Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Παλιά Σπάρτη

Ο Έλληνας είχε από πάντα μια ιδιαίτερη σχέση φιλίας , συμπάθειας κι επικοινωνίας με τον φαρμακοποιό . Ο φαρμακοποιός είναι ο έμπιστός του , ο εξομολόγος του για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει , εκείνος που , τελικά , θα του δώσει όχι μόνο το γιατρικό για να γίνει καλά , αλλά και συμβουλές για το πώς θα ξεπεράσει την όποια δυσκολία καθώς και για το ιπποκρατικό «προλαμβάνειν» αντί του «θεραπεύειν». Όπως διηγείται ένας παλιός φαρμακοποιός :
«΄Οταν έπαιρναν το παρασκεύασμα , οι ασθενείς , έκαναν, υπόκλιση στον φαρμακοποιό , αλλά και του φιλούσαν το χέρι|» .
Δείγμα σεβασμού κι ευχαρίστησης , φυσικά .

Στα χρόνια τα παλιά οι φαρμακοποιοί ήταν ό,τι ακριβώς δήλωνε το όνομά τους : Εκείνοι που ποιούσαν (έφτιαχναν) τα φάρμακα με υλικά τα οποία διατηρούσαν μέσα σε βάζα πορσελάνινα , αγγεία γυάλινα και πήλινα , ξύλινα βαζάρια , μπουκάλια από γυαλί , όλα με καλλιγραφημένες λατινικές επιγραφές των ουσιών που περιείχαν , τα οποία «καμάρωναν» , στολίζοντας το φαρμακείο , μέσα σε πανέμορφες τζαμωτές προθήκες , φτιαγμένες από ξύλο διαλεχτό με γλυπτά στολίσματα . Γι’ αυτό το λόγο οι παλιοί λέγανε τους φαρμακοποιούς και τους βοηθούς τους «φαρμακοτρίφτες» , αφού «έτριβαν» μέσα στα γουδιά τους τις διάφορες στερεές φαρμακευτικές ουσίες , προκειμένου , αφού τις αναμείξουν , να φτιάξουν τα φάρμακα . Τους έλεγαν , όμως και «σπετσέρηδες», που είναι δάνειο από το ενετικό spezier , το οποίο σημαίνει φαρμακοποιός , ενώ τα φαρμακεία , σε ορισμένα μέρη , τα έλεγαν και «σπετσαρίες».

Από τη λέξη αυτή έχει επιβιώσει το επώνυμο «Σπετσέρης» ενώ στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού έχουμε το γνωστό αδέσποτο ρεμπέτικο : «Καλέ μάνα δεν μπορώ» , όπου η άρρωστη κόρη ζητάει … «το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι» . Σε άλλο ρεμπέτικο , στο «Βασανάκι» , του Απόστολου Χατζηχρήστου , υπάρχει το ίδιο μοτίβο τροποποιημένο : «Το γιατρό και τον σπετσέρη δεν ζητώ , μανάκι μου • πάρε με στην αγκαλιά σου , βασανάκι μου».

Στη νέα Σπάρτη , που ιδρύθηκε στα 1834 με διάταγμα του Βασιλιά Όθωνα , «άνοιξαν» αρκετά Φαρμακεία εποχής , τα οποία έγραψαν τη δική τους πλούσια ιστορία στην πόλη και πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες υγείας στη δύσκολη εκείνη εποχή . Πολλά εξ αυτών χάθηκαν μέσα στην παραζάλη του εκσυγχρονισμού μαζί με άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της πόλης , που κάποτε αποτελούσαν το Χθες της ζωής μας . Μερικά απ’ αυτά , χάρη στο μεράκι των σημερινών ιδιοκτητών τους , έχουν διατηρήσει αναλλοίωτο τον χαρακτήρα και την παραδοσιακή τους μορφή , έτσι όπως ταξίδεψε στο σήμερα από το παρελθόν . Όταν διαβαίνεις την πόρτα τους , νιώθεις ότι πέρασες μια πύλη του χρόνου , πως άλλαξες τόπο κι εποχή . Η παλιά , επιβλητική ατμόσφαιρα και οι παράξενες , ξεχασμένες μυρωδιές σε πλημμυρίζουν από παντού , ενώ έχεις την αίσθηση πως , από στιγμή σε στιγμή , θ’ ακουστεί η θρυλική παραινετική συμβουλή του Φαρμακοποιού προς τους βοηθούς τους :
«Παρά το ιγδίον (γουδί) και το βιβλίον».
Ένα τέτοιο παλαιό φαρμακείο της Σπάρτης είναι και το «ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ ΚΕΡΑΣΟΠΟΥΛΟΥ» .

Το φαρμακείο αυτό , με έτος ιδρύσεως 1872 , στεγάζεται , ακόμα , στο ισόγειο τριώροφου λιθόκτιστου κτηρίου του μεσοπολέμου (1930-1940) με σκελετό από μπετόν , στο κέντρο της Σπάρτης , στην οδό Λυκούργου (πρώην Αμαλίας) , αρ. 108 . Είναι , ίσως, το πρώτο τριώροφο κτήριο που υψώθηκε στην παλιά Σπάρτη (έτσι μαρτυρούν οι παλιές φωτογραφίες) και το μοναδικό παλαιό κτίριο που διασώζεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας , εκεί στις θρυλικές «Καμάρες» όπου, κάποτε , ήταν η περίφημη «Βόλτα» των Σπαρτιατών . Μπροστά του , στα 1937 , είχε στηθεί η εξέδρα απ’ όπου παρακολούθησε την παρέλαση που έγινε προς τιμήν του ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄.

Ο χαρακτήρας του κτηρίου προβάλλεται από το στενόμακρο σχήμα του , το συμπαγές στηθαίο της στέγης με τα κολωνάκια που καταλήγουν σε ημικύκλιο , τα συμμετρικά του ανοίγματα με τα γαλλικά παραθυρόφυλλα και τους διακοσμητικούς ανάγλυφους κύκλους στα υπέρθυρα του πάνω ορόφου , τα ενδιαφέροντα σφυρήλατα κιγκλιδώματα στους εξώστες (τρεις κύκλοι διαφορετικής διαμέτρου , ο ένας μέσα στον άλλον , με εφαπτόμενες περιφέρειες) , την παλιά ξύλινη τζαμωτή πόρτα της εισόδου με το ελικωτό κιγκλίδωμα και , φυσικά , από την πρόσοψη του Φαρμακείου όπου δεσπόζει η παλιά , δεύτερης γενιάς , επιγραφή με τα ξύλινα επιχρωματισμένα γράμματα «Ε.Δ. ΚΕΡΑΣΟΠΟΥΛΟΥ» και η άλλη με τα μεταλλικά γράμματα σφηνωμένα στο πεζοδρόμιο , μπροστά από την είσοδο , «ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ» .

Μέσα έχει διατηρηθεί το ύφος του παλιού φαρμακείου , με τα ντουλάπια και τις προθήκες με την ξυλόγλυπτη διακόσμηση όπου δεσπόζουν οι κιονίσκοι με τις ραβδώσεις και τα κορινθιακά επίκρανα , τα πορσελάνινα βάζα και τα μπουκαλάκια με τις ετικέτες και τη σκόνη του χρόνου πάνω τους παρατεταγμένα στα ράφια , την παλιά ταμειακή μηχανή με τα πλήκτρα που θυμίζει γραφομηχανή , τη ζυγαριά που μετρούσε μαζί με το βάρος ΚΑΙ το ύψος , το παλαιό «διώροφο» , αυστηρό γερμανικό χρηματοκιβώτιο με το λογότυπο «Δ.Ι. ΚΕΡΑΣΟΠΟΥΛΟΣ» , κ.α.π. . Ένα πραγματικό, δηλαδή , Μουσείο για τα Φαρμακεία μιας άλλης εποχής , που όμως εξακολουθεί να είναι λειτουργικό και στο «Σήμερα» , υπό νέα – βέβαια - διεύθυνση , η οποία έχει σεβαστεί απόλυτα την ιστορία και την παράδοση 10ετιών που κουβαλά μαζί του .

Φαρμακείο και κτήριο μαζί αποτελούν ένα μνημείο πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς , που κοσμεί το κέντρο της Σπάρτης και δίνει ανάσα σε μια πλατεία που, δυστυχώς , έχασε στο διάβα των χρόνων τα περισσότερα στολίδια της από το παρελθόν .