Ο Γιώργος Δημακόγιαννης, δημοσιογράφος, εκδότης, μανιάτης διασώζει ίχνος του χρέους μας έναντι του Σαράντου Καργάκου. Λακωνικά, μανιάτικα, δηλαδή τόσο σκληρά και τρυφερά συνάμα, αποχαιρετά τον δάσκαλο Καργάκο και κλαίει τον Έλληνα Σαράντο.

Φωτογραφίες: Αδούλωτη Μάνη - Λακωνία Οδός


Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 2019

- Αδέρφι…. αδέρφι…..!!!

Έτσι φωνάζουμε οι Μανιάτες όταν φτάνουμε μπροστά στο σπίτι με τον προσφιλή μας νεκρό συγγενή, φίλο ή συντοπίτη.
Φωνάζαμε… αδέρφι… αδέρφι… αφού είμαστε όλοι αδέρφια, παιδιά της ίδιας ρίζας και με κοινή ανθρώπινη μοίρα!
Έρχομαι από την μικρή μας πατρίδα τη Μάνη, που ήτανε πρώτη στ’ άρματα και τέκνα της όπως ο Σαράντος Καργάκος την κάνανε πρώτη και στα γράμματα!
Πολεμιστής του πνεύματος, με όπλο το λόγο και τη γραφίδα του, μπόλιασε με ταυτότητα ελληνική γενιές και γενιές ελληνοπαίδων και τόνωσε σε κρίσιμες στιγμές -όπως η τωρινή - το εθνικό μας φρόνημα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα και δεν μπορεί παρά «ολόπρωτα κι ολού μπροστά», να παραβρίσκεται η πρωτοθυγατέρα της η αδούλωτη Μάνη που τα παιδία της όργωσαν κι έφτασαν εθελοντικά για να θυσιαστούν όπου πονούσε ο Ελληνισμός.
Στο αδέρφι και δάσκαλό μας λοιπόν δυο λόγια λιτά κι απέριττα, εκφρασμένα με το παλαιό γλωσσικό ιδίωμα του Μανιάτικου μοιρολογιού και το πνεύμα του, γιατί «κακοθάνατο» έλεγαν όποιον έφευγε άκλαυτος/αμοιρολόιτος.

Πουλιά μου άγρια κι ήμερα

μην κελαηδήστε σήμερα

τι επέθανε ο σταυραϊτός

και ο Καργάκος ο σοφός.

Έριξ’ ο Χάρος κανονιά

μες των Καργάκων τον οντά

και γκρέμισε έναν μαχαλά,

έναν φωστήρα που (ε)φωτά!

Σαράντο μας γερό δεντρό

και σκέπη ως τον ουρανό

σε πήρε άνεμος σφοδρός

και σε στερήθη ο Λαός.

Σήμερα κλαίει κι ο Θεός

και ο αφέντης ο Χριστός

τι εχάθηκε ο δάσκαλος,

του Γένους μας ο ξακουστός.

Σήμερα κλαίσι τα χωϊριά

κι όλα τη(ς) Μάνης τα παιϊδιά

όπου τον είχασι οδηγό

στα όνειρά τους σύντροφο.

Πρώτα κλαίμε τον φίλο μας

κι αλάι την Πατρίδα μας

που έχασε έναν σοφό,

που ’χε κρουστάλλινο μυαλό.


Ε δάσκαλε ιδανικέ,

σπουδαίε και ηρωικέ

εσύ που άναβες φωτιές

μες τις ελληνικές καρδιές.

Ε ξακουστέ καθηγητή,

που μας εφόρτωσες τιμή

και σε στερούμαστε εμείς,

οι φίλοι σου κι οι συγγενείς.

Ε δάσκαλε μας θαρρετέ,

του έθνους μας σταυραϊτέ

που ‘μπαινες πάντα μπροστινός

γιατί δεν ήσου(ν) κάλπικος!

Τώρα θα πας στην Κάτου Γης,

γιομάτος δόξα και τιμή.

Εκεί θε’ να ξεκουραστείς

και του(ς) προγόνους μας να βρεις

όπου κι οι φίλοι κι οι δικοί

σε καρτερούσι γελαστοί.

Αν έχει ο Άδης διάβατα

κι η Κάτου Γης περάσματα

φτάσε στο Λεωνίδα μας,

στης Σπάρτης μας το βασιλιά,

το(ν) Μεγαλέξαντρο να βρεις

και να του πεις τον πόνο μας,

πως στη Μακεδονία μας

πονάει η καρδία μας.

Βρες τον Παλαιολόγο μας,

και όλους του(ς) προγόνους μας,

να βρεις και τους πεσόντες μας,

όλα τα Σπαρτιατόγγονα.

Μαυρομιχάληδες πολλούς

θα βρεις να σ’ αγκαλιάσουνε,

κι οι Μακεδονομάχοι μας

κοντά σου θε’ να φτάσουνε.

Οι ήρωες του Σαράντα μας,

της Κύπρου οι πολεμιστές,

και των Ιμίων μας οι τρεις

ηρωικοί υπερασπιστές.

Καλό παράδεισο να βρεις

και τον Κατσίφα άμα ιδείς

να πας να τονε συγχαρείς

και πολλά εύγε να του ειπείς.

Αδέρφι φεύγεις να μη ιδεις

τι κάνουσι μες τη Βουλή

χωρίς τη γνώμη του Λαού,

δεν έχουσι φόβο Θεού!

Ε διαλεχτέ καθηγητή

ήρθε η ώρα κι η στιγμή

ν’ αφήσεις τα βιβλία ζου

και κάθε ασχολία ζου

να παραδώσεις τα κλειδιά

στα εδικά σου τα παιδιά,

που ‘ναι χρυσά κι αγαπητά

να συνεχίσουν τη δουλειά.

Τα δύο τα παιδία ζου

τα φύλλα τη(ς) καρδίας ζου!

Και η γυναίκα σου η καλή,

να κάμει κι άλλη υπομονή

έναι γυναίκα διαλεχτή

σπάνια και μοναδική.

Να ‘χει κουράγιο και πυγμή

και η καρδιά της να σφιχτεί

τη μνήμη σου να συντηρεί

ώστα υπάρχει κι ώστα ζει

με τη δική ζου την ευκή.

Στο ‘πα και πάλι θα στο ειπού

δάσκαλε ζε παρακαλού,

ήρθε η ώρα κι στιγμή

που ‘ρθε η βάρκα στην αυλή,

δεν πας ταξίδι κοντινό

δεν έχει πίζου γυρισμό.

Αδέρφι άιντε στο καλό

ανέγνωμα κι από στανιό

να ‘ναι ο δρόμος ζου ανοιχτός

να ‘ναι ο βοηθός σου ο Χριστός.

Σε τούτο εδώ το φέρετρο,

είναι αναμμένη δάδα

εδώ απάνου ακουμπά,

ολόκληρη η Ελλάδα!

Και στ’ ουρανού τα δώματα

‘Σύ θα ‘χεις αξιώματα.

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!