Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Στη εποχή της αφθονίας , τα σημερινά παιδιά που διαλέγουν και απορρίπτουν με χαρακτηριστική ευκολία φαγητά (τούτο μου αρέσει …εκείνο δεν μου αρέσει) σίγουρα δεν μπορούν να πιστέψουν πως στη 10ετία του ’50 και του ’60 ζούσαν παιδιά με μια φέτα ψωμί .
Κατ’ αρχήν τότε το ψωμί ήταν κάτι ιερό : «Το ψωμάκι είναι ο «Χριστούλης» ! Είναι αμαρτία να πετάς το σώμα του Χριστούλη !» Μας έλεγαν από τα μικράτα μας οι σοφές γιαγιάδες και οι άξιες μανάδες , που ήξεραν πάντα ΤΙ έλεγαν ! Κι εμείς , που φυλάγαμε σαν γκόλφι στο στήθος κάθε συμβουλή τους , τρώγαμε το ψωμί μας ως το τελευταίο ψίχουλο κι αν τύχαινε και βρίσκαμε κανένα κομματάκι ψωμί πεσμένο στο χώμα , σκύβαμε , το μαζεύαμε με ευλάβεια πολλή και το σιγουρεύαμε σε καμιά κόγχη σπιτιού , σε καμιά τρύπα τοίχου ή όπου αλλού .
Τα απογεύματα που είχε καλό καιρό συνήθως ήμαστε στους χωματόδρομους και στις αλάνες της γειτονιάς για παιχνίδι ! Οι μανάδες , χωρίς καμιά συνεννόηση , είχαν συγχρονιστεί πότε είναι «η ώρα της φέτας» και τότε έβγαιναν στις αυλές , στα παράθυρα στα κατώφλια και στα μπαλκόνια κι αντηχούσε η γειτονιά από τις φωνές τους , σαν να ήτανε μια συναυλία από κοκόρους που ξελαρυγγιαζόντανε το ξημέρωμα: «Γιάννηηηηηηη…Γιώργοοοοοο…Μαρίαααααααα…Τάκηηηηηηη…Ποτούλααααα…έλα να πάρεις τη φέτα σουουουου» !!!!
Και ’μεις σταματάγαμε εμείς το παιχνίδι και τρέχαμε να παραλάβουμε τη φέτα μας από τα χρυσά τους τα χέρια , τα ταλαιπωρημένα αλλά αγιασμένα απ’ τις σκληρές δουλειές του νοικοκυριού ! Και ήτανε «η φέτα» , μια φέτα ψωμί (οι παλιοί ποτέ δεν περιττολογούσαν) σε συγκεκριμένες παραλλαγές . Ζωή και κότα , δηλαδή , αλλά δεν στενοχωριόσουνα , όλοι τα ίδια τρώγανε στη γειτονιά. :
Ήταν πρώτα ας πούμε μια φέτα που πάνω της η μάνα είχε αλείψει με το μαχαίρι «μπελντέ» από το κόκκινο κουτάκι με τον κύκνο που φύλαγε στο ντουλάπι ή στο φανάρι ή στο ψυγείο του πάγου , σκεπασμένο με λάδι για να μη χαλάει . Ποιο παιδί έφαγε φέτα με «μπελντέ» και το έχει ξεχάσει ; Κανένα !!! Εκείνη η πικάντικη γεύση του μπελντέ μαζί με το λαδάκι του και το νόστιμο ψωμί του ξυλόφουρνου της γειτονιάς παραμένει στη μνήμη της γεύσης μας όσα χρόνια κι αν πέρασαν , όσα φαγητά και «γκουρμεδιές» κι αν δοκιμάσαμε στις εποχές της αφθονίας .
Τα καλοκαίρια , αντί για «μπελντέ» βάζαμε στη φέτα φρεσκια ντομάτα : Κόβαμε στη μέση μια από εκείνες τις μυρωδάτες , αγνές , παλιές ντομάτες και μετά τρίβαμε την κομμένη ντομαάτ πάνω στη φέτα το ψωμί μέχρι να αφήσει εκεί το νόστιμο κόκκινο χυμό της και μετά τρώγαμε τη φέτα μας και την ντομάτα μαζί .
Ύστερα ήταν η φέτα με τη ζάχαρη : Βρέχαμε μια φέτα με νερό (όχι πολύ για να μην «παπαριάσει» και διαλυθεί) και μετά ρίχναμε πάνω της ζάχαρη . Η ζάχαρη νοτιζόταν απ’ το νερό και κολλούσε με πάθος γλυκό πάνω στη φέτα του ψωμιού . Κάθε δαγκωνιά ήταν και μια γεύση θεϊκής αμβροσίας !
Ήταν ακόμα η φέτα με το λάδι . Έριχνε η μάνα ή η γιαγιά λάδι με το ροΐ πάνω στη φέτα και μετά την «σπυραλάτιζε» (πόσες ωραίες παλαιές λέξεις έχουμε ξεχάσει) , έριχνε δηλαδή από πάνω με τα τρία δάχτυλα (σαν που κάνουμε το Σταυρό μας) αλατάκι και τέλος και ρίγανη ξερή με τον ίδιο τρόπο . Αυτή η φέτα ήταν η πιο μερακλίδικη φέτα της ιστορίας στο φαγητό του δρόμου και της αλάνας ! Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ποτέ καλύτερη παρέα από τούτους τους τέσσερις καλούς φίλους : Το ψωμί , το λάδι , το αλάτι και τη ρίγανη !
Άλλη φέτα , τηγανιτή με ζάχαρη ! Τηγάνιζαν τη φέτα το ψωμί σε λάδι , και από τις δυο μεριές , και μετά , ζεστή καθώς ήταν , την πασπάλιζαν με ζάχαρη . Έτσι , ζεστή , «πνιγμένη» στο λάδι και γλυκιά απ’ τη ζάχαρη , έκανε τους μικρούς γαβριάδες να την καταβροχθίζουν αυθωρεί και να ζητάνε και δεύτερη και τρίτη !
Πιο προωθημένη ήταν η φέτα με το αυγό ! Βουτούσαν τη φέτα μέσα σε χτυπημένο αυγό , την τηγάνιζαν , έριχναν μετά πάνω αλατάκι και πιπεράκι και είχες μια ομελέτα με ψωμί πεντανόστιμη , που σε ζούρλαινε και μόνο με τη μυρουδιά της !
Είχαμε , ακόμα , τη φέτα με το τυρί , το θρυλικό «ψωμοτύρι» , και τη φέτα με τις ελιές . Για ψωμοτύρι σου έδινε η μάνα σου μια φετάρα ψωμί και πάνω της ξαπλωμένη μια χοντρή φέτα μυρωδάτο τυρί απ’ το ξύλινο βαρέλι του μπακάλη της γειτονιάς . Για να μην έχεις και τα δυο σου χέρια απασχολημένα (το ένα χρειαζόταν για το παιχνίδι) έπιανες τη φέτα το ψωμί μέσα στη χούφτα λυγίζοντας προς τα μέσα τα τρία τελευταία δάχτυλα και με τα άλλα δυο (δείχτη και αντίχειρα) έπιανες το τυρί . Έτρωγες μια μπουκιά ψωμί , έτρωγες μετά και μια μπουκιά τυρί και στο τέλος έγλειφες και τα δάχτυλα που κρατούσαν το τυρί (ποτέ δεν μπόρεσα να εννοήσω πώς εμάς , έτσι που τρώγαμε με άπλυτα χέρια μέσα στις σκόνες , στις βρομιές και στα χώματα , δεν μας πλησίαζαν τα μικρόβια ενώ τα σημερινά παιδιά που ζουν σε αποστειρωμένο περιβάλλον αρρωσταίνουν συνεχώς) .
Η φέτα με τις ελιές ήταν … μια φέτα με ελιές . Μόνο που οι ελιές έμπαιναν μέσα σε ένα χωνάκι από χαρτί εφημερίδας ή περιοδικού (!!!) που σκάρωναν στα γρήγορα οι μανάδες μας (ποτέ δε μπόρεσα να το φτιάξω αν και το είχα δοκιμάσει άπειρες φορές) . Στη φέτα έριχναν πάνω και λίγο λάδι κι εσύ , χωρίς να σταματήσεις το παιχνίδι , έτρωγες μια «μπουκουνιά» ψωμί , έβαζες και στο στόμα μια ελιά , έφτυνες το κουκούτσι ( γεμάτες οι αλάνες με φτυμένα κουκούτσια και αγριελιές που φύτρωναν απ’ αυτά) και στο τέλος πετούσες κάτω και το χαρτί να πάει να το γλείψει καμιά γάτα .
Τέλος είχαμε την επίσημη φέτα της Κυριακής . Όταν η μάνα έφτιαχνε κάποιο φαγητό με «μπελντέ» ( κρέας ή κοτόπουλο με χυλοπίτες , τραχανά , ρύζι , κλπ , κλπ , ) γιάχνιζε πρώτα το κρέας με λαδάκι , κρεμμύδι , «μπελντέ» , αλάτι και πιπεράκι . Αυτό ήταν το περίφημο και πεντανόστιμο πρωτογιάχνι (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συνέχιζαν το μαγείρεμα και δεν σταματούσαν εκεί που ήταν το αποκορύφωμα της νοστιμιάς ) . Πριν , λοιπόν , συνεχίσει το μαγείρεμα και «χαλάσει» η σάλτσα απ’ το πρωτογιάχνι ρώταγε η μάνα :
-Θέλετε φέτα με σάλτσα ;
Ποτέ δεν είχα πει ή δεν είχα ακούσει «όχι» . Έπαιρνε τότε με την ξύλινη κουτάλα σάλτσα απ’ τη βαθιά κατσαρόλα και περίχυνε , πλούσια , τις φέτες με το ψωμί . Μας έτρεχαν κυριολεκτικά τα σάλια μπροστά σ’ αυτή τη μοναδική νοστιμιά . Πάντα ζητούσαμε κι άλλη φέτα , αλλά η μάνα ήταν απόλυτη :
-Όχι άλλο ! Θα λιγοστέψει η σάλτσα και δε θα γίνει καλό το φαγητό !
Έτσι λοιπόν , φέτα τη φέτα , μεγαλώσαμε , γίναμε κι εμείς «κάποιοι» , φάγαμε και χορτάσαμε και μπουχτίσαμε την αφθονία , αλλά πάντα είμαστε ακόμα πεινασμένοι για κείνες της φέτες του ψωμιού , που μας έζησαν σαν παιδιά ! Δεν τις χορτάσαμε ποτέ …τίποτε σημερινό δεν μπορεί να τις παραβγεί και να τις αντικαταστήσει !