκια , με τα παλιά κεραμίδια που στάζανε κάθε χειμώνα και τα παράθυρα τα χωρίς παντζούρια που έκλεινε η Μάνα μου τις χαραμάδες τους με παλιές εφημερίδες για να μην μπαίνει μέσα ο αέρας και η βροχή . Εκεί , λοιπόν , στο «χειμωνιάτικο» , που είχε το παλιό το τζάκι και ήτανε μαζί και κρεβατοκάμαρα και κουζίνα και νεροχύτης και τραπεζαρία και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς , βρισκότανε και το εικονοστάσι . Η μάνα μου ήταν θρήσκα γυναίκα , από κείνους τους απλούς ανθρώπους που τον Θεό δεν τον ψάξανε πουθενά και δεν τον μάθανε από κανέναν παρά τον είχανε μέσα τους από γεννησιμιού τους . Πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή , νήστευε όταν έρχοντανε μεγαλογιορτάδες , έκανε το Σταυρό της κάθε μέρα , βόηθαγε όποιον και όσο μπόραγε , δεν έβλαψε ποτέ κανένανε και πάντα γύρευε βοήθεια από την Παναγία , τον Χριστό και τους Αγίους στις μπόρες της ζωής της που (δυστυχώς) ήτανε πολλές . Δεν μπορούσε , λοιπόν , να φτιάξει η Μάνα μου σπιτικό και να μην έχει μια γωνιά γι’ αυτούς . Για τούτο , από την πρώτη στιγμή που παντρεύτηκε και μπήκε στο σπιτάκι της εδώ στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης όπου μετοίκησε από το χωριό της , του Κουρουνιού Γορτυνίας Αρκαδίας , έστησε στη γωνιά του χειμωνιάτικου , ψηλά , το εικονοστάσι της : Μια στεφανοθήκη , που είχε στη μέση τα στέφανα του γάμου της με τον Παναγιώτη της μαζί με τις κορφές από τις νυφιάτικες λαμπάδες , και τέσσερα εικονίσματα γύρω της : Του Χριστού , του Α. Νικολάου , του Ευαγγελισμού και , λίγο αργότερα , του Α. Νεκταρίου . Μπροστά τους κρέμασε ένα καντήλι και κάθε μέρα , πρωί – πρωί , αργά και τελετουργικά , τράβαγε τις αλυσιδίτσες , άνοιγε το καντήλι , έβγαζε το ποτηράκι, συμπλήρωνε λάδι , άλλαζε το καμένο λουμινάκι , το άναβε , το έβαζε στο καντήλι κι ύστερα σταυροκοπιότανε και τα χείλη της αργοσαλεύανε σε προσευχές που ποτέ δεν ακούσαμε εμείς πάρεξ ο Χριστός , η Παναγία και οι Αγίοι .

Αυτό το ταπεινό εικονοστάσι με το αναμμένο καντήλι μπροστά του έγινε μέρος της ζωής μας για χρόνια ολόκληρα . Σε κάθε λύπη ή χαρά , σε γιορτή και σκόλη , σε καθημερνή και ’πίσημην ημέρα , σε μέρα και νύχτα , σε καλοκαίρια και χειμώνες , το «ιλαρόν φως» του καντηλιού που ανάδευε μπροστά στα εικονίσματα ήτανε φάρος ζωής και οδηγός ελπίδας . Σαν παιδί , ώρες αμέτρητες έχω να θυμάμαι , που το βλέμμα μου , σαν κάποιος να το οδηγούσε , πήγαινε στο εικονοστάσι κι έμενε εκεί καρφωμένο και γινότανε ένα με τη φλογίτσα του καντηλιού και μετά περιδιάβαζε στις εικόνες και στη στεφανοθήκη και μελετούσε τις λεπτομέρειες και τα πρόσωπα των Αγίων και της Παναγίας και του Χριστού και πάλι και πάλι περιδιάβαζε και πάντα είχα την αίσθηση πως πρώτη φορά τα ’βλεπα μέχρι που γινήκανε κι αυτοί μέλη της οικογένειας , παππούδες και γιαγιάδες και Μάνα και Πατέρας και αδερφοί και συγγενήδες .

Θυμάμαι που μια Κυριακή που ξύπνησα , τα εικονίσματα λείπανε όλα από το εικονοστάσι ! Πάνω στον τοίχο ήτανε μόνο τα σημάδια που είχανε αφήσει οι κορνίζες τους από τον καπνό του τζακιού . Δέος και τρόμος με πλημμύρισε . Σαν το σπίτι , ξαφνικά , ν’ άδειασε . Να κρύωσε . Να σκοτείνιασε . Ν’ αγρίεψε . Η μάνα μου έλειπε στην εκκλησία . Σαν γύρισε , δεν πρόλαβε να μπει στην πόρτα … :

- Μάνα , πού είναι τα εικονίσματα ;

- Τα πήγα στην εκκλησία , στον Αγιο-Νίκωνα , να λειτρουγηθούνε σαράντα μέρες.

Ησύχασα , τη ρώτησα , μου είπε :

- Τα εικονίσματα του σπιτιού πρέπει , πριν τα κρεμάσουμε στο εικονοστάσι , να τα πάμε στην εκκλησία και να τ’ αφήσουμε στο Ιερό ή κάτω από τις εικόνες στο Άγιο Βήμα και να μείνουνε εκεί σαράντα μέρες για να λειτρουγηθούνε και ν’ αγιαστούνε . Μετά τα φέρνεις σπίτι και τα βάζεις στο εικονοστάσι και τότε είναι εικονίσματα και αγιάζεται το σπίτι και οι αθρώποι και βοηθάνε οι Άγιοι , ο Χριστός και η Παναγία και ακούνε και τις προσευχές. Έτσι μου ’χε πει η γιαγιά μου και η μάνα μου στο χωριό κι αυτό κάνανε όλοι , κάθε νέο σπίτι που άνοιγε .

- Και πού τα ’βαλες τα εικονίσματά μας , μάνα , στον Αγιο-Νίκωνα;

- Τα ’δωσα στη νεωκόρισσα και τα ’βαλε κάτω από την εικόνα του Αγιάννη , στο εικονοστάσι.

- Ήτανε κι άλλα , μάνα;

- Ήτανε , ένα σωρό.

- Και πώς θα τα βρεις όταν θα πας να τα πάρεις;

- Τα ’χω σημειωμένα από πίσω.

Από ’κείνη την Κυριακή , και για έξι Κυριακάδες ακόμα , όταν πήγαινα με τη μάνα μου στον Αγιο-Νίκωνα , έψαχνα με τα μάτια μου , ένα – ένα , τα εικονίσματά μας κάτω απ’ τον Αγιάννη του τέμπλου κι όταν τα έβρισκα , έτσι συντροφεμένα που ήτανε μαζί με άλλα πολλά , τους χαμογελούσα και τους έγνεφα ένα «γεια» και τους έστελνα χαιρετίσματα από το σπίτι . Απ’ τη μια με στεναχώραγε που ήτανε ξεσπιτωμένα, αλλά από την άλλη με ευχαρίσταγε που ήτανε στην εκκλησιά , μαζί με άλλους πολλούς Αγίους και ακούγανε τις ψαλμωδίες και τις ευχές και τα Ευαγγέλια και λιβανιζούντανε απ’ το θυμιατήρι του παπά και μαζεύανε τη Θεία Χάρη και την Ευλογία για να τη φέρουνε στο σπίτι μας .

Σαν περάσανε οι σαράντα μέρες , η Μάνα μου πήγε στο εικονοστάσι τ’ Αγιο-Νίκωνα, βρήκε και μάζεψε τα 5 εικονίσματα , τα κοίταξε από πίσω να βρει τα σημάδια μην κάνει κανένα λάθος και μετά τα ’φερε στο σπίτι και τα κρέμασε ξανά στο μέρος τους κι άναψε το καντήλι κι έβαλε και τα λιβάνισε κι έκανε το Σταυρό της κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές . Κι εγώ κοίταζα τα 5 εικονίσματα που είχανε ξαναγυρίσει στο σπίτι τους και μου φαινότανε πως τα πρόσωπά τους είχανε γλυκάνει και τα μάτια τους είχανε καλοσυνέψει ακόμα πιο πολύ και πως κάτι έβγαινε τώρα από κάθε εικόνισμα που πριν δεν το ’βλεπα και δεν το αισθανόμουνα .

Περάσανε 25 χρόνια , περίπου , από τότε . Πέθανε ο πατέρας μου , ρίξαμε το σπίτι το παλιό για να φτιάξουμε , τα αδέρφια , καινούριο . Η Μάνα μου , πριν από το γκρέμισμα , το πρώτο που νοιάστηκε ήτανε να ξεκρεμάσει και να σιγουρέψει τα εικονίσματα , που , μέσα στο πέρασμα των χρόνων , είχανε πληθύνει . Όταν με το καλό στήθηκε στα πόδια του το νέο σπίτι και μπήκαμε μέσα , η Μάνα μου , το πρώτο που έκανε ήτανε να κρεμάσει και πάλι τα εικονίσματα , τη στεφανοθήκη και το καντήλι πάνω από το κρεβάτι της στο νέο της , πια , δωμάτιο . Και μείνανε εκεί τα εικονίσματα και η στεφανοθήκη και το καντήλι κι έκανε η Μάνα μου ό,τι έκανε από κοπέλα και νιόπαντρη : Άναβε το καντήλι κάθε πρωί , έκανε το Σταυρό της και τις προσευχές της , λιβάνιζε κάθε γιορτή και Κυριακή και κοιμότανε κάθε βράδυ πλαγιασμένη προς τα εικονίσματά της για να τα βλέπει και να κουβεντιάζει μαζί τους έτσι όπως εκείνη ήξερε , μέχρι που ο ευλογημένος ύπνος να κλείσει τα βλέφαρά της . Ακόμα κι εκείνο το πρωί που ήρθανε οι νοσοκόμοι να την πάρουνε και να τη βάλουνε στο ασθενοφόρο που περίμενε κάτω , παρ’ όλο που τα γεράματα είχανε σβήσει το νου της , γύρισε και κοίταξε απελπισμένα και παραπονεμένα τα εικονίσματά της , σαν να τα αποχαιρέταγε , σαν να ’θελε να πάρει απ’ αυτά δύναμη και κουράγιο , σαν να ’ξερε πως πια δεν θα τα ξαναδεί .

Και είμαι σίγουρος πως , πριν αφήσει η Μανούλα μου την τελευταία της πνοή , ήτανε μπροστά στα εικονίσματά της και στ’ αναμμένο τους καντήλι κι έκανε προσευχή, την τελευταία επί γης προσευχή της , στην αγαπημένη της Παναγία :

«Ίδοιμι , Παρθένε , ψυχορραγούσα , εν καιρώ θανάτου την εικόνα Σου την σεπτήν • παραμυθουμένην και ιλαρώς ορώσαν και όψεις των δαιμόνων αποδιώκουσαν».

Αιωνία σου η μνήμη , Μάνα