Γράφει ο Ηλίας Μπόνος

«Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν». Έτσι συνόψισε ο Θουκυδίδης την καταστροφική αδυναμία της Αθηναϊκής Πολιτείας να αντιληφθεί τα πραγματικά διακυβεύματα και να τα αντιμετωπίσει με ορθή προτεραιότητα.

Στην Ελλάδα αναμένονται χιλιάδες πρόσφυγες. Στην Πελοπόννησο αρκετές από αυτές. Ξενοδοχεία που σήμερα υπολειτουργούν, σπίτια, στρατόπεδα θα διατεθούν για την πολυετή φιλοξενία τους… Το αντίτιμο ενοικίου που θα λαμβάνουν οι Έλληνες ευελπιστεί η Ευρώπη και η Ελληνική Κυβέρνηση ότι θα συμβάλει και θα «ανοίξει» τις πόρτες έτσι ώστε ένας δυσανάλογος αριθμός προσφύγων να εγκατασταθεί, μάλλον μόνιμα μέσα στις πόλεις και τα χωριά.

Ο Έλληνας δεν είναι αυτός που θα «κλείσει» την πόρτα στην προσφυγιά, ακόμα και αν μέσα της κρύβονται παράνομοι, ακραίοι και ίσως επικίνδυνοι κακοποιοί.
Όμως ο Έλληνας ρωτά τον Πρωθυπουργό του, τους Ευρωβουλευτές και Έλληνες Βουλευτές, τους Περιφερειάρχες και Δημάρχους:
Οι δομές στην ελληνική περιφέρεια αντέχουν;
Όταν π.χ. σε μια περιοχή όπως η Σπάρτη εγκατασταθούν 2.000 – 3.000 πρόσφυγες μέσα σε λίγες ημέρες, οι υποδομές και οι δομές της Πολιτείας αντέχουν να τους υπηρετήσουν;

Η Αστυνομία έχει προσωπικό; Όχι
Το Νοσοκομείο έχει περιθώρια; Όχι
Η Διοίκηση έχει επάρκεια; Όχι

Τότε με ποια προετοιμασία και πόση ετοιμότητα προχωρά η Πολιτεία σε μια τέτοια δραματική αλλαγή των δεδομένων στην κοινωνία;

Είναι γνωστό ότι σήμερα ακόμα και αυτές οι καθημερινές ανάγκες των Ελλήνων δεν μπορούν να καλυφθούν από τα υπάρχοντα. Νοσοκομεία υποστελεχωμένα, διοίκηση ανέτοιμη, Αστυνομία αποδυναμωμένη, εισοδήματα συρρικνωμένα, κοινωνία σε βαθιά κρίση και ενίοτε σε απόγνωση.
Πως θα αντέξει λοιπόν το βάρος αυτού του πληθυσμού με ειδικές ανάγκες και απαιτήσεις, αν προηγουμένως δεν υπάρξουν γενναίες παρεμβάσεις, χρηματοδοτήσεις και ασφαλείς υποδομές;

Γιατί άραγε οι πρώτοι που θα υποστούν αυτή την ασύμμετρη και αφόρητη πίεση δεν αντιδρούν και δεν συμβάλουν στον προβληματισμό για να βρεθούν λύσεις πρόβλεψης;

Γιατί δρομολογούμε ένα πρόβλημα αντί να δίνουμε λύση και στο διεθνές ζήτημα της προσφυγιάς αλλά και στο κοινωνικό αδιέξοδο που ήδη αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και αναμένεται να ενταθεί;

Γιατί άραγε, «τραγουδάμε», ενώ τα σπίτιά μας «έχουν πάρει φωτιά..;»