Γράφει ο Παναγιώτης Ν. Παναγόπουλος*

Φέτος, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Σπάρτης με τίμησε προτείνοντάς μου να πω μερικά λόγια για την Δικαιοσύνη στην πανηγυρική Θεία Λειτουργία προς τιμήν του προστάτη της, Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, που τελέστηκε στις 3 Οκτωβρίου 2019 στον Ι.Ν. της Ευαγγελιστρίας στην Σπάρτη, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου.

Επιθυμία μου, ως δικηγόρου και ανθρώπου που βρίσκεται σε άμεση καθημερινή επαφή με την λειτουργία της Δικαιοσύνης του σήμερα, ήταν η ομιλία να μην επικεντρωθεί σε ιστορικά στοιχεία, αλλά στον δύσκολο ρόλο που η Δικαιοσύνη καλείται να διαδραματίσει στις μέρες μας, στα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει και στην στάση που πρέπει να τηρούμε απέναντί της προκειμένου να επιτελέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το λειτούργημά της ως θεσμικός εγγυητής ενός σύγχρονου Κράτους Δικαίου.

Ευχαριστώ όλους όσους παρέστησαν, τιμώντας τον εορτάζοντα Άγιο και την Δικαιοσύνη, αλλά και εμένα προσωπικά με τα ειλικρινή συγχαρητήρια σχόλιά τους. Ιδιαίτερες ευχαριστίες σε όσες και όσους με στήριξαν σε κρίσιμες για την διαμόρφωση και την απεύθυνση της ομιλίας στιγμές.

Παραθέτω, για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρίσκονται, ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας μου, που αποτελεί περισσότερο μια κατάθεση απόψεων, παρά έναν τυπικό πανηγυρικό λόγο.
Σήμερα, την ημέρα εορτασμού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, εορτάζει και η προστατευόμενή του, η Δικαιοσύνη.
Η Δικαιοσύνη αποτελεί διαχρονικά θεμελιώδη πυλώνα κάθε κοινωνίας που σέβεται τα μέλη της και επιδιώκει την ανάπτυξη και την εξέλιξή της. Σήμερα, η Δικαιοσύνη, εκτός από έννοια/ αξία/ ιδεώδες, αποτελεί στη χώρα μας την μια από τις τρεις κατοχυρωμένες και διακρινόμενες εξουσίες της, δυνάμει του άρθρου 26 του Συντάγματος των Ελλήνων.

Μια ιστορική αναδρομή αποδεικνύει την διαχρονικά καθοριστική παρουσία και σημασία της Δικαιοσύνης, τόσο ως έννοιας όσο και ως θεσμού, στην κοινωνία των ανθρώπων. Από τα αρχαιοελληνικά χρόνια με την λατρεία της Θέμιδος, που παρουσιαζόταν τυφλή για την ανάδειξη της έννοιας της ισότητας όλων απέναντι στο νόμο, την ύπαρξη της Ηλιαίας (του πρώτου αμιγούς ορκωτού Δικαστηρίου) και του Αρείου Πάγου (του πρώτου δικαστηρίου «ανδροφονιών», δηλαδή εγκλημάτων φόνου), το πλήθος αναφορών σε αρχαίες τραγωδίες με κορυφαία την Αντιγόνη του Σοφοκλή, όπου τέθηκε το ζήτημα της υπακοής στον ανθρώπινο ή το θεϊκό νόμο, αλλά και στις μεταγενέστερες περιόδους με τα παραδείγματα του Σολωμόντα, που έπρεπε να αποφασίσει μεταξύ δυο γυναικών που διεκδικούσαν το ίδιο παιδί και του Ποντίου Πιλάτου, που καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο.

Σήμερα στην χώρα μας, η Δικαιοσύνη, υπό την έκφραση της δικαστικής εξουσίας, είναι η μόνη κρατική λειτουργία που έχει ημέρα ετήσιου εορτασμού και αργίας. Η ελληνική κοινωνία πάντα επιφύλασσε για την Δικαιοσύνη μία θεία προστασία (στα αρχαία χρόνια την Θέμιδα και την Δίκη και μεταγενέστερα μέχρι τις μέρες μας τον εορτάζοντα σήμερα Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, γεγονός που αποδεικνύει την ιδιαίτερη και ευρύτερη σημασία που απέδιδε σε αυτήν.

Η πρώτη σκέψη που έκανα συνειρμικά όταν μου προτάθηκε, να μιλήσω στην σημερινή εορτή, ήταν ο παραλληλισμός της Δικαιοσύνης με τον Ιησού Χριστό. Ένας παραλληλισμός βέβαια τηρουμένων των αναλογιών, mutatis mutandis, όπως θα λέγαμε με νομική ορολογία. Και τούτο γιατί Δικαιοσύνη και Χριστός έχουν ένα βασικό κοινό σημείο: Είναι δισυπόστατοι. Ο Χριστός (θεάνθρωπος) είναι από τη μία Θεός, δηλαδή έννοια, ιδέα, ασώματος, που για να υλοποιήσει – εκφράσει άμεσα τα ιδεώδη της θρησκείας έλαβε ανθρώπινη υπόσταση και έζησε στη γη με τους ανθρώπους. Η Δικαιοσύνη αποτελεί και αυτή έννοια/ ιδέα του δικαίου, η οποία εκφράζεται, δηλαδή ενσωματώνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων που την αποδίδουν, δηλαδή των λειτουργών της με προεξάρχοντες τους δικαστές.

Ο ρόλος της Δικαιοσύνης είναι αναμφισβήτητα καταλυτικός σε μια κοινωνία. Σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή όμως ο ρόλος αυτός πρέπει να προσεγγίζεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Και για την ελληνική κοινωνία του σήμερα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο ρόλος της Δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα δύσκολος λόγω κυρίως:

α) της οικονομικής κρίσης, αλλά και της ευρύτερης κρίσης αξιών από τις οποίες γεννάται πολλαπλών μορφών παραβατικότητα. Είτε με την μορφή της ποινικής εγκληματικότητας είτε περιπτώσεις ανθρώπων που, χωρίς να εγκληματούν, αρνούνται ή αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους (οικονομικές, απέναντι στην οικογένειά τους κλπ)

β) της πολυνομίας και των διαρκών νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της χώρας μας, ειδικά τα τελευταία χρόνια που η ψήφιση νόμων είναι αποκλειστικά σχεδόν έξωθεν επιβαλλόμενη, και η οποία (πολυνομία) δημιουργεί όχι μόνον στους πολίτες, αλλά και στους λειτουργούς της Δικαιοσύνης το καταθλιπτικό αίσθημα της ανασφάλειας δικαίου, αφού σε πολλές περιπτώσεις που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, δεν γνωρίζουμε με ασφάλεια ποιος νόμος από τους πολλούς που υπάρχουν θα πρέπει να εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση ενός πρακτικού ζητήματος.

Αυτό που πρέπει λοιπόν να κάνουμε σήμερα είναι να περιφρουρούμε και να υποστηρίζουμε ακόμη περισσότερο την λειτουργία της Δικαιοσύνης στις δύσκολες συνθήκες που καλείται να επιτελέσει το έργο της. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Η Δικαιοσύνη, ως θεσμός, σήμερα βάλλεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Η Δικαιοσύνη στη σύγχρονη εποχή:
α) Δέχεται ευθείες και απροκάλυπτες παρεμβάσεις από πρόσωπα με σημαντικό θεσμικό ρόλο, από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ακόμη και από εκπροσώπους άλλων εξουσιών (λ.χ. υπουργούς)
. Επ’ αφορμή κάποιου γεγονότος, πραγματοποιούνται από τα πιο επίσημα χείλη δημόσιες δηλώσεις του τύπου: ο τάδε πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Τέτοιες δηλώσεις εκτός του ότι παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας που απολαμβάνει κάθε πολίτης οποιασδήποτε πολιτισμένης κοινωνίας μέχρι η ενοχή του να αποδειχθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, προσβάλλουν την συνταγματικώς κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών και επιπλέον δημιουργούν συγκεκριμένη πεποίθηση στους πολίτες, η οποία αν ανατραπεί (ακόμη και ορθά και δίκαια) θα αποδοθεί σε κακή απονομή Δικαιοσύνης

β) Της αποδίδονται οι συνέπειες από ενέργειες και αρμοδιότητες άλλων εξουσιών και κυρίως της νομοθετικής. Και μάλιστα όχι μόνον από απλούς πολίτες, αλλά και από πρόσωπα που η ιδιότητά τους επιβάλλει να γνωρίζουν ότι τα Δικαστήρια δε νομοθετούν, αλλά καλούνται να εφαρμόσουν τους νόμους. Π.χ. γιατί ο Χ κρατούμενος πήρε άδεια από τις φυλακές. Όταν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, ο Δικαστής δύσκολα μπορεί να αποστεί από αυτήν. Οι επιλογές του νομοθέτη αντικατοπτρίζουν τις πολιτικές επιλογές. Η Δικαιοσύνη όμως δεν ασκεί ούτε πρέπει να ασκεί πολιτική, αλλά ο θεσμικός της ρόλος περιορίζεται στο να ελέγχει τις επιλογές της κρατικής εξουσίας με γνώμονα πάντα την συμπόρευσή τους με το Σύνταγμα. Και η μη εφαρμογή ενός νόμου ως αντισυνταγματικού δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, διότι υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες και απαιτεί προηγούμενη βαθιά ανάλυση των γενικότερων συνθηκών υπό τις οποίες ψηφίστηκε καθώς και των συνεπειών που επιφέρει, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα.

γ) Της αποδίδεται μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή. Αυτό είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα και πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Όλοι όμως όσοι έχουν άμεση επαφή με τον χώρο της Δικαιοσύνης γνωρίζουν ότι οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν μεμονωμένες εξαιρέσεις και όχι τον κανόνα. Καθυστέρηση υπάρχει, αλλά πριν την αποδώσουμε με ευκολία στην φυγοπονία των Δικαστών, θα πρέπει να αναλογιστούμε τις τεράστιες ελλείψεις σε δικαστικούς λειτουργούς, σε γραμματειακή υποστήριξη και σε υποδομές, ζητήματα τα οποία έχουν κατ’ επανάληψη τεθεί υπ’ όψιν των αρμοδίων, αλλά δυστυχώς το πρόβλημα παραμένει.

Τα παραπάνω είναι παραδείγματα καθημερινών επιθέσεων που δέχεται η Δικαιοσύνη. Και μιλώ για επιθέσεις, διότι από το περιεχόμενό τους και κυρίως τον τρόπο και τα μέσα που εκφράζονται δεν αποτελούν απλώς κριτική στον τρόπο λειτουργίας της, αλλά βάλλουν ευθέως κατά του κύρους της και του θεσμικού της ρόλου. Και επίθεση που στρέφεται κατά της Δικαιοσύνης αποτελεί επίθεση στα θεμέλια του Κράτους Δικαίου.

Θα αναρωτηθεί όμως κάποιος. Μα για όλα φταίνε οι άλλοι; Η Δικαιοσύνη, δηλαδή δεν κάνει λάθη; Δεν έχω ως πολίτης μιας δημοκρατικής χώρας το δικαίωμα να ασκήσω κριτική;

Φυσικά και κάνει λάθη η Δικαιοσύνη. Διότι απονέμεται από ανθρώπους και τα λάθη είναι ανθρώπινα. Οι Δικαστές δεν είναι θεοί. Είναι κομμάτι του ελληνικού λαού. Που πέρα από τη γνώση του νόμου και την αυξημένη αίσθηση του δικαίου, έχουν τις ανασφάλειες, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους. Όμως θέλουμε η Δικαιοσύνη να αποδίδεται από τον λαό. Διότι το Σύνταγμα από το οποίο κατοχυρώνεται σαν λειτουργία πηγάζει από τον λαό. Μοιραία λοιπόν, λάθη θα συμβούν. Και κριτική σε αυτά επιβάλλεται να γίνεται από την κοινωνία. Όμως η κριτική δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα επίθεσης και απαξίωσης, αλλά να γίνεται καλοπροαίρετα και εποικοδομητικά. Και όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν είναι θεία, γι’ αυτό δικαιούται να σφάλλει». Εκείνο που κανένας μας δεν δικαιούται να κάνει είναι να εγκαταλείψει τον αγώνα για την αλήθεια και τη Δικαιοσύνη.».

Όπως είπα και προηγουμένως οι Δικαστές είναι οι απονομείς και οι βασικοί λειτουργοί της Δικαιοσύνης. Απαραίτητοι όμως για την ολοκληρωμένη λειτουργία και απονομή είναι και άλλα πρόσωπα όπως οι δικαστικοί γραμματείς, οι συμβολαιογράφοι, οι υποθηκοφύλακες, οι επιμελητές. Αφήνω τελευταίους τους δικηγόρους, στους οποίους συγκαταλέγομαι, και γι’ αυτό θα πω λίγα περισσότερα. Ο δικηγόρος από το νόμο χαρακτηρίζεται ως συλλειτουργός της Δικαιοσύνης. Και με την ιδιότητά του αυτή είναι και εκείνος αποδέκτης της επίθεσης εναντίον της Δικαιοσύνης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία ο Δικηγόρος έχει να επιτελέσει το ύψιστο λειτούργημα. Λειτούργημα που συνδέεται με την ανακάλυψη της αλήθειας και με την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου. Και έχει να υλοποιήσει ένα έργο που στοχεύει στην υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι δίχως τον θεσμό του Δικηγόρου, δεν νοείται απονομή της Δικαιοσύνης υπό όρους γνήσιας Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ο δικηγόρος βοηθά τον Δικαστή να εκδώσει δίκαιη απόφαση. Και υπ’ αυτήν την έννοια είναι πέρα από συλλειτουργός και θεσμικός εγγυητής της Ανεξαρτησίας και του κύρους της Δικαιοσύνης. Θα κλείσω την παρένθεσή μου για τον ρόλο του δικηγόρου με το εξής συγκινητικό ιστορικό παράδειγμα Ο συνήγορος του Λουδοβίκου 16ου, πρόεδρος του σώματος των Δικηγόρων του Παρισιού, που ορίστηκε από αυτούς να τον υπερασπισθεί στη Συνέλευση του λαού, άρχισε την αγόρευση του ενώπιον της – εχθρικά προκατειλημμένης – για τον κατηγορούμενο Συνέλευσης με τη φράση: «υποβάλλω στη Συνέλευση την αλήθεια και το κεφάλι μου. Μπορείτε να διαθέσετε το κεφάλι μου, αφού όμως ακούσετε την αλήθεια». Πρόκειται για μια υπέροχη εικόνα της αποστολής του Δικηγόρου. Επικαλείται και προσάγει την αλήθεια και γι’ αυτή θυσιάζει και το κεφάλι του. Ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή διαθέτει σ΄ αυτή τη ζωή.

Συνοψίζοντας, θεωρώ πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Δικαιοσύνη είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτήν. Και χωρίς να θέλω να παραβλέψω τα υπόλοιπα, πιστεύω ότι η βασικότερη αιτία του προβλήματος είναι η νομοθεσία που η Δικαιοσύνη καλείται να εφαρμόσει. Εκτός από την πολυνομία που προκαλεί ανασφάλεια δικαίου και συχνά οδηγεί σε σφάλματα, το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι ο χαρακτήρας των σύγχρονων νομοθετημάτων. Ένας χαρακτήρας και μια δομή με καταλυτικό το στοιχείο της τεχνοκρατίας. Έτσι ώστε να περιορίζει κατά το δυνατόν τη σκέψη/ κρίση του ερμηνευτή και του εφαρμοστή, προσπαθώντας να τον μετατρέψει σε απλό εκτελεστικό όργανο διατάξεων που πολλές φορές μάλιστα είναι φτιαγμένες πρόχειρα και βιαστικά, και ως εκ τούτου μη απηχούσες στα υπάρχοντα κοινωνικά δεδομένα. Εδώ όμως είναι η πρόκληση. Διότι η κατάσταση αυτή απαιτεί διαρκή εγρήγορση και αντίδραση από τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Πρέπει μέσω των συλλογικών τους οργάνων (Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων) να θέτουν στον δημόσιο διάλογο τα προβλήματα στη νομοθεσία που καθημερινά αντιλαμβάνονται και να προτείνουν διορθωτικές λύσεις. Όπως το κάνουν, αλλά οι πρωτοβουλίες τους πρέπει να είναι εντονότερες. Και όταν αντιλαμβάνονται περιπτώσεις διατάξεων που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα της δημοκρατίας και προκαλούν κατάφωρη αδικία σε βάρος ανθρώπων, πρέπει αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, ακούγοντας την φωνή της συνείδησής τους, και πάντα κατόπιν ενδελεχούς μελέτης, να οδηγούνται στην μη εφαρμογή τους ως αντισυνταγματικών. Ο διάχυτος και παρεμπίπτων συνταγματικός έλεγχος, που ισχύει στο νομικό μας σύστημα, αποτελεί υποχρέωση κάθε Δικαστή. Οι νεότεροι Δικαστές είναι πιο τολμηροί σε αυτό, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί δεν έχουν προσβληθεί, όπως οι μεγαλύτεροί τους, από «μιθριδατισμό» σε αντισυνταγματικές διατάξεις, που δυστυχώς υπήρξαν και υπάρχουν αρκετές. Με την μη εφαρμογή ενός αντισυνταγματικού νόμου, η Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη στέλνει το μήνυμά της, το οποίο οι αρμόδιοι πρέπει να αποκωδικοποιήσουν. Μέσω των νόμων ασκείται η εκάστοτε πολιτική. Και αν οι κατευθύνσεις ή τα αποτελέσματά της προσβάλλουν κεκτημένα δικαιώματα των πολιτών, φαινόμενο καθόλου σπάνιο, ειδικά στη σύγχρονη ζωή, οι τελευταίοι αποδίδουν την ευθύνη στον εφαρμοστή του νόμου, δηλαδή στην Δικαιοσύνη. Είναι συνταγματικό χρέος της λοιπόν, στις περιπτώσεις αυτές να μην εφαρμόζει το νόμο, ώστε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι δεν είναι δυνατόν να θυσιάζεται η νομιμότητα στο βωμό της σκοπιμότητας. Διότι μόνον έτσι η Δικαιοσύνη τιμά και αποδεικνύει την Ανεξαρτησία της και επιτελεί στο ακέραιο τον θεσμικό της ρόλο, που είναι ο έλεγχος της κρατικής εξουσίας, η προστασία των εννόμων αγαθών και γενικά του κοινωνικού συνόλου, η επίλυση των διαφορών που άγονται ενώπιόν της με ταυτόχρονη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Έτσι μόνο θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πρόσωπό της, όταν καθένας που θα περνά το κατώφλι της δικαστικής αίθουσας θα ξέρει ότι θα βρει το δίκιο του. Αν η Δικαιοσύνη είναι απονομιμοποιημένη στην συνείδηση του λαού από τον οποίο αρρύει την εξουσία της, τότε το πρόβλημα είναι τεράστιο και βαθύτερο.

Κλείνοντας, επαναλαμβάνω, ότι επιβάλλεται να γίνεται κριτική στην Δικαιοσύνη. Διότι η κριτική είναι προνόμιο της Δημοκρατίας και είναι αναγκαία για βελτίωση, την πρόοδο και την εξέλιξη των θεσμών. Η κριτική όμως προϋποθέτει ενημέρωση και συνείδηση. Προτού κρίνουμε λοιπόν αρνητικά την Δικαιοσύνη πρέπει να έχουμε βεβαιωθεί ότι το σφάλμα που της καταλογίζουμε είναι πράγματι δικό της. Διαφορετικά, η επιπόλαιη και ανεύθυνη κριτική ισοδυναμεί με πολεμική επίθεση. Και αν πολεμάμε την Δικαιοσύνη, την πεμπτουσία του Κράτους Δικαίου, είναι σα να πριονίζουμε το κλαδί που καθόμαστε.

Σήμερα η Δικαιοσύνη γιορτάζει. Η ευχή μου λοιπόν που απευθύνεται σε όλους μας είναι: ας την γιορτάζουμε μόνο στις 3 Οκτωβρίου, αλλά ας την τιμάμε κάθε μέρα.

*Δικηγόρος Σπάρτης

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr