Ενδιαφέρουσα είναι η ομιλία του Λεωνίδα Γρηγοράκου, βουλευτή Λακωνίας ΔΗΣΥ στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Μια υπενθύμιση μόνο: όταν ο Βρασίδας πήγε στην Αμφίπολη, μιλούσε την ελληνική γλώσσα και η Μακεδονία ήταν ελληνική.

Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι χάσαμε μια μεγάλη ευκαιρία το 1991. Παγιδευτήκαμε σε άγονες φαντασιώσεις – για να μην πω και επικίνδυνες – με αποτέλεσμα η γνωστή σε όλους μας πρόταση Πινέιρο να ναυαγήσει. Κάθε πέρσι και καλύτερα.

Τα προβλήματα που προκαλεί η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που προσπαθεί να επιλύσει. Η σύνθετη ονομασία σε καμία περίπτωση δε δικαιολογεί την αποδοχή της ιθαγένειας και της γλώσσας.

Στην πραγματικότητα, ανοίγει διάπλατα την πόρτα για την αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας. Οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί είναι εύλογες και υπαρκτές. Δεν εδράζονται σε εθνικιστικές εξάρσεις και πολύ περισσότερο δεν υπαγορεύονται από φοβικά σύνδρομα.

Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τη γειτονική χώρα.

Δέχτηκε χωρίς καμία συζήτηση τα επιχειρήματά της.

Η επίκληση της αλβανικής κοινότητας προκειμένου να μην επιμείνουμε στη «βορειομακεδονική γλώσσα» και στον «βορειομακεδονικό λαό», δε δικαιολογεί την άνευ όρων υποχώρηση του κ. Τσίπρα.

Το πρόβλημα της εθνοτικής ταυτότητας δεν είναι αμελητέο. Αντιθέτως, είναι ένα μείζον ζήτημα, το οποίο μπορεί να συντηρεί και να τρέφει αλυτρωτικές διαθέσεις και προθέσεις αλλά και ανιστόρητους εθνικισμούς.

Τα καίρια θέματα της εξωτερικής πολιτικής ενέχουν σοβαρούς κινδύνους αν δεν αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα και οξεία πολιτική κρίση, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιστορικές μνήμες.

Εξ ου και θα έπρεπε, από την πρώτη στιγμή που υπήρξε η επανεκκίνηση του Μακεδονικού, ο Πρωθυπουργός να ενημερώσει τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων. Δεν το έκανε. Ήθελε να διαλύσει τα μικρά κόμματα και να δημιουργήσει ένα μεγάλο θέμα στην αντιπολίτευση.

Όφειλε να ζητήσει τις θέσεις και τις προτάσεις τους, προωθώντας μια σταθερή εθνική στρατηγική.

Αν πράγματι νοιαζόταν για την επίτευξη μιας επωφελούς συμφωνίας, θα έπρεπε, χωρίς τυμπανοκρουσίες και δημοσιότητες, να διαβουλευτεί με όλες τις κομματικές ηγεσίες του δημοκρατικού τόξου, επιδιώκοντας να πετύχει ένα μίνιμουμ πλαίσιο συνεννόησης, συναίνεσης και σύνεσης. Δυστυχώς, δεν το έπραξε για καθαρά κομματικούς λόγους.

Μοναδικό του μέλημα ήταν να προκαλέσει εσωτερικά προβλήματα στα ελληνικά κόμματα, εκμεταλλευόμενος τις διαφορετικές προσεγγίσεις και απόψεις που αναμφισβήτητα υπάρχουν.

Ο Πρωθυπουργός, χωρίς να αντιλαμβάνεται την αίσθηση ευθύνης, που οφείλει με τις πράξεις και τις ενέργειές του να αποδεικνύει, προέταξε την αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής του τόπου.

Άλλωστε, το ομολόγησε δημοσίως χωρίς καμία αναστολή στην προχθεσινή του συνέντευξη στην «Αυγή».

Μάλιστα, αδιαφόρησε πλήρως για τις παρενέργειες των επιλογών του.

Δεν τον ενοχλεί ούτε να τον προβληματίζει καθόλου το ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «βάζει νερό στο μύλο» των ακραίων εθνικιστικών κύκλων, εξάπτοντας ακόμη και γραφικές αντιδράσεις.

Οι διακηρύξεις του περί προοδευτικού μετώπου δεν έχουν κανένα αντίκρισμα.

Στην πράξη επιδιώκει το ακριβώς αντίθετο: θέλει να ενισχυθεί περαιτέρω ένα ακροδεξιό ρεύμα, εκτιμώντας ότι απέναντι σε αυτό μπορεί να αντιτάξει τον εαυτό του.

Κεντρική επιδίωξή του είναι στη θέση του αντιμνημονιακού Τσίπρα, που τον είδαμε όλα τα πορηγούμενα χρόνια, να προβάλει τον δήθεν προοδευτικό και αντιεθνικιστή.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Φαίνεται πλέον καθαρά ότι ο κ. Αλέξης Τσίπρας, για άλλη μια φορά, επενδύει σε αυταπάτες.

Αυταπάτη ήταν, όπως ο ίδιος ομολόγησε, οι αντιμνημονιακές κορώνες και φληναφήματα.

Αυταπάτη είναι και η δήθεν μεταστροφή του στην κεντροαριστερή οικογένεια, με εργαλείο βέβαια αυτή τη φορά το Μακεδονικό.

Ωστόσο, το φλέγον πρόβλημα είναι ότι οι απαίδευτες επιλογές είναι επιζήμιες για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Η πολυδιαφημιζόμενη Συμφωνία των Πρεσπών το αποδεικνύει γι' αυτό και δεν πρέπει να περάσει.

Σας ευχαριστώ!»