Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Με αφορμή τη Συνταγματική αναθεώρηση και την πρόσφατη συμφωνία κράτους και εκκλησίας, διάφορες αντιλήψεις, κρίσεις και επικρίσεις, δράσεις και αντιδράσεις, ιερές αποκαλύψεις και εθνικές εξάρσεις είδαν το φως της δημοσιότητας, που ήταν κρυμμένες πολλά χρόνια και φανέρωσαν τις έντονες αποχρώσεις και τις συχνές μεταμορφώσεις. Η επισήμανση αυτή δεν αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών συμπεριλαμβανομένης και της ιεραρχίας, αλλά μια μικρή μειονότητα από όψιμους ψευτοπατριώτες, εκμεταλλευτές και υπονομευτές, από οπουδήποτε και αν προέρχονται, που βρήκαν την ευκαιρία να σπεκουλάρουν, να «επενδύσουν» και να καπηλευτούν τις ευαισθησίες και τις παραδόσεις των λαϊκών ανθρώπων θεωρώντας ότι έτσι θα αποκομίσουν πάσης φύσεως ιδιοτελή ωφελήματα.

Προφανώς με τη συμφωνία των15 σημείων της 6ης/11/2018 μεταξύ του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου δεν επέρχεται ο εξορθολογισμός των σχέσεων και ο σεβασμός των διακριτών ρόλων δηλ. ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, που έχει προταθεί εδώ και πολλές δεκαετίες και περιέχεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως παλαιότερα και του ΠΑΣΟΚ, που ισχύει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες μετά και από την προτροπή της Ε.Ε. και τη νέα πραγματικότητα από την μετακίνηση και την αλλοίωση των πληθυσμών και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, αλλά είναι ένας συμβιβασμός, με βάση τον οποίο υπεύθυνα και σοβαρά από δω και στο εξής θα αντιμετωπίζονται τα οικονομικής φύσεως, κυρίως, θέματα. Θα επανεκκινηθούν οι διαδικασίες αξιοποίησης της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας που λιμνάζουν, με τους μηχανισμούς που διαθέτει το κράτος, με όφελος κατά το ήμισυ και των δύο πλευρών. Η μισθοδοσία των κληρικών, όχι μόνο δεν τίθεται σε κίνδυνο, αλλά θα καταβάλλεται ανελλιπώς με την εγγύηση της πολιτείας, θέση η οποία θα συμπεριληφθεί και στο νέο Σύνταγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κληρικοί είναι λειτουργοί της εκκλησίας, δεν έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, δεν δεσμεύονται από τις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, δεν διορίζονται με διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και προαγωγές τους τις κάνει η ιεραρχία και όχι η πολιτεία και λογοδοτούν με βάση το Κανονικό Δίκαιο, εκτός από τα παραπτώματα που εμπίπτουν στις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου.

Μετά από τις αρχικές αντιδράσεις και εξάρσεις περί άθεων, άπιστων κ.λπ. φαίνεται να επικρατεί ψυχραιμία με την εξέταση και την αντιμετώπιση της κατάστασης να γίνεται πιο σοβαρή, περισσότερο ουσιαστική και λιγότερο συνθηματική. Αν μάλιστα απουσίαζαν οι παλινωδίες και τα παραληρήματα των πολιτικών αρχηγών, οι οποίοι προωθούν τα συμφέροντα του κόμματός τους και όχι κατ’ ανάγκη της εκκλησίας – στοχοποίησαν ευθέως ακόμη και τον αρχιεπίσκοπο –, η κατάσταση θα ήταν πιο καθαρή και περισσότερο ομαλοποιημένη. Όμως, προβληματίζει η μεγάλη αναταραχή που έχει ξεσπάσει στους εκκλησιαστικούς λειτουργούς με αφορμή τον τρόπο της μισθοδοσία τους, φαίνεται ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ιεραρχία για την απρόσκοπτη καταβολή και του ύψους των αποδοχών τους και δίνεται η εντύπωση ότι η οποιαδήποτε μεταβολή στο ισχύον καθεστώς θα τους βρει κάθετα απέναντι, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε παλιότερα όταν οι κληρικοί λάμβαναν μόνο τις εισφορές και τις δωρεές των πιστών. (Τότε οι ιερείς ήταν εργαζόμενοι και πέρα από την προσφορά τους στην εκκλησία ήταν δάσκαλοι, ξυλουργοί, καλλιεργητές κ.λπ.). Οι αντιλήψεις και οι απόψεις αυτές, που δυστυχώς φαίνεται να είναι διάχυτες, δε συνάδουν με τη συνέπεια του αποστολικού και ποιμαντικού τους έργου, δεν συμβάλλουν στην ελεύθερη άσκηση των καθηκόντων τους την ώρα που το θρησκευτικό συναίσθημα υποβαθμίζεται και ατονεί, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις οπισθοχωρήσεις τα τελευταία χρόνια (πολιτικός γάμος, σύμφωνο συμβίωσης, ταυτότητες, καύση των νεκρών κ.λπ.).

Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν είναι νίκη ή ήττα κανενός. Παρότι φαίνεται να κλίνει υπέρ του πρωθυπουργού δεν είναι καθόλου έτσι. Ο πολύπειρος αρχιεπίσκοπος παραχωρεί την εκκλησιαστική περιουσία σε συνδιαχείριση με την πολιτεία, από την οποία μάλιστα θα έχει και όφελος, κάτι που δεν έχει σήμερα και ταυτόχρονα απομακρύνει για πολλά ακόμη χρόνια τον πραγματικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, βαδίζοντας πάνω στα ίχνη του μακαριστού Σεραφείμ τη δεκαετία του ’80, στη συμφωνία με τον Α. Παπανδρέου.

Η εκκλησία, μπροστά σε ριζικές αλλαγές και δομικούς μετασχηματισμούς, ενόσω εμπλέκεται και δεν αποστασιοποιείται από τα γρανάζια του κράτους και απαιτεί πολιτικό λόγο και διοικητικό ρόλο στις αποφάσεις της πολιτείας, μακροπρόθεσμα μειώνει την επιρροή της. Το κράτος, θεσμός της οργανωμένης πολιτείας των οικονομικά ισχυρών έχει το πάνω χέρι και θα τη χρησιμοποιεί και θα τη στηρίζει στο βαθμό και το μέτρο που θα υπηρετεί τα συμφέροντά του. Σε διαφορετική περίπτωση θα την περιορίσει, θα τη συρρικνώσει και θα τη διαιρέσει – πρόσφατο παράδειγμα η απομάκρυνση της εκκλησίας της Ρωσίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι αποτέλεσμα Ρωσικών συμφερόντων – όπως αποκαλύπτουν τα ιστορικά στοιχεία, όταν προέκυπταν μεταξύ τους διαμάχες και συγκρούσεις*. Η εξουσία είναι μία, το κράτος των ολιγαρχών. Μόνο με την αυτονομία και την ανεξαρτησία της η εκκλησία θα απελευθερωθεί, ώστε να επιτελεί απαρέγκλιτα το έργο της, τον θεσμικό της ρόλο και την ανεμπόδιστη πορεία προς τους στόχους και τον προορισμό της. Είναι ανάγκη να πάρει σαφή θέση απέναντι στις σκοπιμότητες και τις πολιτικές κορώνες κάποιων ιεραρχών, να περιοριστεί στα καθαρά θρησκευτικά της καθήκοντα που δεν δημιουργούν αντιδράσεις και αποστροφές, με την υποχρέωση να συσπειρώσει ολόκληρη την κοινωνία και να πορευθεί μαζί της ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές ή άλλου είδους διακρίσεις, αφού κύριο μέλημά της είναι η ένωση και όχι η διαίρεση των απλών ανθρώπων.

Ασπίδα, αλλά και δύναμη της εκκλησίας είναι οι μεγάλες αντοχές και προσδοκίες των ανθρώπων που είναι συνυφασμένες και εκπορεύονται από το πνευματικό της έργο. Είναι η κάλυψη, η προστασία και η στήριξη των λαϊκών στρωμάτων που σήμερα βάλλονται ανελέητα με πολλούς συνανθρώπους μας να βρίσκονται στα όρια της ανέχειας, της εξάντλησης και της εξαθλίωσης. Οι μυστικές συναντήσεις, οι αναφορές στις απολαβές και οι πολλαπλές αντιδράσεις τουλάχιστον από την πλευρά της εκκλησίας θα έπρεπε να αποφευχθούν, γιατί η σύγκριση, η στοίχιση και η ταύτιση με υλικά αγαθά υποβιβάζουν και εκμηδενίζουν κάθε έννοια ανθρωπισμού, αξίας και πολιτισμού.

Σήμερα είναι θεμιτή η άποψη της ρητής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την πλήρη αποδέσμευση της εκκλησίας. Και επειδή η πολιτεία θα ήταν ανέντιμο να το πράξει μονομερώς θα πρέπει από κοινού να πάρουν τις αποφάσεις. Είναι καιρός η εκκλησία να προσπεράσει τις απαρχαιωμένες καταβολές και προκαταλήψεις και να πρωτοστατήσει, να κάνει την υπέρβασή της και να αυτοδιαχειριστεί τα του οίκου της, ώστε να επιδοθεί απερίσπαστη στο έργο της. Η αλληλοϋποστήριξη πρέπει να είναι ουσιαστική και συνεχής χωρίς να εμπλέκεται η μια στα πεδία της άλλης, γιατί τότε διαμορφώνονται τάσεις κυριαρχίας και επιβολής. Είναι αξιοσημείωτα αυτά που έγραφε ο κορυφαίος δάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833) σχετικά: «Να κρατύνη (ενισχύσει) η θρησκεία την πολιτείαν, όχι να επικρατή και να εξουσιάζη αυτή. Το κράτος αυτής είναι όλον πνευματικόν, και περιωρισμένον εις την συνείδησιν και ομολογίαν των πιστευόντων». Αλλά και ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης (1910 – 1988) παπάς και καθηγητής θρησκευτικών ζητούσε από την πολιτεία «να βρει το θάρρος» και η Εκκλησία «να επιδιώξει τον χωρισμό της» από το κράτος, για να «επαναποκτήσει το αγωνιστικό της πνεύμα».

*Μερικές σχετικά πρόσφατες αναφορές: Το 1917 ο Βενιζέλος καθαίρεσε με διάταγμα τον αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Α’ και διόρισε αριστίνδην Σύνοδο (σύνοδο της οποίας τα μέλη έχουν οριστεί αυθαίρετα από την κυβέρνηση), η οποία ανέβασε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Μελέτιο. Το 1938 η επεισοδιακή εκλογή του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου με αριστίνδην Σύνοδο από τον δικτάτορα Μεταξά, αλλά και το 1967 η εκλογή του Ιερώνυμου, επιλογή του δικτάτορα Παπαδόπουλου.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr