Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

«Πάμε στις Καμάρες»; Ή απλώς: «Πάμε στις Καμάρες» . Με ή χωρίς ερωτηματικό , αυτή ήταν ή μόνιμη επωδός στην κουβέντα κάθε παρέας , που κινούσε για τη γιορτινή , την κυριακάτικη ή την καθημερινή της βόλτα .
Η βόλτα ήτανε , τότε , τρόπος ζωής . Όταν ένιωθες να μη σε χωράει το σπίτι , ιδιαίτερα τις Κυριακές και τις γιορτές , ντυνόσουν τα καλά σου , έπαιρνες την οικογένεια ή την παρέα σου κι έβγαινες βόλτα . Να πας κάπου και να περπατήσεις ! Να συναντήσεις κι άλλους ανθρώπους , να πεις μια «καλημέρα» , ένα «γεια» μια κουβέντα ζεστή , να νιώσεις πως είσαι μέρος του κόσμου , ν’ ανοίξει η ψυχή σου και να μπει φως και αεράκι ζωής , να ξυπνήσεις τον εαυτό σου που ήταν τρυπωμένος μέσα στα έγκατά σου , να βουτήξεις βαθιά μέσα στη θάλασσα της καρδιάς σου να βρεις τα πετράδια και τα μαργαριτάρια της .
Στη Σπάρτη , αρκετά ήταν τα μέρη για βόλτα . Όμως , οι Καμάρες ήταν οι αρχόντισσες . Είτε κινούσες από το Νέο Κόσμο , είτε από τη Βαγγελίστρα , είτε από τη Λάκκα ή το Ψυχικό , από τη Μαγούλα ή το Μυστρά ή τον Αγιάννη , από το Χατίπι , το Ψυχικό και την Καλογωνιά … ΟΛΟΙ οι δρόμοι οδηγούσαν εκεί : Στις Καμάρες .
Οι Καμάρες , μ’ έναν τρόπο μυστηριακό και όμορφο είχαν μπει στην καθημερινότητα και στον τρόπο ζωής μας :
-Πού τη γνώρισες ;
-Στις Καμάρες .
-Πού τον είδες ;
-Στις Καμάρες .
-Πού μιλήσατε ;
-Στις Καμάρες .
-Πού ήσουνα ;
-Στις Καμάρες .
-Πού θα πάτε ;
-Στις Καμάρες .
-Πού θα συναντηθούμε ;
-Στις Καμάρες .
-Από πού έρχεσαι ;
-Από τις Καμάρες .
-Πού ψώνισες ;
-Στις Καμάρες .

Όλο το τετράγωνο γύρω από την πλατεία έχει Καμάρες . Εμείς , όμως , όταν λέγαμε «στις Καμάρες» , εννοούσαμε , πάντα , το κομμάτι εκείνο στα βόρεια , που άρχιζε από τη γωνία του χειμερινού σινεμά ΦΛΟΡΑΛ και τέλειωνε στο γραφείο ταξιδίων ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ .
Αυτές οι γραφικές αψιδωτές στοές , που αποτελούν μια παραδοσιακή αρχιτεκτονική πρωτοτυπία της Σπάρτης μας , στο σημείο εκείνο ακριβώς , μάζευαν όλον τον κόσμο (ιδιαίτερα τη νεολαία) όλες τις ώρες , όλες τις μέρες , όλες τις εποχές για … βόλτα !
Δεν ξέρω γιατί αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι απ’ τις Καμάρες συγκέντρωνε τόσο κόσμο . Ίσως , γιατί το χειμώνα ήταν απάγκιο και το καλοκαίρι δροσερό . Ίσως γιατί εκεί υπήρχε το πιο παλιό σινεμά , το χειμερινό ΦΛΟΡΑΛ . Ίσως , επειδή εκεί ήταν τα «εμπορικά» (Τσαούσης , «ΑΘΗΝΑΙΑ», Καφετζόπουλος , Αφοί Φιλιππόπουλοι , Κιούσης , Ψυχράνης – Μανιάτης …) και κάνοντας βόλτα «χάζευαν» οι περιπατητές και τις βιτρίνες , κοιτάζοντας τις καλοντυμένες κούκλες , βάζοντας τον εαυτό τους στη θέση τους για να δουν αν τους πάει το ρούχο . Ίσως , γιατί εκεί στη γωνία του ΦΛΟΡΑΛ ήταν παραταγμένοι οι λούστροι με τα κασελάκια τους , ο Παναγιώτης , ο μπαρμπα-Γιάννης , ο Δήμος , ο «Πλάκας» , ο Γιωργάκος «ο πονεμένος» , ο μπαρμπα-Φώτης ο «Σουσάιν» … έτοιμοι όλοι , σε κάθε στιγμή , να βάψουν και να γυαλίσουν τα παπούτσια των περιπατητών , αφού τότε οι άνθρωποι ήθελαν όχι μόνο να ντύνονται όμορφα , αλλά να έχουν και καλογυαλισμένα παπούτσια . Ίσως , γιατί σ’ αυτές τις Καμάρες βρισκόταν το αρωματοπωλείο ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ που «συγκατοικούσε» με το φαρμακείο ΜΑΚΡΗ . Μύριζαν οι Καμάρες , απ’ άκρη σ’ άκρη , απ’ τις υπέροχες μυρωδιές που σκόρπιζαν στον αέρα οι «χύμα» κολόνιες του Ανδρικόπουλου , έτσι όπως καμάρωναν μέσα στα μεγάλα γυάλινα βάζα με τις βρυσούλες , πράσινες , κίτρινες , γαλάζιες …! Ίσως η βόλτα καθιερώθηκε σ’ αυτές τις Καμάρες γιατί στο υπόγειο , κάτω από το ΦΛΟΡΑΛ, προς Παλαιολόγου μεριά , ήταν το γαλακτοπωλείο του ΚΑΙΣΑΡΗ με τις απολαυστικές κρέμες και τα ρυζόγαλα με την κανέλλα (μοναδικές συνταγές , εφτασφράγιστα μυστικά) , τις καταπληκτικές πάστες αμυγδάλου (με το φρέσκο μαλακό σιροπιασμένο παντεσπάνι , τη γλυκιά κρέμα στο «ανάμεσα» και μπόλικη σαντιγί από πάνω , στολισμένη με καβουρδισμένο φιλέ αμυγδάλου κι ένα κατακόκκινο γλασέ κερασάκι) , τα μοναδικά γαλακτομπούρεκα με το τραγανό φύλλο , την αφράτη τρεμουλιαστή κρέμα και το μυρωδάτο σιρόπι (ποτέ δεν μπορούσες να σταματήσεις στο ένα κομμάτι) , τους ζεστούς , ροδοκόκκινους , τραγανιστούς λουκουμάδες με το μέλι και την κανέλα , τη συναρπαστική σιροπιαστή Κοπεγχάγη (γλυκό της χαράς, με γεύση και άρωμα ξεχωριστό) , το ζεστό φρέσκο γάλα σερβιρισμένο στα χοντρά γυάλινα ποτήρια συνοδευμένο με τις γλυκερές κίτρινες μεγάλες φρυγανιές απ’ του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ , το «βούτυρο-μέλι» με φέτες φρέσκου σουσαμένιου ψωμιού …! Διότι , εκεί που περπατούσες πάνω – κάτω στις Καμάρες , σου ερχόταν μια λιγούρα (ή … πες ότι ήταν μια πρόφαση) , κατέβαινες γρήγορα τα σκαλιά και στο μαρμάρινο παραδοσιακό τραπεζάκι του ζαχαροπλαστείου του ΚΑΙΣΑΡΗ ανανέωνες την απόφαση για νέες ατέλειωτες βόλτες στις Καμάρες .
Ίσως , ακόμα , η βόλτα μόνο στις βορινές Καμάρες , να οφειλόταν και στα δυο περίπτερα που βρίσκονταν στις άκρες της (έτοιμα να σε εξυπηρετήσουν σε κάθε ανάγκη) αλλά ΚΥΡΙΩΣ στο μαγαζί της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ με τους φρεσκοκαβουρντισμένους ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα , φιστίκια , στραγάλια -αφράτα, αλμυρά ή και ζαχαρωμένα- , πασατέμπο και ηλιόσπορους) , με τις σταφίδες, με τις καραμέλες , τα γλυκάκια κυδωνόπαστας , τα παστέλια , τα μαντολάτα … αλλά και τα παιχνίδια και όλα τα χρειαζούμενα για κάθε γιορτή (Χριστούγεννα , Πάσχα , Αποκριές , Εθνικές Επέτειοι , κλπ , κλπ ) ! Οι «ΚΑΜΑΡΕΣ» ήταν η «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» και η «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» ήταν οι «ΚΑΜΑΡΕΣ» . Κι επειδή βόλτα χωρίς σπόρια δε γινόταν έμπαινες στην ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ , ψώνιζες το σακουλάκι σου και η βόλτα έπαιρνε άλλον «αέρα» , με τα φλούδια να γεμίζουν το πλακόστρωτο κάτω απ’ τις Καμάρες , σαν τα ψίχουλα που έριχνε ο Κοντορεβιθούλης για να σημαδέψει το δρόμο της επιστροφής . Μόνο που εδώ , ο δρόμος ήταν γνωστός , οικείος και χιλιοπερπατημένος.
Από τις γραφικές παρουσίες στις Καμάρες ήταν και το υπόγειο στιλβωτήριο «Ο ΗΛΙΟΣ» του Λαυρέντη Ασληχανίδη , δίπλα ακριβώς από το ταμείο του ΦΛΟΡΑΛ .
Είχε τρία-τέσσερα καθίσματα υπερυψωμένα πάνω σε βάθρο και μπορούσες να βάψεις τα παπούτσια σου καθισμένος άνετα , διαβάζοντας την εφημερίδα σου ή κουβεντιάζοντας με τον Λαυρέντη , σε αντίθεση με το υπαίθριο γυάλισμα που γινόταν στα όρθια . Οι λούστροι της γωνίας το έβλεπαν ανταγωνιστικά το στιλβωτήριο , όπως οι εργάτες της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης είδαν , τότε, τις μηχανές . Μα να , που ο καιρός εξαφάνισε και τα στιλβωτήρια και τους λούστρους και απόμεινε μονάχα η θύμησή τους .
Βόλτα στις Καμάρες , λοιπόν : Πάνω – κάτω , κάτω – πάνω …γωνία ΦΛΟΡΑΛ στροφή , γωνία ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ στροφή . Ένα ατέλειωτο πήγαινε – έλα ανθρώπινων μερμηγκάδων , σε μια πορεία που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος .
Στις Καμάρες έκανε βόλτα ΟΛΟΣ ο κόσμος : Οικογενειάρχες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους , παππούδες με τα κουστουμάκια τους , τα καπέλα και τις μαγκούρες τους και γιαγιάδες καλοντυμένες με την αρχοντιά και τον αέρα άλλων εποχών . Παρέες που συζητούσαν ατέλειωτα τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητας , επαγγελματίες που έκαναν τις συναλλαγές και τις συμφωνίες τους ανάμεσα στις βόλτες , συνδικαλιστές που κουβέντιαζαν τα προβλήματα του κλάδου τους και τις αγωνιστικές τους προοπτικές , δημόσιοι υπάλληλοι αλλά και εργάτες , πλούσιοι και φτωχοί , άρχοντες και παρακατιανοί … ο καθένας χώραγε στη βόλτα στις Καμάρες , εκεί που έσβηναν όλες οι διαφορές και όλοι γίνονταν ίσοι . Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, όμως , ξεχώριζαν κι έδιναν άλλη ζωντάνια στη βόλτα στις Καμάρες οι νέοι :
Τα κορίτσια του Γυμνασίου Θηλέων , του Οικονομικού και του Πρακτικού , πιασμένα αγκαζέ , με το καρέ μαλλί τους ή τις αλογοουρές , τις λευκές κορδέλες , τη μαβιά ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι , τα άσπρα σοσόνια … ! Γεμάτα σπιρτόζικη αθωότητα , με τις ματιές να κόβουν σαν ψαλίδι , αριστερά – δεξιά , με τα σιγανοψιθυρίσματα στο αυτί και τα ξαφνικά (όλο νόημα) γελάκια . Και τ’ αγόρια του Αρρένων και του Οικονομικού , κοντοκουρεμένα , με τα παντελόνια καμπάνες και τα «μεσάτα» πουκάμισα , με τα μπιμπίκια τους , το λαδωμένο , όλο πιτυρίδα , μαλλί και το σήμα του σχολείου τους καρφιτσωμένο στο πέτο . Ίσως κανένα κομπολογάκι στο χέρι ή τουλάχιστον ένα μπρελόκ ή αλυσιδίτσα να φέρνει βόλτες στο δάχτυλο κι οπωσδήποτε ένα καθρεφτάκι στο τσεπάκι του πουκάμισου και μια τσατσάρα ψιλή στην κωλότσεπη .
Εκείνα τα μικρά καθρεφτάκια τα βρίσκαμε στα περίπτερα και στους ψιλικατζήδες . Μικρά , ορθογώνια καθρεφτάκια , με μια ντίβα της εποχής στο πίσω μέρος , ηθοποιό ή τραγουδίστρια , (η μόνη ευκαιρία που είχες για να επιλέξεις τη γυναίκα που σ’ άρεσε). Όταν ένιωθες ανασφάλεια εμφανισιακή , διέκοπτες τη βόλτα στις Καμάρες , πήγαινες κάπου απόμερα σε μια γωνιά ή σε κάποια βιτρίνα , έβγαζες το καθρεφτάκι , γυαλιζόσουν στα γρήγορα , έφτιαχνες τη χωρίστρα , σάλιωνες τα φρύδια και ξαναγύριζες στη βόλτα , πιο σίγουρος και αποφασιστικός .
Και , βέβαια , δεν ήταν μόνο οι μαθήτριες και οι μαθητές στη βόλτα στις Καμάρες . Ήταν και ο υδραυλικός και ο μπογιατζής και το παιδί του συνεργείου και η κομμώτρια και ο εργατάκος απ’ το γιαπί και η μικρή νοικοκυρούλα και ο υπάλληλος του μαγαζιού και η πωλήτρια και η μαθητευόμενη στη μοδίστρα και … και … και ….
Η βόλτα στις Καμάρες ήταν για τους νέους της εποχής το «νυφοπάζαρο» της μικρής μας πόλης . Εκεί πλέκονταν ειδύλλια της στιγμής , ειδύλλια πλατωνικά που έμεναν στη ματιά και στο χαμόγελο , αλλά και ειδύλλια που εξελίχθηκαν σε γοητευτικές ιστορίες αγάπης , με αίσιο (κάποιες φορές) τέλος . Οι Καμάρες και η βόλτα τους υπήρξαν για πολλούς και πολλές ο προθάλαμος της εκκλησίας . Αφού «έδενε» στις Καμάρες η συμπάθεια , ακολουθούσε η επίσκεψη στον μπαμπά , τα διαδόματα , η βόλτα χεράκι – χεράκι (πάντα με επίβλεψη) , οι «αρρεβώνες» και τέλος το «Ησαΐα χόρευε…» . «Πολλοί γάμοι φτιάχτηκαν στις Καμάρες , αλλά και πολλοί διαλύθηκαν» , είναι τα λόγια ενός βετεράνου και αθεράπευτου νοσταλγού της βόλτας στις Καμάρες , που κάπου εκεί , δέχτηκε , κάποτε , τη σαΐτα του φτερωτού θεού για τη σημερινή του γυναίκα .
Οι πιο μεγάλες στιγμές για τη βόλτα στις Καμάρες ήταν τα Σαββατόβραδα , οι Κυριακές , οι Εθνικές Γιορτές , οι μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα και Πάσχα) και οι Απόκριες .
Τα Σαββατόβραδα η χαρά της σκόλης έβγαινε βόλτα στις Καμάρες («αχ να ΄ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο…») . Όλη η κούραση της βδομάδας ακουμπούσε σ’ αυτήν τη βόλτα , ξεκουραζόταν η καρδιά και μαζί της το κορμί , τα σφιγμένα χείλη λύνονταν σε ένα χαμόγελο , κάποιο χέρι αόρατο έπιανε ένα σφουγγάρι βρεγμένο κι έσβηνε από τον μαυροπίνακα της ζωής όλα τα «χρέη» , γιατί όλοι το ξέρανε: «από Δευτέρα πάλι – πίκρα και σκοτάδι» .
Την Κυριακή το πρωί περνούσαν απ’ τις καμάρες οι καλοντυμένοι στα κουστούμια τους κύριοι για να γυαλίσουν τα παπούτσια τους πριν πάνε στην εκκλησία και μετά , με μια εφημερίδα στο χέρι , έκαναν τη βόλτα τους μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, πριν καταλήξουν στα καφενεία και στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας και μετά στο σπίτι για το κυριακάτικο τραπέζι . Εκεί , γύρω στις δέκα το πρωί , κατέφθαναν στις Καμάρες και οι μαθητές μετά τον σχολικό εκκλησιασμό , για να δουν και να αποφασίσουν σε ποιο σινεάκ θα πάνε (ΦΛΟΡΑΛ – ΑΤΤΙΚΟΝ – ΦΑΡΟΣ-ΑΝΕΣΙΣ) και να ψωνίσουν από την ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ τα χρειαζούμενα (σπόρια , καραμέλες , μαντολάτα κλπ). Και το βράδυ , όμως της Κυριακής , αν ο καιρός το επέτρεπε ή ήταν καλοκαιράκι , γινόταν στις καμάρες η τελευταία οικογενειακή βόλτα του Σαββατοκύριακου , η οποία κατέληγε εθιμικά στα γύρω καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία ή στο σινεμά που ήταν η μόνη διασκέδαση του καιρού εκείνου .
Στις Εθνικές Γιορτές , μετά την παρέλαση , ένα πλήθος ετερόκλητων περιπατητών κατέκλυζε τις Καμάρες : Μαθητές και μαθήτριες με τη στολή της παρέλασης , Τσολιάδες , Αμαλίες , πατεράδες γραβατωμένοι , μανάδες με τα πιο ωραία φορέματα που είχαν ράψει στις μοδίστρες , πιτσιρίκια ντυμένα με τα καλά τους κρατώντας ψηλά τις χάρτινες σημαιούλες που είχαν πάρει από την ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ , μωρά στα καροτσάκια με τις πιπίλες στο στόμα… μια πραγματική «Βαβυλωνία» που συνέχιζε μιαν άλλη , ιδιότυπη , παρέλαση στις Καμάρες μέχρις αργά το μεσημέρι . Το απόγευμα , μετά τους χορούς στην πλατεία , οι Καμάρες ξαναγέμιζαν και η βόλτα συνεχιζόταν ως αργά το βράδυ μέσα σε ανάταση εθνική .
Τις Αποκριές η βόλτα στις Καμάρες μεταβαλλόταν σ’ ένα αυθόρμητο λαϊκό καρναβάλι . Με μια μάσκα που σε έκανε πιο θαρρετό και τολμηρό , μ’ ένα καπέλο , με μπόλικο χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες από την ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ , με ροκάνες και άλλα αποκριάτικα , το κέφι και η χαρά άναβαν σ’ όλες τις καρδιές και γίνονταν όλοι μια ζεστή παρέα που χαιρόταν και διασκέδαζε , αποκριές που έγιναν αλησμόνητες όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε . Τι απέγινε εκείνο το κέφι , εκείνη η χαρά , εκείνοι οι άνθρωποι ; Δυστυχώς το ποτήρι της χαράς είναι βαρύτερο όταν αδειάσει .
Τα Χριστούγεννα ο κόσμος έβγαινε έξω για τα ψώνια των γιορτών και στις Καμάρες γινόταν το αδιαχώρητο : Άντρες και γυναίκες ντυμένοι στα ζεστά τους ρούχα , με τις τσάντες γεμάτες , με χριστουγεννιάτικα δέντρα , στολίδια και δώρα στα χέρια , πιτσιρίκια με μπαλόνια μεγάλα δεμένα στην κλωστή και παιχνίδια που δεν περίμεναν την πρωτοχρονιά για να βγουν απ’ τα κουτιά τους , βολτάριζαν πάνω κάτω για να ρουφήξουν όλες τις σταγόνες της χριστουγεννιάτικης χαράς .
Το Πάσχα , επίσης , ιδιαίτερα τα βράδια πριν από τις Ολονυχτίες της Μ. Εβδομάδας και τον Επιτάφιο της Μ. Παρασκευής , όλοι έκαναν βόλτα στις Καμάρες , σεμνά –όμως- και ταπεινά , μέσα στο μελαγχολικό πνεύμα των ημερών . Όμως το Μ. Σάββατο το πρωί , μετά την «πρώτη Ανάσταση» , το χαρμόσυνο μήνυμα «Ανάστα ο Θεός...» έφτανε μέχρι τις Καμάρες από τους πιστούς που έρχονταν από την Θεία Κοινωνία για να πάνε στου Καίσαρη για λουκουμάδες και να κάνουν τα τελευταία ψώνια για την Ανάσταση . Το βράδυ δε , έβγαιναν από νωρίς στις Καμάρες , ντυμένοι με τα καλά τους , κι έκαναν βόλτα κρατώντας στα χέρια τις άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες που είχαν ήδη προμηθευτεί από τα κηροπλαστεία της πόλης αλλά και από τους πλανόδιους που έστηναν πάγκους με λαμπάδες στα πεζοδρόμια . Όταν χτύπαγαν οι καμπάνες κοντά στα μεσάνυχτα , τότε μόνο όλοι οι περιπατητές έφευγαν , ο καθένας για την ενορία του , για να κάνουν Ανάσταση .
Οι Καμάρες , λόγω του κόσμου που συγκέντρωναν εκεί , τραβούσαν (όπως το φως της λάμπας τις νυχτοπεταλούδες) τους βιοπαλαιστές που έβγαζαν μεροκάματο με τις λεγόμενες «δουλειές του ποδαριού» . Εκεί , σε κάποια γωνιά στις Καμάρες , έστηνε τη στρογγυλή τενεκεδένια. φουφού του ο Παλαμίδας , για να χαράξει με τη φαλτσέτα και να ψήσει μετά τα νόστιμα κάστανά του , ζεστή – γλυκιά συντροφιά στις χειμωνιάτικες βόλτες , ζεστά μυρωδάτα κάστανα που έσπαζαν τη μύτη των περιπατητών και τους έκαναν να κοντοστέκονται πάνω από τη ζεστασιά του κάρβουνου , για ν’ αγοράσουν ψημένα κάστανα μέσα στο χάρτινο χωνάκι , ζεσταίνοντας πρώτα τα χέρια τους και μετά την καρδιά τους . Στις Καμάρες ερχόταν και ο Ρετσινάς με τις νόστιμες , ζεστές του τυρόπιτες , ο μπαρμπα-Βαγγέλας με μοναδικά , υπέροχα ματζούνια του και ο Σάμαλης με το αφράτο , σιροπιαστό σάμαλι (τι άλλο;) και τα κορνέ του τα γεμάτα με λαχταριστή , κάτασπρη σαντιγί . Εκεί περιδιάβαινε , πάνω –κάτω , και ο Γαλιάτσος (ο περίφημος παλιός ντελάλης της Σπάρτης) με τις εφημερίδες και τα λαχεία του , που έκανε να αντιβουίζουν οι Καμάρες από τη χαρακτηριστική στεντόρεια φωνή του
Η βόλτα στις Καμάρες είχε πολλές επιλογές για το πριν ή το μετά . Σίγουρα , όμως , η σπουδαιότερη απ’ αυτές ήταν το σινεμά . Άλλοι έκαναν πρώτα βόλτα και μετά πήγαιναν σινεμά , άλλοι πήγαιναν πρώτα σινεμά και μετά έκαναν βόλτα , άλλοι έκαναν βόλτα ΚΑΙ πριν ΚΑΙ μετά από το σινεμά . Και βέβαια το σινεμά που είχε δέσει την παρουσία του με τη βόλτα στις καμάρες ήταν το χειμερινό ΦΛΟΡΑΛ των αφών ΙΩΑΝΝΙΔΗ , εκεί στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου . Φώτα , πινακίδες με φωτογραφίες των ταινιών , ταμείο , προθάλαμος , αίθουσα κι εξώστης , μας χάρισε το ΦΛΟΡΑΛ ατέλειωτες αποδράσεις από την καθημερινότητα και αξέχαστα ονειρικά ταξίδια με τις ωραίες ταινίες του , ξένες κι ελληνικές . Πολλές φορές , ιδιαίτερα στην περίοδο της δικτατορίας , τότε που τα πράγματα στα σχολεία είχαν γίνει πολύ αυστηρά για τους μαθητές , στο πεζοδρόμιο , μπροστά από το ΦΛΟΡΑΛ , γινόταν πανδαιμόνιο . Ήταν οι στιγμές , που κάποιοι καθηγητές του Αρρένων ή του Θηλέων , έκαναν τη θρυλική «έφοδο» , προκειμένου να συλλάβουν «επ’ αυτοφώρω» τους μαθητές που παρακολουθούσαν κάποια ταινία , έστω κι αν η ταινία αυτή ήταν , ας πούμε , η … Μαίρη Πόπινς !!! Με ταχύτητα αστραπής εισέβαλλαν στο σινεμά κατά τη διάρκεια του διαλείμματος , κατέγραφαν στο μπλοκάκι τους τα ονόματα των μαθητών και αποχωρούσαν με το κεφάλι ψηλά , κάτω από τα γιουχαΐσματα των απ’ έξω . Την άλλη μέρα στο σχολείο ακολουθούσαν οι αποβολές .
Σήμερα οι Καμάρες είναι ακόμα εκεί , μα τίποτε πια δεν είναι ίδιο . Οι ίδιες οι Καμάρες έχουν αλλάξει : Παλιά κτήρια γκρεμίστηκαν και νέα υψώθηκαν στη θέση τους . Τα περισσότερα παλιά μαγαζιά έχουν φύγει κι άλλα έχουν ανακαινιστεί . Οι πλανόδιοι βιοπαλαιστές δεν υπάρχουν πια . Η κοινωνία και ο τρόπος ζωής άλλαξαν ραγδαία και η βόλτα σταμάτησε εδώ και χρόνια πολλά . Τα αγόρια και τα κορίτσια εκείνης της εποχής , εκείνα που έλιωσαν πολλά παπούτσια στο ατέλειωτο πήγαινε – έλα της χαράς και της ζωής στις Καμάρες , λείπουν κι αυτά . Έχουν γίνει , πια , παππούδες και γιαγιάδες και μόνο , πού και πού , μιλάνε με βαθιά νοσταλγία στα εγγόνια τους για τη βόλτα ενός παλιού καιρού . Οι σημερινοί νέοι δεν περπατούν πια , δεν κουβεντιάζουν , δεν επικοινωνούν , δεμένοι στο σύγχρονο τρόπο ζωής που τους αλλοτριώνει συνεχώς . Ελάχιστοι μεσήλικες οδηγούν , καμιά φορά , τα βήματά τους εκεί , στις Καμάρες , σε μια προσπάθεια να συναντήσουν το «Χθες» , σαν μια συμβολική εικόνα της αλλαγής των καιρών .
Δεν ξέρω αν οτιδήποτε παλιό ήταν πραγματικά τόσο ωραίο , όσο το θυμάται κανείς . Ο Καμπούρογλου , όταν έγραφε την ιστορία της παλιάς Αθήνας είχε πει :
« Και οι κοκόροι της εποχής μου , όπως μου φαίνεται , λαλούσαν γλυκύτερα» .
Η νέα εποχή μπορεί να σάρωσε τα πάντα στο διάβα της , όμως δεν μπόρεσε να στεγνώσει τις δροσοσταλίδες που άφησε το «Χθες» στην καρδιά μας . Είναι σίγουρο πως τα αγόρια και τα κορίτσια που περπάτησαν κάποτε στις Καμάρες , θυμούνται . Και η θύμηση κάνει το κάθε τι αθάνατο . Μέσα στην καρδιά και στο μυαλό τους οι Καμάρες υπάρχουν ακόμα . Και τις περπατούν τα αγόρια και τα κορίτσια του Χθες νοσταλγικά , με μάτια κλειστά και ζωηρό χτυποκάρδι , ζωντανεύοντας το όνειρο κι ανασαίνοντας το άρωμα της νιότης . Κι όταν ανοίγουν τα μάτια τους , είναι σίγουρο πως ψάχνουν απέναντι , στη βόλτα του νου , μήπως και ξαναδούν εκείνα τα μάτια που κάποτε έκαναν την καρδιά τους να χτυπήσει πιο γρήγορα και πιο δυνατά