Ανοίγω τον αφυγραντήρα στο φούλ. Φορώ ένα ζεστό πανωφόρι και τραβώ πίσω μου την πόρτα. Τα βήματα μου, μοιραία μέσα από ενήλικες λούμπες με φέρνουν στο λεγόμενο κέντρο της πόλης. Αναζητώ ένα φώς άλλο, μια λάμψη, κάτι γιορτινό…
Δεν προλαβαίνω να απογοητευτώ γιατί 5 σκυλιά μ’ έχουν κυκλώσει… Κοιταζόμαστε στα μάτια. «Να που σε αυτή την πόλη κάποιοι σε κοιτούν στα μάτια…» σκέφτομαι αλλά εκτός από τα μάτια βλέπω και τα δόντια… Σηκώνω τα χέρια, μεγαλώνω και γλυτώνω… Αυτό δεν κάνουν όλοι; Με κοιτούν περίεργα οι φαντάροι που περιμένουν στη στάση για να επιστρέψουν στο ΚΕΕΜ… Ποιό Κέντρο άραγε με τόσους λίγους και για τόσο λίγο, αναλογίζομαι για να διακόψει πάλι τη σκέψη μου το τρεμούλιασμα απο δύο κοριτσόπουλα, φοιτήτριες της Νοσηλευτικής που περνούν γρήγορα απο μπροστά μου προς το κέντρο (!)… Πότε άραγε τα βήματά τους θα τα οδηγήσουν στην Τρίπολη, αναρωτιέμαι για να λάβω ακαριαία την απάντηση απο μια αγοροπαρέα του ΤΕΙ που μόλις έχει βγει απο το café και σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις. «Υπομονή» λέει ο ένας, «του χρόνου Τριπολιτσά…». Λες κι έχει τον καημό των φαντάρων που μετρούν τις ημέρες για να βγουν στο φώς… Είπα φώς και θυμήθηκα τι έψαχνα… Α! ένα φως της γιορτής. Χάνομαι ανάμεσα σε ανόμοια και αταίριαστα φωτάκια του Δήμου. Άλλα έτσι και άλλα αλλιώς. Αχταρμάς. Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα. Μόνον ένα σκληρό μπλε φως διαπερνά την κόρη των ματιών μου. Τόσο μπλε σε έναν δήμο παρ’ ολίγον κόκκινο, σκέφτομαι, ανοήτως… Πιο κει βλέπω μια φάτνη σε μια βιτρίνα με εσώρουχα… Που να δεις φώς ανάμεσα σε τόση «τυχαία» ύπαρξη… Επιστρατεύω την άλλη αίσθηση μου την ακοή μήπως και δικαιώσω την επιλογή της βόλτας. Μάταια. Κινητήρες αδικαίωτων αυτοκινήτων και εξατμίσεις αγχωμένων delivery… Ψάχνω για καμιά νότα αλλά τίποτα, μέχρι που φτάνω στις πύλες του ανεξερεύνητου «μεγάλου Χριστουγεννιάτικου χωριού»… Μιλάμε για πολύ χωριό. Μα μόνον χωρίο. Για χωριό που φαίνεται… και κολαούζο δεν θέλει…
Μια επίμονη λανθάνουσα σκέψη, σαν μαύρη ριπή, με καλεί να γυρίσω στο σπίτι.
Η υγρασία θα έχει πέσει. Θα έχει ζεστάνει ο καναπές…. Καναπές της χαράς… Της χαζής χαράς…
Υπομονή… Μπορεί κάποιο λάθος να γίνει και στην πόλη μου και η χαρά να είναι αληθινή. Μπορεί να μας ξεφύγει… Να μην τα καταφέρουμε και η χαρά να ξεχυθεί στους δρόμους και στις πλατείες. Δεν ξέρεις και τα λάθη για τους ανθρώπους είναι…

Γύρισα σπίτι ήδη. Στο τζάκι καίει ακόμα το κούτσουρο της αιωνόβιας ελιάς που έριξα κατάχαμα ένεκα φτώχειας… Καίει και μοιάζει σαν να καίγονται αιώνες ιστορίας και μνήμης. Σε λίγο θα έχουν γίνει στάχτη, μια χούφτα, που θα σκορπίσει στον βοριά που διατρέχει τους έρημους δρόμους της πόλης. Καημένη πόλη μου…

Μα τι έπαθα; Με πήρε ο ύπνος και για λίγο νόμισα ότι βρέθηκα στη Σπάρτη.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr