Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Το λουλάκι , ήταν μια ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα , που τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στο πλύσιμο των ρούχων για να δίνει λάμψη στα λευκά υφάσματα.
Οι εγκυκλοπαίδειες λένε πως το λουλάκι είναι αρχαία χρωστική που προέρχεται από τις Ινδίες (από εκεί και η ονομασία indigo) και συναντάται τόσο στην αρχαία Αίγυπτο όσο και στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Προέρχεται από τα φυτά του γένους Ινδικοφόρα (Indigofera tinctorum) και αρχικά χρησιμοποιούταν ως βαφή για υφάσματα . Από το 1870 και μετά το λουλάκι παράγεται συνθετικά και ονομάζεται μπλε της ανιλίνης.
Η μέρα του πλυσίματος , συνήθως Σάββατο , ήταν για τη νοικοκυρά του παλιού καιρού μια μέρα μαρτυρίου αλλά και μια ιεροτελεστία . Τη μέρα αυτή , μέσα στις «αυλές των θαυμάτων» ή στον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού ή σε μικρές αποθηκούλες – παράγκες , τα γυναικεία χέρια δούλευαν ασταμάτητα για να προλάβουν να πλύνουν τα ρούχα μιας ολόκληρης βδομάδας ( φωτιά , καζάνι , βραστό νερό , σκάφη , σπιτικό σαπούνι , σαπούνισμα , τρίψιμο , αλισίβα , ξέβγαλμα , άπλωμα , κλπ , κλπ ) ! Τίποτα άλλο δεν προλάβαινε να κάνει η νοικοκυρά τη μέρα της μπουγάδας . Όλη αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη στο πλύσιμο των ρούχων . Γιατί τότε μπορεί να μην ήτανε ντροπή να φοράει κάποιος ρούχα μπαλωμένα , ήτανε , όμως , ντροπή , να μην είναι αυτά τα ρούχα καθαρά . Γι’ αυτό , τουλάχιστο μία φορά τη βδομάδα , η νοικοκυρά έπλενε τα σκουτιά όλης της οικογένειας , την άλλη μέρα τα σιδέρωνε καλά με το παλιό το σίδερο με τα κάρβουνα και την παρ’ άλλη μέρα τα ρούχα ήταν έτοιμα , καθαρά , καλοσιδερωμένα και μυρωδάτα , για να φορεθούν .
Όταν , λοιπόν , οι παλιές νοικοκυρές , με τα χέρια κόκκινα και φαφαδιασμένα και τη μέση «κομμένη» απ’ το πολύωρο πλύσιμο , έφταναν στο τέλος της μπουγάδας , στο λεγόμενο «ξέβγαλμα» , βουτούσαν τα ρούχα (ιδίως τα ασπρόρουχα) σε διάλυμα λουλακιού , για ν’ αποκτήσουν φωτεινότητα .
Αυτά τα λευκά πουκάμισα που φόρεσαν οι άντρες στις 10ετίες του ’50 και του ’60, πλυμένα , λουλακιασμένα και σιδερωμένα από αφοσιωμένες συζύγους (κι όχι μόνο) του καιρού εκείνου , δεν ξαναφορέθηκαν ΠΟΤΕ ! Τα βλέπαμε να κρέμονται από τα ξύλινα μανταλάκια στα σύρματα που άπλωναν οι νοικοκυρές την μπουγάδα για να στεγνώσει και τα καμαρώναμε . Ήτανε , πραγματικά , οι άρχοντες της μπουγάδας και το καμάρι της κάθε νοικοκυράς .
Εμείς , τα παιδιά του «τότε» , απλά απορούσαμε πώς μια «μαγική» μπλε σκόνη μπορούσε να κάνει τα πουκάμισα τόσο άσπρα και λαμπερά και , βέβαια , επειδή εμείς κάναμε τα μικροψώνια απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς , έχει «στοιχειώσει» στο μυαλό μας (μαζί με άλλα πολλά) και τούτο το μπλε κουτάκι του λουλακιού που κατέβαζε από το ράφι ο μπακάλης για να μας το δώσει να το πάμε στη μάνα μας που είχε βάλει σκάφη για τη μπουγάδα !