Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Κάποτε, ένας αγρότης αποφάσισε να αγοράσει ένα Αγροτικό αυτοκίνητο για να μπορεί να μεταφέρει μόνος του από το χωράφι τα προϊόντα που παρήγαγε. Πήγε λοιπόν στην πόλη, σε ένα κατάστημα που πωλούσε αυτοκίνητα, για να δει, να διαλέξει και να αγοράσει το κατάλληλο για την εργασία του. Ο καταστηματάρχης του έδωσε όλες τις πληροφορίες που χρειαζότανε και απάντησε υπομονετικά σε όλες τις απορίες και ερωτήσεις του υποψήφιου αγοραστή. Μετά από κάμποση ώρα διάλεξε ο αγρότης το μοντέλο που τον ενδιέφερε, καταστάλαξε και στο χρώμα και ήρθε η ώρα να γίνει η παραγγελία και να ορισθεί ο τρόπου πληρωμής. Τότε ο καταστηματάρχης του είπε.
-Το αυτοκίνητο σου θα είναι εδώ το αργότερο σε είκοσι ημέρες. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να κάνουμε την παραγγελία. Να συμπληρώσουμε δηλαδή το δελτίο παραγγελίας που θα τα γράφει όλα όσα είπαμε (το μοντέλο, τον τύπο, τον εξοπλισμό, το χρώμα, την ημερομηνία παράδοσης, τον τρόπο της πληρωμής). Θα πρέπει συγχρόνως να καταθέσουμε στην Τράπεζα το ποσόν της προκαταβολής που θα αναγραφεί πάνω στο συμφωνητικό, θα πάρεις ένα αντίγραφο από όλα αυτά και θα περιμένουμε να έρθει το αυτοκίνητο. Εντάξει;
Ο αγρότης στάθηκε αμίλητος και σκεφτικός για κάμποση ώρα. Στο τέλος είπε στον καταστηματάρχη πως θέλει να το σκεφτεί λίγο και πως θα ξαναγυρίσει.
Κάμποσους μήνες αργότερα, ο ίδιος αγρότης μπήκε, διστακτικά τούτη την φορά, στο κατάστημα με τα αυτοκίνητα. Ο καταστηματάρχης τον αναγνώρισε αμέσως. Δεν είπε όμως κουβέντα. Άφησε τον …πελάτη να μιλήσει από μόνος του.
-Θυμάσαι μπάρμπα που είχα έρθει για ‘κείνο το Αγροτικό;
-Ναι , σε θυμάμαι. Αλλά δεν ξαναγύρισες. Πήρες απ’ αλλού αυτοκίνητο. Έτσι δεν είναι;
-Μακάρι να ήταν έτσι! Την πάτησα που δεν σε άκουσα τότε μπάρμπα.
-Γιατί; Τι έγινε.
-Να, έφυγα τότε από ‘δω και είπα να κοιτάξω και κάπου αλλού για αυτοκίνητο. Τι το ΄θελα; Πήγα λοιπόν στο άλλο μαγαζί που είχε αυτοκίνητα. Εκεί πες-πες δεν ξέρω πως, αλλά με κατάφερε ο καταστηματάρχης και του ‘δωσα όλα τα λεφτά που τα είχα στο ταγάρι. Όσο έκανε όλο το αμάξι δηλαδή. Και ούτε χαρτί μου έδωκε ούτε απόδειξη, ούτε τίποτα. Εσύ μου ‘λεγες καλά, αλλά εγώ πού να ακούσω! Μου είπε που λες, πως τ’ αμάξι μου θα είναι εδώ σε έναν μήνα.
-Ε, και; Τι έγινε; Δεν στο έφερε το αμάξι;
-Όσο το είδες εσύ άλλο τόσο το είδα και εγώ. Και πήγα που λες στο μαγαζί του, και ξαναπήγα και ματαξαναπήγα. Και όλο θα έρθει την άλλη βδομάδα έλεγε, και θα έρθει σε δέκα μέρες, και δεν ήρθε ακόμη το πλοίο με τα αμάξια και άλλα τέτοια.
-Καλά , του έδωσες τα λεφτά σου, απόδειξη δεν ζήτησες;
-Μου έδωσε ένα παλιόχαρτο, αλλά απόδειξη δεν ήταν τελικά όπως μου είπε ο δικηγόρος που πήγα στο τέλος.
-Πήγες σε δικηγόρο; Και τι έγινε μετά;
-Να μην στα πολυλογώ, μπάρμπα, του ‘δωσα (ο δικηγόρος το κανόνισε) και άλλα λεφτά και στο τέλος πήρα στο όνομα μου ένα οικόπεδο που είχε. Δεν είχε τίποτα άλλο να μου δώσει. Βλέπεις τα λεφτά τα είχε φάει αλλού. Έκανα μεγάλη βλακεία τότε. Γιατί να μην σε ακούσω εσένα; Εσύ και χαρτιά μου έδινες και απόδειξη και Τράπεζα και απ’ ούλα! Με παραμύθιασε ο παλιάνθρωπος και εγώ τον πίστεψα και του ‘δωσα τόσα λεφτά.
-Τουλάχιστον δεν τα έχασες τα λεφτά σου. Πλήρωσες κάτι παραπάνω αλλά σου έμεινε το οικόπεδο.
-Είσαι με τα καλά σου μπάρμπα; Τι να το κάνω το οικόπεδο; Εγώ αμάξι χρειάζομαι. Πόσα τελάρα μπορώ να φορτώσω σε ένα οικόπεδο;
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με τον τρόπο που παραμυθιάζεται και ψηφίζει σε κάθε είδους εκλογές ο Έλλην Ψηφοφόρος, είναι εντελώς συμπτωματική!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr