Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Η αποκάλυψη τρανταχτών σκανδάλων στον ευαίσθητο χώρο της υγείας και όχι μόνο, όπου κατηγορούνται για δωροληψία, παθητική δωροδοκία και απιστία κατά την υπηρεσία επιφανή πολιτικά πρόσωπα, που υπηρέτησαν σε επιτελικές θέσεις και ανώτατα αξιώματα του κράτους, που τους είχε εμπιστευθεί και αναθέσει ο Ελληνικός λαός, ως έντιμους, άμεμπτους, ακέραιους, αδέκαστους και ανιδιοτελείς προκειμένου με διαφανή και αδιάβλητο τρόπο να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να προστατεύσουν τη χώρα και τα συμφέροντά της, ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα και «εμπλούτισε» με νέα στοιχεία την πολιτική διαμάχη. Τελευταία προστέθηκε και η «μαφία των φυλακών», με τη δικαστική έρευνα να συνεχίζεται σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής, χωρίς να μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα που θα σταματήσει.

Τα λυπηρά φαινόμενα που κατακλύζουν καθημερινά τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και τα ΜΜΕ αναδείχνουν το βούρκο, τη σαπίλα και τη δυσοσμία που αποπνέει η διερεύνηση και η αποκάλυψη άνομων πρακτικών που σκιάζουν και λερώνουν την εικόνα της χώρας, με τους πολίτες αποσβολωμένους και αμήχανους να παρακολουθούν τις σπασμωδικές αντιδράσεις των επίορκων εγκαλούμενων και να μην μπορούν να συνειδητοποιήσουν και να «χωνέψουν» τις ενδεχόμενες συναλλαγές και τις μίζες των άλλοτε κραταιών και τις υπόγειες διαδρομές του χρήματος από αυτούς που υποτίθεται ότι ήταν οι φύλακες και προστάτες τους.

Το παλιό πολιτικό σύστημα, αποτελούμενο από τα δυο κόμματα (μεγάλα τότε) που κυβέρνησαν πάνω από σαράντα χρόνια μονοκομματικά αλλά και μαζί*, δεν μπορεί να συνηθίσει και να κατανοήσει ότι και άλλες πολιτικές δυνάμεις έχουν δικαιώματα στον πολιτικό στίβο, δεν αντέχει να βρίσκεται εκτός εξουσίας, θεωρώντας εαυτό φυσικό της κάτοχο και να τη διαχειρίζεται ένα κόμμα που ήλθε από το … πουθενά, που δεν ήταν μέσα στις συστημικές προδιαγραφές του, στις δικές του ελεγχόμενες επιρροές. Οι μέχρι τότε, κυρίαρχοι πολιτικοί, ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι μπορεί όχι μόνο να εκτοπιστούν από τα έδρανα της Κυβέρνησης, αλλά και να αναγκαστούν να λογοδοτήσουν για τα αναρίθμητα βλαπτικά που έπραξαν στο παρελθόν, να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους, τις διαπλοκές, τα θαλασσοδάνεια σε ημετέρους, τους χρηματισμούς κ.λπ. Ουδέποτε, στους εμπλεκόμενους, πέρασε από το μυαλό ότι θα υποχρεώνονταν να προσγειωθούν και να δώσουν εξηγήσεις, παρά τη θέλησή τους, για τις θολές και επιλήψιμες μεροληπτικές σκοπιμότητες και ότι ενδεχόμενα θα βρίσκονταν μπροστά, πραγματικά και αληθινά, στα λεβέντικα … σίδερα. Λαλίστατοι, αδιάλλακτοι και αμετανόητοι είχαν θεωρήσει το κράτος προέκταση της αυλής τους. Τώρα, μάχονται λυσσαλέα και προσεύχονται για την παλινόρθωση της εξουσίας τους, αναπολούν τον χαμένο παράδεισο παράγοντας θυμό και μανία που δεν μπορούν να εκτονωθούν και να καταναλωθούν κοινωνικά, μικροί, πιο κοντοί συρρικνώνονται πολιτικά περιορίζοντας την περιφέρεια του εκτοπίσματός τους, ως εκεί που φτάνει η πραγματική τους αξία και όχι η προστιθέμενη.

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Π.Α. Μενέλαος Γκίβαλος σημειώνει σε άρθρο του: «Οι λυσσώδεις αντιδράσεις του “καθεστώτος”, οι πολιτικές ανοησίες περί “σκευωρίας”, η ευθεία επίθεση και καταγγελία κατά δικαστών αποκαλύπτουν ότι το “βαθύ κράτος” της διαπλοκής και οι κομματικοί του εντολοδόχοι συνειδητοποιούν με απόγνωση ότι διανύουν το “τέλος εποχής” της απόλυτης και ανεξέλεγκτης κυριαρχίας τους. Ποια “λύση” προτείνει, στην απόγνωσή του, το “καθεστώς”; Όχι, βέβαια, να διερευνηθούν και να καταπέσουν τα ψευδή, κατ’ αυτό, στοιχεία της “σκευωρίας”. Αντίθετα, βυσσοδομεί επιδιώκοντας να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, να παραγραφεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. […] Γι’ αυτό και αντέδρασε τόσο βίαια στην αλλαγή του άρθρου 86 το κομματικό “δίδυμο” της διαπλοκής κατά τη συζήτηση και τις ψηφοφορίες στο Κοινοβούλιο. Εμποδίζοντας με τη στάση τους τα κόμματα της διαπλοκής τη διασφάλιση των 180 ψήφων, θεωρούν ότι διατηρούν ανοικτή την “πόρτα” προκειμένου να αποτρέψουν οποιαδήποτε αλλαγή του στο μέλλον. Γιατί, τελικώς, το άρθρο 86, ως έχει σήμερα παρέχει πιστοποιητικό νομιμοποίησης των πολιτικών και ποινικών κακουργημάτων τους».

Δεν προσάπτουμε κατηγορία σε κανέναν πέρα από αυτά για τα οποία αποφαίνεται η δικαιοσύνη. Εξάλλου «η μίζα είναι μέσα στα καθήκοντα του υπουργού», όπως μας βεβαιώνει βουλευτής και πρώην υπουργός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκείνο το οποίο μπορεί να καταλογίσει κανείς στα δυο κόμματα είναι ότι δεν έκαναν την κριτική και την αυτοκριτική τους και δεν απέβαλαν από τις τάξεις τους όσους ελέγχονται, μέχρι περαίωσης της δικαστικής διαδικασίας. Το να καλείται κάποιος να καταθέσει, σε καμία περίπτωση δεν προδικάζει την ενοχή του. Το τεκμήριο της αθωότητας υπάρχει μέχρι την τελική κρίση, αλλά όχι η παραγραφή. Και αν με νομικά και θεσμικά τεχνάσματα οι ατασθαλίες, τα λαδώματα και οι παρανομίες παραγραφούν, για μας δεν παραγράφονται, γιατί συνδέονται άμεσα με τις μειώσεις των μισθών και των συντάξεών μας και την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής μας.

Οφείλουμε όλοι να πάρουμε θέση, να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και να σταθούμε απέναντι στα αφηγήματα και τα αστικά ιδεολογήματα προτάσσοντας τα ουσιαστικά προβλήματα. Μπορεί διαχρονικά να νιώθουμε προδομένοι, από την παρακμή της πολιτικής και την κρίση της εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αμφιβάλλουμε και δεν υποστέλλουμε την ποιότητα της δημοκρατίας και δεν κάνουμε έκπτωση στην κριτική σκέψη και τον πολιτικό προβληματισμό.

Η αναφορά στο παρελθόν και διδακτική και επωφελής είναι. Όμως τα προβλήματα είναι μπροστά και επιβάλλεται να επικεντρωθούμε σε αυτά. Αν η επιλογή της σύγκρουσης είναι μεταξύ του διαφορετικού παρελθόντος και του διαφορετικού μέλλοντος, θα πρότεινα το δεύτερο.

*Ποιος θα το πίστευε, ότι τα δυο μεγάλα κόμματα του παλιού δικομματισμού, όπου το καθένα επιδίωκε τη θανατική εξόντωση του άλλου, από τη μια μεριά οι Μαρξιστές που επιχειρούσαν την άλωση του κράτους και την υποταγή του στο κόμμα και από την άλλη η επάρατη δεξιά του κεφαλαίου και της ολιγαρχίας, θα κάθονταν με τόση ευκολία στα ίδια Κυβερνητικά έδρανα. Πάντως, η συγκυβέρνηση αυτή έχει αποτυπωθεί, ως μια αρνητική παρένθεση στις συνειδήσεις των πολιτών, των απλών ανθρώπων.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr