Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Δεν πρόκειται να υπεισέλθω στην αναγκαιότητα και πολύ περισσότερο στη σκοπιμότητα του περιεχομένου της πολυσυζητημένης κινηματογραφικής νέας ταινίας του Κώστα Γαβρά, που στηρίζεται στο βιβλίο του Γιάννη Βαρουφάκη και αφορά τα πολιτικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά το 1ο εξάμηνο του 2015. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η συνέντευξη του σημαντικού σκηνοθέτη τη Δευτέρα 30/9/2019 στην «Εφ.Συν.», όπου παρακαλεί(!) τους θεατές να δουν την ταινία «αφήνοντας λίγο στην άκρη» την άποψή τους για τα γεγονότα της περιόδου εκείνης.

Η αναφορά στον τότε Υπουργό των Οικονομικών, έναν καλό γνώστη των οικονομικών θεμάτων, έναν φιλόδοξο (δεν είναι κακό, η υπερβολή βλάπτει) επιστήμονα είναι επιβεβλημένη, αφού με τον πρωθυπουργό συμμετείχε στις εξαντλητικές και σκληρές διαπραγματεύσεις προκειμένου να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα προς όφελος του Ελληνικού λαού, όπως επέβαλε η πρόσφατη λαϊκή εντολή, αλλά αντιμετωπίστηκαν από τους Ευρωπαίους δανειστές ως εκπρόσωποι κράτους-αποικία και προτεκτοράτο τους. Ο πρωθυπουργός, ο οποίος είχε και την τελική ευθύνη, μετά από την ανυποχώρητη στάση των Βρυξελλών διαχώρισε τη θέση του από αυτήν του Υπ.Οικ. και πήρε τη συγκεκριμένη απόφαση, η οποία καθόρισε την παραπέρα πορεία της χώρας, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.

Η βιντεοσκόπηση του επεισοδιακού Eurogroup της Ρίγας, την οποία ο ίδιος ο τότε Υπ.Οικ. αποκάλυψε ότι έχει κάνει σύμφωνα με τους New York Times και το Bloomberg, δεν αποτελεί μόνο μια ανεύθυνη αντιδεοντολογική αντίληψη και αναξιοπρεπή στάση σε μια κρίσιμη περίοδο για τον λαό και τη χώρα, αλλά και μια ενέργεια κατακριτέα και επιεικώς απαράδεκτη. Αν όντως έτσι συνέβη, η πράξη αυτή ακυρώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης και φανερώνει μια ιδιοτελή και υποτελή παρουσία που σκιαγραφεί και αναδεικνύει σκοτεινές πολιτικές σκοπιμότητες στις διαβουλεύσεις στο ανώτατο επίπεδο. Καταδεικνύει τα βαθύτερα ψυχολογικά συμπλέγματα, τα οποία ενισχυόμενα με την ασθενική στάση της προβολής εμφανίζουν ένα κλονισμένο σύνολο που αισθάνεται την ανάγκη της αυτοάμυνας και αδυνατώντας να αποκρούσει το συρφετό των επιθετικών προσδιορισμών καταφεύγει σε αδιαφανή μέσα, αλλά στη συνέχεια αξιώνει και απαιτεί να του προσδοθεί ιδιαιτερότητα, ανωτερότητα και κυριαρχία. Η δημοσιοποίηση των ιδιωτικών συνομιλιών, η συνεχής καταφορά σε αυτόν που σε κάλεσε και σε τοποθέτησε στην κορυφή της διαπραγμάτευσης και η υπογράμμιση των χαρακτηρισμών περί φοβίας και παράδοσης, δεν μπορούν να αξιολογηθούν στο πλαίσιο της σοβαρής, καθαρής και υπεύθυνης πολιτικής στάσης και κριτικής.

Τα γεγονότα της περιόδου εκείνης είναι γνωστά. Το τι διαδραματίστηκε ακριβώς στα ενδότερα των Ευρωπαϊκών συμβουλίων, ούτε μπορούμε να ξέρουμε, ούτε μπορούμε να στηριχθούμε σε μαρτυρίες, οι οποίες μπορεί να έχουν και μεροληπτική αναφορά, αφού στηρίζονται στο βιβλίο ενός εκ των πρωταγωνιστών. Το ότι αναδείχθηκαν και από τον διαπρεπή σκηνοθέτη, τους προσέδωσε παραπάνω τουλάχιστον δημοσιότητα. Παραθέτω μερικές από τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου.

- Στην ερώτηση, αν θα επιθυμούσε μια εις βάρος μας σχέση με την Ευρώπη, και τι θα ψήφιζε στο δημοψήφισμα, απάντησε:

Εγώ νομίζω ότι η Ευρώπη είναι απαραίτητη. Όχι, όμως, όπως είναι σήμερα. […] Στο δημοψήφισμα πολλοί φίλοι με πίεσαν να βγω δημόσια και να πάρω θέση υπέρ του «Ναι». Δεν το έκανα. Δεν ήθελα εμείς οι απ’ έξω να επηρεάσουμε τη γνώμη του λαού, να του πούμε τι να κάνει. Έπρεπε να αποφασίσει μόνος του και ελεύθερα.

- Στην παρατήρηση ότι το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε σχεδόν από όλα τα κόμματα της βουλής, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝ.ΕΛΛ., Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, λέτε ότι «Η Ελληνική Βουλή ανέτρεψε τον λαό».

Μα ανατροπή ήταν. Το «Όχι» στο δημοψήφισμα είχε πάρει 61%.
(Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η απάντηση στο δημοψήφισμα αφορούσε τη συμφωνία που είχε προταθεί στην Ελληνική πλευρά, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ στο Eurogroup της 25ης/6/2015).

- Τι, κατά τη γνώμη σας, έπρεπε να κάνε ο Τσίπρας;

Δεν έχω λύση. Μόνο μια προσωπική επιθυμία θα σας πω. Να πήγαινε αυτό το 70% της βουλής, όλο μαζί, ενωμένο, στην Ευρώπη για να ζητήσει αλλαγή της πολιτικής της για μια καλυτέρευση της ζωής του ελληνικού λαού. Όταν το 61% έχει ψηφίσει «¨Όχι», δεν μπορείς ως πρωθυπουργός να ψηφίσεις στη βουλή κάτι αντίθετο, να του γυρίσεις την πλάτη. Άλλο, βέβαια, αν ο ελληνικός λαός έκανε στη συνέχεια κάτι καταπληκτικό. Τον ξαναψήφισε, εξακολουθούσε να τον πιστεύει.

- Πώς βλέπετε τη σημερινή Ελλάδα; Πώς κρίνετε την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη;

Λέει κάποιος στην ταινία μου κάτι που έγραψα πολύ πριν: «Ο λαός έχει πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν κάνει λάθος». Ελπίζω, πάντως, οι δεξιοί να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να αλλάξει η ζωή του λαού.
Θεωρώ ότι καμιά Βουλή δεν ανέτρεψε τον λαό και κανένας πρωθυπουργός δεν του γύρισε την πλάτη. Ο λαός απαίτησε με το δημοψήφισμα μια πιο ισορροπημένη, υπεύθυνη και δίκαιη αντιμετώπιση των προβλημάτων του, μετά και από τις εφαρμογές των άστοχων, απαράδεκτων και αχρείαστων προηγούμενων μνημονίων. Η θέση, να πήγαιναν όλοι στη διαπραγμάτευση, δεδομένων των συγκυριών και της πολεμικής εναντίον της τότε Κυβέρνησης είναι μια ουτοπία, μια απατηλή προσδοκία, που κρύβει άγνοια ή σκοπιμότητα, αφού η νέα συμφωνία ψηφίστηκε σχεδόν από όλα τα κόμματα του Ελληνικού κοινοβουλίου. Το ότι το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 ήταν καταπληκτικό, τον ίδιο εξέπληξε και αρκετούς ακόμη που ήταν μακριά από την Ελληνική πραγματικότητα και πρέσβευαν και επιθυμούσαν διαφορετική εξέλιξη. Ήταν μια ξεκάθαρη θέση για μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ, που ήταν αποδεκτή τότε σχεδόν από το σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας. Το ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο, ακόμη και όταν κάνει λάθος είναι μια έμμεση βαριά κατηγορία για το εκλογικό σώμα, γιατί ποτέ το λάθος δεν είναι δίκαιο και δεν μπορούμε να δεχθούμε ως λάθος μια λαϊκή ετυμηγορία επειδή δεν συμβαδίζει με τις δικές μας προσωπικές απόψεις. Είναι δικαίωμά του ο λαός να την έχει, να την προβάλλει και να την πιστοποιεί και θα πρέπει ο καθένας με απόλυτο σεβασμό να την αποδέχεται.

Ένα απόσπασμα από την κριτική της Λήδας Γαλανού (κριτικός κινηματογράφου), η οποία αξιολογεί την ταινία με δύο αστέρια στα πέντε είναι χαρακτηριστικό. «Οι συμβολισμοί είναι υπερβολικά προφανείς: δεν χρειάζονται δύο μάλλον άτεχνα σκηνοθετημένα χορικά για να επισημάνουν ότι το ’15 έμοιαζε με αρχαιοελληνική τραγωδία, ούτε ντοκιμαντερίστικα βιντεο-πλάνα ενός ψαριού που σπαρταράει πάνω στο αγκίστρι, για να εξηγήσουν ότι κάποιος “νιώθει σαν ξιφίας που έχει πιαστεί, ενώ κάποιος χαλαρώνει και τεντώνει το σχοινί”. Δεν έχει σημασία ότι ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο συγκεκριμένος υπαρκτός πολιτικός, δικαιώνεται απόλυτα στην ταινία: σημασία έχει ότι κάθε ταινία η οποία επικεντρώνεται σ’ έναν μονοδιάστατο λαϊκό ήρωα που θυσιάζεται για την ιδεολογία του μοιάζει, στο σύγχρονο σύμπαν, μπανάλ».

Μετά από τόσες αντικρουόμενες απόψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας η εμπορικότητα της ταινίας είναι εξασφαλισμένη, παρότι η απουσία της άλλης πλευράς είναι βασικό της έλλειμμα. Πάντως, όπως κάθε καλλιτεχνική πρόταση είναι ένα πολιτιστικό γεγονός και σαν τέτοιο πρέπει να καταγραφεί.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr