ΣΠΑΡΤΗ. Μία άκρως ενδιαφέρουσα, τεκμηριωμένη και πειστική Εισήγηση υπέβαλε προ μηνός στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη κ. Χρυσοσχοίδη ο Λάκωνας Νομικός κ. Δημήτριος Πανταζής. Εκ του χρόνου υποβολής της αλλά και εκ της εύλογης προτροπής και απολύτως σαφούς περιγραφής της είναι βέβαιον ότι συνετέλεσε στην εκπόνηση μιας πιο αποτελεσματικής, δίκαιης και άμεσης στρατηγικής στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, τα αποτελέσματα της οποίας στρατηγικής είναι ήδη ορατά. Σημειώνουμε ότι ο Επίτιμος Δικηγόρος κ. Δημήτρης Πανταζής διετέλεσε γ.γ. του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

(ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ)

-----

Ο Νομοθέτης έχει αναθέσει στο Υπουργείο Προστασία του Πολίτη, την ευθύνη για τη διασφάλιση της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας, την Προστασία της Ατομικής και Δημόσιας Περιουσίας και τη Διατήρηση της Κοινωνικής Γαλήνης.

Αυτή, τη δημόσια αποστολή, έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρας οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας.

Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι, σε πιο βαθμό οι υπηρεσίες αυτές, η ΕΛ.ΑΣ δηλαδή, έχει καταφέρει να ανταποκριθεί στο σύνθετο αυτό ρόλο και να ικανοποιήσουν το αίσθημα ασφάλειας του Έλληνα Πολίτη;

Όσο και αν είναι οδυνηρό, είμαστε υποχρεωμένοι να καταγράψουμε την κοινή διαπίστωση, η οποία καθημερινά επιβεβαιώνεται, ότι δηλαδή η αποτελεσματικότητα των Υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ, είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, αν μη ανύπαρκτη. Και αυτό γιατί, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα προσλαμβάνει νέες μορφές και ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός για το οποίο η Ελληνική Αστυνομία δεν είναι άμοιρη ευθυνών χωρίς βέβαια να είναι αποκλειστικά υπεύθυνη, δεδομένου ότι, το μερίδιο των κοινωνικών αιτίων, που μεγεθύνουν την εγκληματικότητα, είναι πολύ μεγάλο.

Η αύξηση των εγκλημάτων του Κοινού Ποινικού Δικαίου, η αύξηση της εγκληματικότητας των νέων, η κατακόρυφη αύξηση της διάδοσης των ναρκωτικών, και κυρίως, η επί Δεκαετίες Ανεξέλεγκτη Δράση Τρομοκρατικών Οργανώσεων, οι οποίες δεν διστάζουν να επιτίθενται ακόμα και σε αυστηρά επιτηρούμενους και φυλασσόμενους στόχους, δίπλα και από τα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων (Κοινοβούλιο, Προεδρικό Μέγαρο, Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης αλλά και Πρωθυπουργικό Γραφείο) με την παράλληλη αδυναμία των Διωκτικών Αρχών να εξιχνιάσουν, έστω και μία τρομοκρατική ενέργεια. Όλα αυτά, συνθέτουν την οδυνηρή πραγματικότητα και επιτείνουν το Αίσθημα Ανασφάλειας που περικυκλώνει όλους μας.

Επειδή, το να περιγράψουμε μια διαπιστωμένη κατάσταση, χωρίς παράλληλα και να αναζητήσουμε και τους λόγους που τη διαμόρφωσαν και να προτείνουμε μέτρα για τη βελτίωσή της, ισοδυναμεί με αδράνεια και μας καθιστά συνυπεύθυνους, για όλους αυτούς τους λόγους, θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να εντοπίσουμε τις κυρίαρχες αιτίες, οι οποίες, κατά τη γνώμη μας, διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση και θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε προτάσεις, για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρός για να ξεπεράσουμε έστω και να σμικρύνουμε την αναποτελεσματικότητα της ΕΛ.ΑΣ, γιατί θεωρούμε πως η ενεστώσα κατάσταση πρέπει, κατεπειγόντως, να αλλάξει. Ειδικότερα:

Ι. Η Ελληνική Αστυνομία, είναι ένα κομμάτι της Δημόσιας Διοίκησης μέσα από την οποία διοχετεύεται η Κρατική Εξουσία. Υπήρξε πάντοτε και συνεχίζει να είναι απεχθής προς την Κοινωνία Μηχανισμός, με όλα τα χαρακτηριστικά της Γραφειοκρατίας και τις συνακόλουθες αδυναμίες, που απορρέουν από αυτή τη φυσιογνωμία πλέον, και που δεν της επιτρέπουν να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που συνιστούν τους στόχους και τις επιδιώξεις της. Στόχος όλων των Κυβερνήσεων, μη εξαιρουμένων, βεβαίως και εκείνων του ΠΑΣΟΚ, ήταν ο Κομματικός Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης και μάλιστα σε όλη την έκτασή της.

Ο έλεγχος αυτός, ο οποίος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ασφυκτικός, σε ό,τι αφορά την Ελληνική Αστυνομία, ξεκινάει από την πρόσληψη των Αστυνομικών Υπαλλήλων και ολοκληρώνεται με την προσπάθεια ποδηγέτησής τους, προσπάθεια η οποία, δυστυχώς, συντελείται σε όλη τη διάρκεια της υπαλληλικής τους εξέλιξης.

Αποκορύφωμα βέβαια αυτής της εξάρτησης, είναι η μετατροπή της Αστυνομίας από θεσμό της Κοινωνίας σε Μηχανισμό στήριξης της Κρατικής Εξουσίας και των -όχι πάντοτε θεμιτών- συμφερόντων των Κυρίαρχων Κοινωνικών Ομάδων.

ΙΙ. Είναι διαπιστωμένο ότι, η Ελληνική Κοινωνία αντιμετωπίζει, με πολύ δυσπιστία και επιφυλακτικότητα –η οποία φτάνει στα όρια αντιπαλότητας- την Αστυνομία μας. Βέβαια, ο καθένας θα μπορέσει να δικαιολογήσει αυτή τη σχέση, αν αναλογισθεί το ρόλο που έπαιξε η Αστυνομία σε κρίσιμα, τουλάχιστον, φάσεις της Πολιτικής Ιστορίας του Τόπου μας, όχι πάντα βέβαια με τη θέλησή της. Πράγματι, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι, ο Χαφιεδισμός σε βάρος των πολιτών –εξαιτίας των Πολιτικών τους Πεποιθήσεων, το Φακέλωμα, για τους ίδιους λόγους, η Ανεξέλεγκτες Συλλήψεις, οι χωρίς μέτρο Παραβιάσεις των Ατομικών-Κοινωνικών και Πολιτικών Ελευθεριών, και τα βασανιστήρια στους τόπου εξορίας, ταύτισαν την Αστυνομία μας με το Αυταρχικό Κράτος, το οποίο δομήθηκε στα χρόνια Διακυβέρνησης του Τόπου από την, ακραιφνώς δεξιά, παράταξη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τεράστιο χάσμα, μεταξύ Αστυνομίας και Κοινωνίας, για το οποίο μιλάμε, αντί να αμβλύνεται, ενίοτε βαθαίνει και στις μέρες μας αφού, δυστυχώς, κάποτε επιχειρήθηκε και η αναζωπύρωση των ρόλων του παρελθόντος για την Αστυνομία, όπως αβίαστα προκύπτει από την ίδια την Πολιτική που άσκησαν κάποιες Κυβερνήσεις για τα Σώματα Ασφαλείας, και όχι μόνον σε αυτά.

ΙΙΙ. Η πρόσληψη των Αστυνομικών Υπαλλήλων που γίνεται σήμερα μέσω των Πανελληνίων Εξετάσεων, όμως η περαιτέρω εξέλιξή τους συνάπτεται, δυστυχώς, και με την πολιτική πεποίθηση των ιδίων και της οικογενείας του.

Η παρεχόμενη Εκπαίδευση είναι ελλιπής και υποβαθμισμένη, αφού πρέπει να ολοκληρωθεί σε χρόνο ρεκόρ, με αποτέλεσμα το περιεχόμενό της να είναι αμφιβόλου ποιότητας. Αυτό βέβαια είναι σε άμεση εξάρτηση σχετικά με το ρόλο που θα κληθεί να παίξει ο Αστυνομικός όταν βγει στην παραγωγή του έργου του στο πεζοδρόμιο. Ένας Αστυνομικός που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον Απεργό ή τον Διαδηλωτή, δε χρειάζεται να γνωρίζει πολλά. Αλλά και ο τεχνολογικό εξοπλισμός του προσωπικού και των Αστυνομικών Υπηρεσιών δεν είναι μόνον ελλιπής, είναι δυστυχώς, και εν πολλοίς απαρχαιωμένος. Πράγματι, είναι αδιανόητο, ενόψει και του 2020 και της ραγδαία εξελισσόμενης Τεχνολογικής Επανάστασης, να μην έχει εισαχθεί πλήρως η χρήση της Πληροφορικής και άλλων Τεχνολογιών Επιτευγμάτων, σε όλες, ανεξαίρετα, τις υπηρεσίες της Αστυνομίας μας, παρά μόνον στις εξ’ αυτών επιτελικές.

IV. Οι Αστυνομικές Υπηρεσίες, συνεχίζουν να σχεδιάζουν τη Δράση τους, αγνοώντας, σε μεγάλο βαθμό, την Κοινωνική Εξέλιξη που έχει συντελεστεί, τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε Μεγάλα Αστικά Κέντρα και τις «εξελιγμένες» μορφές Βίας και Εγκληματικότητας. Έτσι, πλέον, δεν μπορούμε να μιλάμε για πλήρη σχεδιασμό αλλά για τυχαία σχεδόν Δράση της Αστυνομίας μας.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνουμε την αδυναμία, αλλά και κάποτε την απροθυμία της Αστυνομίας μας να συνεργαστεί με Μαζικούς Κοινωνικούς Φορείς, μια συνεργασία η οποία, στο βαθμό που θα υπήρχε, και την αποτελεσματικότητα των Αστυνομιών Υπηρεσιών θα ενίσχυε αλλά και τη σχέση Αστυνομίας-Κοινωνίας θα εξομάλυνε, επ’ ωφελεία ολόκληρου του Ελληνικού Λαού.

V. Το προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ κατανέμεται ανορθολογικά, αφού διαπιστώνεται η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού Αστυνομικών στις Επιτελικές Κεντρικές Υπηρεσίες, η ενίσχυση των Υπηρεσιών με λιγότερο ή καθόλου, Αστυνομικό χαρακτήρα και με παράλληλη μείωση του προσωπικού που υπηρετεί σε μάχιμες υπηρεσίες, εκείνες δηλαδή που έχουν άμεσα να κάνουν με την απηνή δίωξη του εγκλήματος. Ακόμη, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε ως αρνητικό γεγονός, τη διασπορά των υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ και την έλλειψη συνδυασμού σε ό,τι αφορά τη Χωροταξική Κατανομή τους με όλες τις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από αυτή την κατάσταση.

Επειδή, το πρόβλημα της επαρκούς Αστυνόμευσης επικεντρώνεται, κυρίως, στα ΕΞΑΡΧΕΙΑ αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας, αξίζει να αναφέρουμε το αποτέλεσμα μελέτης, σύμφωνα με την οποία όπως είχε κατανεμηθεί το δυναμικό της Αστυνομίας στην Πρωτεύουσα, ΕΝΑΣ (1) ΜΟΝΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΤΗΝ ΤΑΞΗ, ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΓΑΛΗΝΗ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ (13.000) ΠΟΛΙΤΩΝ, ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΔΡΟΥΝ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟΒΡΙΘΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.

VI. ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΣΙΟΥ ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΟΤΙ:

α) Διατηρείται η Αυταρχική, Αντιδημοκρατική και Στρατοκρατική Δομή των Σωμάτων Ασφαλείας. Από τη δομή αυτή γεννιέται πρόσθετη δυσκολία στη Δράση και Αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας στο Προληπτικό της Έργο, που είναι και το σημαντικότερο, ενώ, παράλληλα, διατηρεί την Αδιαφάνεια και τα «Στεγανά».

β) Ανατίθενται στην Αστυνομία, μη Αστυνομικού Χαρακτήρα καθήκοντα.

γ) Οι αρμόδιοι για την άσκηση του Αστυνομικού Έργου, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τις εξελίξεις που έχουν συντελεστεί σε Προηγμένες Χώρες όσον αφορά την ανίχνευση και τη Δίωξη του Εγκλήματος. Και

δ) Οι αρμόδιοι Αξιωματικοί- Διοικητές, επιμένουν στην, τυπική μόνον, αναγνώριση του δικαιώματος του Συνδικαλισμού για το Αστυνομικό Προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ, δηλαδή ενός Δικαιώματος το οποίο και τις Εργασιακές Σχέσεις του Προσωπικού αυτού θα αναβάθμιζε, αλλά και τις σχέσεις Αστυνομίας-Κοινωνίας θα βελτίωνε.

VII. Για τους λόγους αυτούς, θεωρούμε ότι οφείλουμε, να επισημάνουμε, (και με αυτό να κλείσουμε την ενότητα αυτή), τους λόγους της ενίοτε Αναποτελεσματικότητας της Αστυνομίας μας, την Έλλειψη Επαγγελματικής Συνείδησης και Κατάρτισης των Αστυνομικών και έτσι διαπιστώνουμε πως και τα τρία αυτά έχουν απόλυτη σχέση: α) με την Ποιότητα και τη Διάρκεια της Παρεχόμενης Εκπαίδευσης, β) με την Διαπιστωμένη Κοινωνική Απομόνωση του Αστυνομικού και γ) με τον Τρόπο Αντιμετώπισης της Αποστολής του, από τον ίδιο τον Αστυνομικό την οποία ο ίδιος απομονώνει από τον Κοινωνικό της Ρόλο και τη βλέπει, αποκλειστικά, ως Βιοποριστική Υπόθεση.

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Ως πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (με Υπουργούς τους αείμνηστους Τάσο Σεχιώτη και Γιώργο Πέτσο) έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι:

α) Η Χώρα μας διαθέτει μια, πολυπρόσωπη μεν, αλλά ελλιπώς οργανωμένη και, κατά συνέπεια, Αναποτελεσματική Αστυνομία, Αδυνατούσα να εμπνεύσει, στοιχειωδώς έστω, το Αίσθημα Ασφάλειας και Σιγουριάς για τον Πολίτη και να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις του Κοινωνικού Συνόλου της χώρας μας.

β) Για την κατάσταση αυτή, οι ευθύνες βαραίνουν όλα, ανεξαιρέτως, τα κόμματα που είχαν τη Διακυβέρνηση της Χώρας μας στο παρελθόν, διότι δεν μπόρεσαν να παρέμβουν αποτελεσματικά, στο Μηχανισμό και να προχωρήσουν σε κείνες τις αλλαγές, που επέβαλαν τον εκδημοκρατισμό των Σωμάτων Ασφαλείας, όρου αναγκαίου για σύγχρονη –Αποτελεσματική και Δημοκρατική Αστυνομία, όπως ευελπιστούμε ότι θα κατορθώσει ο σημερινός Πρωθυπουργός μας, που έλαβε τη σωστή απόφαση να εμπιστευθεί τον καταλληλότερο Έλληνα πρώην Υπουργό του ΠΑΣΟΚ κ. Μιχάλη Χρυσοχοίδη.

γ) Η απάντηση στο ερώτημα «ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ» δεν μπορεί παρά να είναι μια και μοναδική: Θέλουμε την Αστυνομία με Δημοκρατική Δομή και λειτουργία, Σύγχρονη και Αποτελεσματική, που θα εμπεδώσει το Αίσθημα Ασφάλειας και, ταυτόχρονα, θα σέβεται τα Ατομικά-Κοινωνικά και Δημοκρατικά Δικαιώματα των Πολιτών.

δ) Η επίτευξη όμως αυτού του στόχου θα είναι αδύνατη όσο διατηρείται το σημερινό “status” το οποίο έχει οδηγήσει την Αστυνομία μας, σχεδόν σε αδιέξοδη κατάσταση. Και, για τους λόγους αυτούς, χρειάζεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η χάραξη μιας Νέας Εξειδικευμένης Πολιτικής για το χώρο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, η οποία να είναι προσανατολισμένη στους παραπάνω στόχους και να διαμορφώνει εκείνους τους όρους και τις προϋποθέσεις, που θα εξασφαλίσουν μια, πιο ποιοτική και περισσότερο αποδοτική Αστυνομία. Η λανθασμένη άποψη ότι «η Αστυνομία είναι το Κράτος» όπως την διεκήρυξαν ατυχώς στο παρελθόν, απευθυνόμενοι στους Αστυνομικούς Υπαλλήλους, δεν έχει θέση στη δημιουργία και λειτουργία της Νέας Αστυνομίας που όλοι επαγγελλόμαστε.

Επίσης, πέρα από τα ανωτέρω, θεωρώ ότι είναι αδιαπραγμάτευτη ανάγκη να αναδειχθεί, όχι μόνον η αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας μας στον Τομέα της Καταστολής, αλλά χρειάζεται να προβληθεί παράλληλα και ο Κοινωνικός ρόλος της και να απαλειφθεί η σχε΄ση της αδικαιολόγητης αντιπαλότητας μεταξύ Αστυνομίας και Κοινωνίας.

Ακόμη, για απλή ενημέρωση των εξ Υμών μη Νομικών, σας πληροφορώ ότι, από έτους και πλέον έχω ζητήσει, με γραπτή Μηνυτήρια Αναφορά μου, την άσκηση Ποινικής Διώξεως κατά της Πολιτικής Ηγεσίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Κυρίου Τόσκα και Κυριών Γεροβασίλη και Παπακώστα), για την ενσυνείδητη ( εξ αμέσου δόλου), παντελή απραξία τους για την καταστολήν του Παρακράτους των Εξαρχείων, όπου, δυστυχώς, προεξάρχει, μεταξύ άλλων και ο περιβόητος «ΡΟΥΒΙΚΩΝΑΣ» και ο εκ των Ταγών του, Υιός του, κατά τα λοιπά σοβαρού και αναμφισβητλητως αξιοσέβαστου Κυρίου Προέδρου του Εθνικού μας Κοινοβουλίου. Oμως καίτοι ενημέρωσα γραπτώς και τους κ.κ. Εισαγγελείς Πλημ/κων, Εφετών και Αρείου Πάγου, εξ όσων μπορώ να γνωρίζω, ουδέν έπραξαν, καίτοι ασφλαώς γνωρίζουν όπως όλοι οι Τριτοετείς φοιτητές των Νομικών Σχολών, ότι δηλαδή, ο όρος «Πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις. Κατά συνέπειαν. ΥΠΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ του υπηρεσιακού καθήκοντος συντελείται και από Υπουργό (επειδή είναι και ο Υπουργός «υπάλληλος» κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, γιατί αυτά, ρητώς και κατηγορηματικώς ορίζει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Νόμου 3126/2013 «Περί ευθύνης Υπουργών». Συνεπώς. Μια τέτοια παράλειψη, οποιουδήποτε Υπουργού, εκτός των άλλων πολιτικών συνεπειών, είναι και ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ. Τέλος, για την ταυτότητα του Νομικού Λόγου, ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ είναι και η παράλειψη των κ.κ. Εισαγγελέων, όλων των βαθμίδων, εφόσον και εκείνοι, ΥΠΑΙΤΙΩΣ ΠΑΡΈΛΕΙΨΑΝ ν΄ασκήσουν αυτεπαγγέλτως τις προσήκουσες Ποινικές Διώξεις κατά των προαναφερθέντων Κυρίου και Κυρίας Υπουργού και Αναπληρωτού Υπουργού καθώς και Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Καστόρειον Σπάρτης 20/8/2019

Μετα τιμής

Δημήτριος Πανταζής

Επίτιμος Δικηγόρος

στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας