Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

ΣΠΑΡΤΗ. Μεγάλη Παρασκευή βράδυ . Είμαστε στην πλατεία της Σπάρτης τη στιγμή που μπαίνει σ’ αυτήν ο Επιτάφιος της Ευαγγελιστρίας . Ένα δυνατό σκούντημα από πίσω:

-Μεριάστε να περάσω !
Ένα γκαρσόνι με δυο δίσκους πίτσες στα χέρια , σπρώχνει .
-Μπροστά από τον Επιτάφιο θα περάσεις , άνθρωπέ μου ; Περίμενε δυο λεπτά .
-Μεριάστε . Πρέπει να παραδώσω την παραγγελία . Περιμένουν απέναντι .

Και πέρασε . Με το έτσι θέλω . Με τις πίτσες στα χέρια μπροστά από τον Επιτάφιο . Για να παραδώσει την παραγγελία απέναντι . Και μετά από τις πίτσες πέρασε και ο Επιτάφιος . Όπως και οι άλλοι Επιτάφιοι . Ανάμεσα από γεμάτα τραπέζια με ούζα , τσίπουρα και κρασιά και μπίρες και ποικιλίες μεζέδων κάθε λογής και φραπέδες και … και… και … παρέες που τρωγόπιναν και καλαμπούριζαν και φωνασκούσαν την ώρα που περνούσε η κηδεία του Μεγάλου Νεκρού .
Έχει κάποιος ανευθυνο-υπεύθυνος να πει κάτι περί αυτού και κάτι να κάνει ; Διότι αυτή η κατάντια επαναλαμβάνεται αμείωτη κάθε χρόνο , εκθέτοντάς μας σαν πόλη , σαν κοινωνία και σαν «ορθόδοξους Έλληνες» (τρομάρα μας) .
Με κίνδυνο να μου κολλήσουν κάποιοι ταμπέλα , κάθε χρόνο , αυτό το βράδυ , νοσταλγώ την απαγόρευση της επαράτου 7ετίας , ως προς το να είναι ανοιχτά τα καταστήματα διασκέδασης κι εστίασης το βράδυ της Μ. Παρασκευής .
Τελεία και παύλα !