Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Το χωριό είναι μια βρυσομάνα που , κάποτε , άφησε το καθάριο και πλούσιο νερό της να τρέξει λεύτερο στον κατήφορο της πλαγιάς . Κι έγινε το νερό της ρυάκια και ποτάμια και χείμαρροι και ταξίδεψε μακριά , πολύ μακριά, από τη βρυσομάνα . Κι έμεινε κείνη έρημη , με λιγοστό νερό , να θυμάται , μόνο , και να νοσταλγεί τους παλιούς-καλούς καιρούς και τα ξενιτεμένα παιδιά της .
Όμως , κάθε Δεκαπενταύγουστο , της Παναγίας , γίνεται το θαύμα : Τα ποτάμια και τα ρυάκια και οι χείμαρροι «στρέφονται εις τα οπίσω» και γυρίζουν εκεί , στη βρυσομάνα , στο χωριό .
Από μέρη κοντινά και μακρινά , άνθρωποι που έλειψαν - άλλοι λίγο , άλλοι πολύ - από τη Ρίζα τους , ακούνε το κάλεσμα της Παναγίας κι επιστρέφουν «εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε» . Ανοίγουν τα σπίτια τα πατρικά με τα χορταριασμένα κατώφλια , προσκυνάνε τις φωτογραφίες των προγόνων που υπομονετικά τους καρτερούσαν στα σκοτάδια , λευτερώνουν τα παραθύρια για να μπει αέρας και φως , καλούνε τις θύμησες να έρθουν απ’ τις ερημιές της Λήθης , επισκέπτονται τα ξεχασμένα μνήματα , ανάβουν κεράκια μνήμης και συγκίνησης , λιβανίζουν και «διαβάζουν» τις ψυχούλες , συναντάνε φίλους παλιούς και συμμαθητές κι αγάπες λησμονημένες , ξαναδένουν γερά το σχοινί της μνήμης που είχε κοπεί απ’ το χρόνο, περπατάνε στα γνώριμα σοκάκια του χωριού και στις πλαγιές ολοτρόγυρα , σε κάθε γωνιά κάνουν προσκλητήριο στις γενιές των παλαιών κι όσων «έφυγαν» νωρίς , ξαπλώνουν πάνω στο ξερό χορτάρι , εκεί που έπαιζαν - κάποτε - παιδιά «κάτω απ’ τους μεγάλους ίσκιους» , πίνουν κι ένα ποτήρι κρασί , σπονδή σ’ εκείνους που έζησαν , σ’ εκείνους που ζουν , σ’ εκείνους που θα ζήσουν .
Κι ανήμερα της Παναγιάς , στην πλατεία του χωριού , έξω απ’ την εκκλησιά που παρηγόρησε τις λύπες και τράνεψε τις χαρές τους , με τον παπά μπροστάρη , διαβάζουν τον Άρτο της Γιορτής κι όλοι μαζί – ένα στόμα , μια καρδιά και μια ψυχή – ψάλλουν βροντόφωνα το : «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν , οι δε εκζητούντες τον Κύριον , ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» . Κι ύστερα παίρνουν απ’ του παπά το χέρι το κλάσμα του Άρτου και το γεύονται , όπως κάποτε οι γεύθηκαν Μαθητές τον άζυμο άρτο του Δείπνου του Μυστικού απ’ το χέρι του Κυρίου κι είναι αυτό μια υπόσχεση κι ένα τάμα πως όσο μακριά κι βρεθεί το σώμα τους , η ψυχή τους θα μένει για πάντα εκεί , στη Ρίζα τους , στο Χωριό τους στη Βρυσομάνα της ζωής τους .

Οι φωτογραφίες απ’ το χωριό Καστανιά Αγράφων Καρδίτσας , στις 15 Αυγούστου 2019.