Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται κατά διαστήματα προκειμένου να αποτυπώσουν την επιρροή των πολιτικών κομμάτων στην κοινωνία, που επιχειρούν να ερευνήσουν και να καταγράψουν τις τάσεις και τις προτιμήσεις των πολιτών έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, αφού τα αποτελέσματά τους επιδρούν, επηρεάζουν, διαμορφώνουν και δημιουργούν «κλίμα» στο εκλογικό σώμα. Από τις μέχρι σήμερα μετρήσεις των εταιρειών δημοσκόπησης δεν επιβεβαιώνεται η εγκυρότητα, η αρτιότητα και η αξιοπιστία τους. Οι μεγάλες διαφορές στις εκτιμήσεις τους από τα πραγματικά αποτελέσματα έχουν οδηγήσει στην απαξίωσή τους απ’ τους πολίτες, οι οποίοι τους προσάπτουν σκοπιμότητες και μεροληπτικές παρουσιάσεις. Δίνουν την εντύπωση ότι οι προβλέψεις τους εκφράζουν μάλλον τη βούληση και τις επιθυμίες των οικονομικών χορηγών τους, παρά την αλήθεια.
Πέρα από το ότι οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν τις τάσεις της συγκεκριμένης στιγμής και όχι της επόμενης, τα αποτελέσματα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, όχι μόνο από το μέγεθος της μεροληψίας, αλλά και γιατί τα δείγματα δεν είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύσουν όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού και με την αντίστοιχη αναλογία. Η σιωπηρή μεγάλη πλειονότητα των σκληρά εργαζόμενων, των πολλαπλά πιεσμένων μέχρι καταπιεσμένων, αλλά και αυτών που αισθάνονται ότι ωθούνται έξω από τον αστικό και τον κοινωνικό περίγυρο, στους οποίους τα ερωτήματα δε φτάνουν ή τα αποστρέφονται ή σε μεγάλο ποσοστό δεν ξέρουν/δεν απαντούν, είναι εκείνη που θα καθορίσει και την τελική κατανομή, κάτι το οποίο συμβαίνει όλα τα τελευταία χρόνια.

Παρότι αυτά είναι γνωστά και ευρύτερα παραδεκτά προκαλεί μεγάλη έκπληξη η σιγουριά και η προεξόφληση των αποτελεσμάτων των επόμενων εκλογών, φαίνεται καθαρά η προσπάθεια ανάδειξης και παγίωσης συγκεκριμένης θέσης και η σταθερή εμμονή σε αυτή, παρά την ανεπάρκεια της στατιστικής έρευνας, θεωρώντας ότι μπορεί με τη συχνή επανάληψη να εγκατασταθεί στο μυαλό και να επιβληθεί. Η επάρκεια και η οξυδέρκεια των πολιτικών αρχηγών των δυο κομμάτων εξουσίας, η τόλμη και η αποφασιστικότητά τους θα έχουν καταλυτική επίδραση στο εκλογικό σώμα. Ο δικομματισμός που συντηρείται και ενισχύεται από το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα – από τις μεθεπόμενες εκλογές με την απλή αναλογική θα επέλθει σχετική ηρεμία στο πολιτικό σύστημα – θα πιέσει και θα συρρικνώσει τα μικρά κόμματα, τα οποία παρουσιάζουν εικόνα διάλυσης, γιατί δεν είχαν σταθερή ιδεολογική βάση και ούτε προσκόμισαν κάτι νέο και ελπιδοφόρο στη δοκιμαζόμενη κοινωνία. Τα σακίδια στην πλάτη, οι ανεξάρτητες και κεντρώες κορώνες και τα ξεφωνητά που στηρίχθηκαν στην απελπισία και την απογοήτευση δεν στάθηκαν ικανά να αναπτύξουν σοβαρό και πειστικό πολιτικό λόγο και με το πρώτο γερό ταρακούνημα κλονίστηκαν, εγκαταλείφθηκαν, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Οι συμπαγείς κοινοβουλευτικές ομάδες των δυο μεγαλυτέρων κομμάτων, των οποίων οι διαφορές είναι καταφανείς από τα συμφέροντα που υποστηρίζει και υπηρετεί το κάθε κόμμα δυναμώνουν την πεποίθηση ότι ο προεκλογικός αγώνας θα διεξαχθεί με όλα τα μέσα και θα είναι σκληρός και αμφίρροπος.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το κείμενο με τον τίτλο «Οι δημοσκοπήσεις», που περιέχεται στο βιβλίο μου «Βαθιά ρήγματα στη σύγχρονη βαρβαρότητα» (ΙΔΙΟΜΟΡΦή 2018).

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία, σχεδόν του συνόλου των δημοσκοπήσεων, για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, αλλά και για τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους για τα δύο κόμματα εξουσίας.
Πιο συγκεκριμένα, δυο μόλις ημέρες πριν το δημοψήφισμα (3/7/15) όλες οι έρευνες έδειχναν ότι το ΝΑΙ προηγείτο του ΟΧΙ. Το αποτέλεσμα ήταν το ΝΑΙ να λάβει 38,69% και το ΟΧΙ 61,31%. Αντίστοιχα, πέντε ημέρες πριν τις εκλογές (15/9/15) έδειχναν τον ΣΥΡΙΖΑ με 29,5% και τη Ν.Δ. με 30% και δυο ημέρες πριν τις εκλογές (18/9/15) ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανιζόταν με 28,5% και η Ν.Δ. με 26%, ή ο ΣΥΡΙΖΑ με 31,7% και η Ν.Δ. με 31,2%, δηλ. ντέρμπι στο νήμα, ενώ οι ΑΝΕΛ παρέμεναν πάντοτε εκτός Βουλής. Το αποτέλεσμα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να λάβει 35,46%, η Ν.Δ. 28,09% και οι ΑΝΕΛ 3,69%.

Οι τεράστιες αυτές αποκλίσεις ανάγκασαν τον επικεφαλής μιας εκ των έγκριτων υποτίθεται εταιρειών δημοσκόπησης, να ζητήσει δημόσια συγγνώμη από τον Ελληνικό λαό, προκειμένου να περιορίσει την ανυποληψία τους και να σώσει την αξιοπιστία τους.

Η αμφισβήτηση της φερεγγυότητας των δημοσκοπήσεων, μετά και τις αλλεπάλληλες λανθασμένες εκτιμήσεις τους, έχει εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών. Οι στημένες ερωτήσεις, οι αναμενόμενες απαντήσεις, αλλά και το «μαγείρεμα» των αποτελεσμάτων αποτελούν πάγια τακτική των μεροληπτικών. «Πληρώνεις, ό,τι θέλεις παίρνεις» είναι η άποψη που επικρατεί στην αντίληψη των ανθρώπων μετά τις συνεχόμενες αποτυχίες και τις τεράστιες αποκλίσεις από τα όρια των στατιστικών σφαλμάτων. Οι επιλεκτικές μετρήσεις και τα σικέ παιχνίδια δεν ενδιαφέρουν πλέον κανέναν. Η πλειονότητα της κοινωνίας τους έχει γυρίσει την πλάτη.

Είναι ανάγκη οι εταιρείες δημοσκοπήσεων να αλλάξουν πορεία και από υπερασπιστές και εξυπηρετητές συγκεκριμένων προθέσεων και συμφερόντων να τεθούν στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Το σημαντικό αυτό εργαλείο της πολιτικής οφείλει να λειτουργήσει με σεβασμό, εκτίμηση και ήθος απέναντι στον πολίτη και να αποκτήσει, με τη σοβαρότητα και την εγκυρότητά του, τη χαμένη αξιοπιστία του. Πρέπει να τεθούν κανόνες στο τμήμα αυτό της ενημέρωσης και να υπάρξουν πλαίσια διακριτά και νόμιμα, μέσα στα οποία η κάθε εταιρεία θα προσαρμόζεται και θα παράγει. Το άναρχο, αλλοπρόσαλλο και στατιστικά διάτρητο πεδίο είναι αναγκαίο να ακολουθήσει τις επιστημονικές και διεθνείς αναγνωρισμένες μεθόδους. Είναι σημαντική προσφορά στην κοινωνική και ανθρώπινη αξιοπρέπεια η μη δημοσίευση δημοσκοπήσεων δυο εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Είναι απαραίτητο ο ψηφοφόρος να προσέρχεται ελεύθερα στην εκλογική διαδικασία και όχι να βομβαρδίζεται και να σφυροκοπείται ως την τελευταία στιγμή από τα ΜΜΕ που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία στην πλειονότητα δεν συμβαδίζουν με τα δικά του.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr