άφαντος < αρχαία ελληνική ἄφαντος < φαίνω
άφαντος, -η, -ο που δε φαίνεται, που χάθηκε ή εξαφανίστηκε.
Mέχρι να φτάσω στο λιμάνι το καράβι είχε γίνει άφαντο. Mετά τις εκλογές έγινε άφαντος. Δεν τον βρίσκω πουθενά, είναι άφαντος εδώ και καιρό.
Σε περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος εξαφανισθεί, μπορεί με δικαστική απόφαση να κηρυχθεί άφαντος. Που δεν φάνηκε ακόμη, που είναι αόρατος. Σε περίμενα για ώρα μα εσύ ήσουν άφαντος. Κρυμμένος στο σκοτάδι και όντας άφαντος για όλους, τους αιφνιδίασα.
εξαφανισμένος, -η, -ο
που έχει εξαφανιστεί, που είναι άγνωστο το πού βρίσκεται (σε σχήμα υπερβολής) για κάποιον που έχουμε να τον δούμε πολύ καιρό ή είναι πολύ απασχολημένος για πολύ καιρό και δεν έχει ελεύθερο χρόνο να δει τους φίλους του, τους πελάτες του, τους ψηφοφόρους του, τους γνωστούς του.

Οι εικονιζόμενοι, φαίνεται ότι προτιμούν facebook για επικοινωνία με τους πολίτες. Δεν αντιλαμβάνονται βέβαια ότι ο πολίτης έχει ανάγκη από την «ζωντανή» επαφή και επικοινωνία, ειδικά με τους πολιτικούς.

Η κ. Κοντοσταθάκου και ο κ. Κουλιζάκος, υποψήφιοι της Ν.Δ. στη Λακωνία, έγιναν ακριβοθώρητοι. Έχει περάσει ήδη ένας μήνας απο τις εκλογές. To πιθανότερο είναι τον 15αύγουστο που είναι παχιές οι… δημόσιες σχέσεις να εμφανιστούν στην εκλογική τους περιφέρεια.