Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

-Να πάρεις ένα ΚΛΥΝ , πέντε δραχμές τυρί , ένα λουλάκι , μαλλιά αγγέλου και να γεμίσεις κρασί το μπουκάλι . Και πρόσεχε μη το σπάσεις .
Αυτά παράγγελνε η μάνα μου και η φράση η τελευταία «Και πρόσεχε μη το σπάσεις» αφορούσε περισσότερο τον αδερφό μου το Γιάννη , που , συχνά , όταν πήγαινε για θέλημα στο μπακάλικο , έσπαζε τα μπουκάλια γεμάτα με το κρασί , κατά την επιστροφή στο σπίτι . Και η «πλάκα» είναι πως τα έσπαζε , σχεδόν , στο ίδιο σημείο , εκεί που μετά άρχιζε να μυρίζει σαν να είχε βγάλει κανένας κάποιο κρασοβάρελο και το είχε πλύνει για να βάλει καινούριο μούστο .
-Είναι πολλά , ρε μάνα , … γράφτα μου γιατί θα τα ξεχάσω .
Και τα ’γραφε η μάνα με το μολύβι κι εγώ (όταν μου λάχαινε ο κλήρος) με το ανορθόγραφο σημείωμα στην τσέπη και με τα «ψιλά» σφιχτοδεμένα στη χούφτα , έφευγα τρεχάτος για τη μικρή μπακαλοταβέρνα της γειτονιάς . Ήμουνα χαρούμενος γιατί μου είχαν εμπιστευθεί σήμερα τα ψώνια , γιατί θα άνοιγα πρώτος το σακουλάκι του ΚΛΥΝ για να βρω και να πάρω δικό μου το «καμποάκι» που κρυβόταν μέσα στην άσπρη μυρωδάτη σκόνη του για το πλύσιμο , γιατί θα κράταγα δικά μου τα λίγα ρέστα για να αγοράσω τ’ απόγευμα απ’ τον μπαρμπα - Βαγγέλα που θα περνούσε με το καρότσι του απ’ τη γειτονιά κανένα ματζούνι και γιατί θα βρισκόμουνα και πάλι στην ατμόσφαιρα του μικρού μπακάλικου , απ’ το οποίο ψώνιζε όλη η γειτονιά του Νέου Κόσμου της Σπάρτης .
ΟΙΝΟΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ
Ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Γ. ΛΟΥΜΑΚΗΣ

Το ’λεγε , φαρδιά – πλατιά , η λαμαρινένια ταμπέλα κάτω απ’ το τσίγκινο στέγαστρο του φαναρτζή , γραμμένη ιδιοχείρως με γαλάζια λαδομπογιά . Ένα διώροφο παλιό σπίτι με κεραμίδια , που στο «μισοβυθισμένο» ισόγειό του βρισκότανε το μικρό μπακάλικο-ταβερνάκι του ΛΟΥΜΑΚΗ . Τι ταβερνάκι … κουτούκι πες καλύτερα για να ’σαι μέσα . Επί της Α. Νίκωνος , αριθμός 36 , έξω , ακριβώς , απ’ τα κάγκελα του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης . Ένα παραθυράκι με ταμπλαδωτά εξώφυλλα και μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα με τζάμι έβαζαν μέσα το φως . Κατέβαινες δυο σκαλοπατάκια και το πρώτο πράγμα που αισθανόσουν ήταν η μυρουδιά : σαλάμι , κρασί , σαρδέλα , ρέγκα , τηγανισμένο λάδι , τυρί , μαγειρευτό φαΐ … Ο κυρ – Γιώργης ο Λουμάκης εκεί . Με το λαμπερό του πρόσωπο , τα γαλανά του τα μάτια , τ’ ασημένια μαλλιά καλοχτενισμένα προς τα πάνω , πάντα χαμογελαστός και καλοσυνάτος , έτοιμος ν’ ακούσει τις παραγγελίες που του διαβάζαμε από το χαρτάκι. Από κοντά και η κυρα – Στρατήγω (Ψηλακάκου) , η γυναίκα του , να «πιάνει» κρασί, να βάζει καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες , να φροντίζει και να ετοιμάζει τη μικρή κουζινούλα για τους βραδινούς πελάτες του καπηλειού .
Μικρό το κουτουκάκι . Χαμηλοτάβανο . Έξι – εφτά ξύλινα τραπεζάκια σκεπασμένα με μουσαμά του μέτρου . Κάμποσες ψάθινες καρέκλες που οι γύφτοι οι πλανόδιοι με τα ψαθιά στον ώμο , τις είχαν πλέξει ουκ ολίγες φορές . Δάπεδο τσιμεντένιο που πάνω του είχαν στάξει χιλιάδες ξέχειλα ποτήρια με κρασί , λάδια και μπουκιές από το πιάτο του ρεφενέ , χώματα και λάσπες από χιλιάδες πατούμενα που μπήκαν νωρίς και βγήκαν αργά , τόσο λερωμένο (όσο κι αν το σφουγγάριζε η Λουμάκαινα δεν καθάριζε ποτέ) που δεν ήξερες , πια , αν κάποτε είχε δικό του χρώμα .
Στον τοίχο ένας αυτοσχέδιος τιμοκατάλογος , κάτω από την ξύλινη κρεμάστρα για τα σακάκια , έτσι όπως τον είχε γράψει με λαδομπογιά επί τόπου (άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο) ένας μόνιμος θαμώνας του Λουμάκη , ο Τάκης ο Κατσούλης :

Τιμολόγιον
Οίνος …
Ερίφιον…
Ψυτό…
Βακαλάος…
Ψάρια…
Κοτόπουλο…
Πριζόλες…
Εντόσθια…
Μπύρα Α΄…
Πορ/δες…

Με το τελευταίο είδος του τιμοκαταλόγου «πορ/δες» μην πάει ο νους σας στο «κακό»… Για «πορτοκαλάδες» πρόκειται , που ο Τάκης έκανε συγκοπή σε παρεξηγήσιμο σημείο . Αξιοσημείωτο και το γεγονός πως γνώριζε , ο μπαγάσας ο Τάκης , ότι ό «οίνος» γράφεται με «όμικρον γιώτα» και παίρνει «ψιλή – περισπωμένη» αλλά του «διέφυγε» πως το «ψυτό» γράφεται με «ήτα» . Τέλος , οι «πριζόλες» ήταν η «εξευγενισμένη» λαϊκή γραφή της γαλλικής «μπριζόλας» που την έχουμε δει σ’ όλες τις παραλλαγές της από τους «γλωσσοπλάστες» ταβερνιάρηδες της εποχής εκείνης (κι όχι μόνο) ως μπριζόλα – πριτζόλα – πριζόλα - – μπριτσόλα - πριτσόλα κ.ο.κ.
Ήταν , ακόμα , μέσα στο κουτούκι ένας πάγκος ξύλινος και πίσω του οι ξύλινες θήκες με τις φακές , το ρύζι , τη ζάχαρη , τα φασόλια … Μέσα σε κάποιαν απ’ αυτές τις θήκες αναπαυόταν η λαμαρινένια σέσουλα , έτοιμη , με μια επιδέξια κίνηση , να φτυαρίσει το περιεχόμενο και να τ’ αδειάσει στη γκρίζα χαρτοσακούλα . Στον τοίχο , πάνω από τις θήκες , ράφια ξύλινα με κονσέρβες (ΦΛΟΚΟΣ , TAΪ- Ο…) , «κορνεμπίφ» , σπιρτόκουτα , λουμίνια για το καντήλι , οινόπνευμα , σκόνες (απορρυπαντικά) ΡΟΛ , ΤΑΪΝΤ , ΚΛΥΝ , σοκολάτες ΙΟΝ , καραμέλες ΑΣΤΑΚΟΣ (γύρω άσπρη καραμέλα και μέσα καφετιά γέμιση) , το κουτί με τα λουκούμια , το τελάρο με τις χρυσές ρέγκες … Πάνω απ’ τον πάγκο , κρεμασμένα από πρόκες στην κόρδα τα σαλάμια του ΔΑΓΡΕ από την Τρίπολη και στη γωνιά το παλιό ψυγείο ΙΖΟΛΑ με τις μπίρες ΦΙΞ και τα περίφημα σπαρτιάτικα αναψυκτικά ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ , ΜΕ ή ΧΩΡΙΣ ανθρακικό (πορτοκαλάδες, λεμονάδες , βυσσινάδες , γκαζόζες) στα όμορφα γυάλινα μπουκαλάκια τους με τις χρωματιστές χάρτινες ετικέτες κολλημένες πάνω στο μπουκάλι και τα πολύχρωμα καπάκια για «σκουφί» που τα μαζεύαμε και παίζαμε μ’ αυτά , όπως με τους βόλους , αλλά σε τσιμεντένια δάπεδα και αυλές για να γλιστράνε .
-Να τα φέρετε , πάλι , πίσω τα μπουκαλάκια ! έλεγε η κυρα- Στρατήγω , αλλά ποιος την άκουγε !!! Πολλά απ’ αυτά ξέμεναν στα σπίτια μας και τα χρησιμοποιούσαν οι μανάδες μας για να βάζουν λάδι , ξίδι , κρασί , νερό , λικέρ …
Σε μια κολώνα του μαγαζιού , κρεμασμένες στο καρφί , οι χαρτονένιες καρτέλες με τα μπαχαρικά στα μικρά διάφανα φακελάκια : Πιπέρι , κανέλλα , γαρίφαλο , κύμινο μοσχοκάρυδο … Θυμάμαι ακόμα τον Ινδιάνο που καμάρωνε ζωγραφιστός στο πάνω μέρος της καρτέλας , με τα φανταχτερά πολύχρωμα φτερά στο κεφάλι . Στη γωνιά , ρολά με χαρτί του μέτρου χρωματιστό για να ντύνουν οι νοικοκυρές τα ντουλάπια του τοίχου , κουζινόχαρτα λουλουδάτα με δαντελωτές άκρες για τη μπορντούρα του τζακιού και των ραφιών του χειμωνιάτικου και μουσαμάς του μέτρου χρωματιστός για τα τραπέζια . Δίπλα τους ακουμπισμένη η μεγάλη πλεχτή νταμιτζάνα με την «μπανάνα» , το υπέροχο λικέρ της ποτοποιίας ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, το οποίο αγοράζαμε χύμα και το είχαμε πάντα πρόχειρο στο σπίτι για να κερνάμε τους επισκέπτες και τους καλεσμένους στις γιορτές . Ήταν τόσο θελκτική η γεύση και το άρωμα αυτού του λικέρ , που όταν το παίρναμε στα μισοκαδιάρικα γυάλινα μπουκάλια που μας έδινε η μάνα μας να γεμίσουμε , δε χάναμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε καθ’ οδόν μερικές γουλιές . Φτάναμε , τότε , στο σπίτι με μάγουλα κόκκινα και δακρυσμένα μάτια απ’ την καούρα , κάνοντας την ανυποψίαστη μάνα μας να φωνάζει γιατί η κυρα – Στρατήγω δε μας γέμισε «πάνω-πάνω» το μπουκάλι . Πάνω στον πάγκο του ΛΟΥΜΑΚΗ καμάρωνε η βασίλισσα του μπακάλικου , η παλιά ζυγαριά , με τους «ασημένιους» δίσκους της (έναν δεξιά και έναν αριστερά) και τα δυο «κοκοράκια» στη μέση , που έδειχναν αν η ζύγιση ήταν ακριβής . Έβαζε ο κυρ-Γιώργης ή η κυρα-Στρατήγω το τυρί , ας πούμε , που είχαμε αγοράσει , πάνω στον ένα δίσκο , έβαζε στον άλλον τα μεταλλικά σταθμά ώσπου να ισορροπήσει η ζυγαριά , πρόσθετε μετά τα σταθμά , έβρισκε το βάρος κι έβγαζε το λογαριασμό . Κάτω από τον πάγκο «κρυβόταν» το ξύλινο βαρέλι με το μυρωδάτο τυρί και στο βάθος η παλιά πλάστιγγα , που ζύγιαζε τα μεγάλα βάρη . Η θεια - Στρατήγω , πολλές φορές που πηγαίναμε για ψώνια , μας έλεγε ν’ ανεβούμε πάνω στην πλάστιγγα και κάνοντας τα «μαγικά» της (μια διαδικασία ζύγισης που ποτέ δεν καταλάβαμε) μας έλεγε πόσα κιλά πηγαίναμε .
-Άντε , ρε , κατέβα . Αδύνατος σαν τσίχλα είσαι , τρομάρα σου ! Να τρως , να παχύνεις !
Στο «δίπλα» της πλάστιγγας , πάνω στο δάπεδο ακουμπισμένο , ένα στρογγυλό φανταχτερό λαμαρινένιο δοχείο με μαγειρικό λίπος μαγνήτιζε τα μάτια μας . Κόκκινο ήταν , έγραφε ARISTON , και είχε μπούστο έναν καλοθρεμμένο χαμογελαστό τσολιά με τσιγκελωτό μουστάκι και αστραποβόλα μάτια που με τα δυο του δάχτυλα (το δείχτη και τον αντίχειρα) ενωμένα έκανε το σήμα της ποιότητας . Με χαρντμπορντ (από κείνο που κάνανε παλιά στα σπίτια τα ταβάνια) , ένα μέρος του μικρού μπακάλικου , στην πλάτη του πάγκου , είχε χωριστεί από τον υπόλοιπο χώρο . Εκεί μέσα ήταν τα τρία μεγάλα ξύλινα βαγένια , που κάθε χρόνο γέμιζαν με αγνό μυρωδάτο κρασί από το χωριό της Λουμάκαινας , το Δαφνί , καμάρι και περηφάνια του κυρ- Γιώργη του Λουμάκη , γλυκιά απόλαυση για τους οπαδούς του «κόμματος των βαρελοφρόνων» , που κάθε βράδυ μετέτρεπαν το μικρό και φτωχικό ταβερνάκι σε «ναό» χαράς , γλεντιού και ανθρωπιάς .
Απ’ τα βαρέλια αυτά έπιανε κρασί με τα μεγάλα κατρούτσα η κυρα – Στρατήγω , για να μας γεμίσει τα μπουκάλια, ιδιαίτερα τις Κυριακές και τις γιορτές που δεν έπρεπε να λείπει το κρασί από το σπίτι . Χαρά εμάς των παιδιών , να κρατάμε το χωνί στο στόμιο του μπουκαλιού και να βλέπουμε το κόκκινο κρασί να αφρίζει πέφτοντας στη γυάλινη κοιλιά του μπουκαλιού . Και η θεια - Στρατήγω να μας ορμηνεύει να σηκώνουμε το χωνί λιγουλάκι , μην ξεχειλίσει και χυθεί το κρασί έξω .
Μοναδική μας αγωνία , όταν πηγαίναμε να πάρουμε κρασί στου Λουμάκη , ήταν μη μας βάλει η Λουμάκαινα να κάνουμε το λογαριασμό . Ήταν κάτι μυστηριώδη μπουκάλια που δεν παίρνανε μέσα τους «στρογγυλή» ποσότητα .Έριχνε η Λουμάκαινα μέσα το κιλό , έριχνε το μισόκιλο , έριχνε το «μικρό» … άντε να βρεις άκρη .
-Κάνε λογαριασμό με τόσο το κιλό , μας έλεγε , μια στις τόσες , η κυρα – Στρατήγω μισογελώντας πειραχτικά.
Κρύος ιδρώτας μας περιέλουζε . Πιάναμε το μολύβι και το μπλοκάκι , κάναμε προσθέσεις , κάναμε πολλαπλασιασμούς , ξεχνάγαμε δεκαδικά , βάζαμε αλλού την υποδιαστολή , βγάζαμε κάτι ποσά αστρονομικά , που θα ’πρεπε ο πατέρας μας να δουλεύει όλη του τη ζωή για να πληρώσει το κρασί . Γέλαγε η κυρα – Στρατήγω , που δεν ήξερε γράμματα , έβαζε κάτω το μυαλό της , και στο «πι και φι» έβγαζε το λογαριασμό .
-Άντε , βρε , τίποτα δε μαθαίνετε στο σχολείο , μας πείραζε .
Με την «ουρά στα σκέλια» πληρώναμε , παίρναμε το μπουκάλι και όπου φύγει – φύγει . Να λύνεις στο σχολείο του κόσμου τα δύσκολα προβλήματα και να μην μπορείς να βρεις πόσο κάνει ένα μπουκάλι κρασί ! Ντροπή !
Από δεύτερο χέρι πήρε το σπίτι και την ταβέρνα ο κυρ – Γιώργης ο Λουμάκης , στις αρχές του ’50 . Το σπίτι αυτό ήταν αρχικά του ΡΑΠΑΤΑ και κάπου στα 1949 - 1950, ο γαμπρός του άνοιξε ένα ταβερνάκι αποκάτω . Λίγο κρασί ( ένα βαρελάκι μικρό) , ένας φτωχομεζές στη λαδόκολλα κι ένα γραμμόφωνο ! Το ’βγαζαν έξω στο παράθυρο τα καλοκαίρια και γέμιζαν τα βράδια με καημούς και παράπονα : «Σε δείλιασε η φτώχεια μου» , «Απόψε είναι βαριά» , «Κάποια μάνα αναστενάζει» , «Ο τραυματίας» … . Και η φτωχολογιά από τα γύρω χαμόσπιτα ν’ ακούει απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα τα τραγούδια και να ονειρεύεται πως , δεν μπορεί , θα γυρίσει ο τροχός και θα ’ρθουν αποπάνω οι φτωχοί και αποκάτω οι πλούσιοι .
Ύστερα , ο κυρ – Γιώργης ο Λουμάκης , από την Αναβρυτή , τσαγκάρης στο επάγγελμα , και η κυρα – Στρατήγω (Ψηλακάκου) από το Δαφνί , ζευγάρι και σύντροφοι στη ζωή και στον αγώνα , αγόρασαν το σπίτι και συνέχισαν να λειτουργούν το ταβερνάκι για να βγάλουν τη ζωή τους πέρα , κάνοντάς το την πιο θρυλική ταβέρνα της Σπάρτης . Παιδιά δεν τους χάρισε η ζωή . Έδιναν όμως την αγάπη τους στα ανίψια τους (από την κυρα- Στρατήγω) , τον Παύλο και τον Σταύρο που όντας μαθητές του γυμνασίου Αρρένων (μετά σπούδασαν καθηγητές) έμεναν στο σπίτι και βοηθούσαν κι αυτοί στην ταβέρνα όταν μπορούσανε .
Απ’ το χωριό της κυρα-Στρατήγως , άρχισαν να έρχονται τα φημισμένα καλά δαφνιώτικα κρασιά και να γεμίζουν τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια . Ο κυρ – Γιώργης άρχισε να φτιάχνει μεζεδάκια που δεν είχαν ξαναμυρίσει άλλοτε στη φτωχοταβέρνα : Μοσχάρι λεμονάτο στην κατσαρόλα , αρνάκι ψητό με πατάτες στην παλιά στόφα , συκωτάκια λαδορίγανη στο τηγάνι , ντολμαδάκια αυγολέμονο , μπακαλιάρο τηγανητό («φτωχογιάννη» τον έλεγε ο κυρ – Γιώργης , αφού ο παστός μπακαλιάρος ήταν τότε φτηνός και , πραγματικά , αποτελούσε το φαΐ των φτωχών αντικαθιστώντας το κρέας) κ.α.π.
Στόμα με στόμα τα «καλά μαντάτα» έφτασαν σε κάθε γωνιά της Σπάρτης και «πλάκωσε κόσμος» ! Όποια ώρα κι αν πήγαινες , απ’ το πρωί ως το βράδυ , θα ’βρισκες πελάτες με μισόκιλα άδεια και ποτήρια γεμάτα στα τραπέζια του μικρού καπηλειού : Εργάτες που έκαναν διάλειμμα από τις γειτονικές οικοδομές και πήγαιναν να πιουν ένα ποτήρι και να φάνε μια πιρουνιά να στυλωθούν . Απόμαχοι της ζωής που μπόλιαζαν τα πέτρινα χρόνια τους με ζωή κι ανασεμιά . Τσαγκάρηδες που παράταγαν τ’ αμόνι , το σφυρί και τη φαλτσέτα , έβαζαν λουκέτο στο τσαγκάρικο και πήγαιναν στου Λουμάκη να «μπαλώσουν» την ψυχή τους κι ας περίμενε μια μέρα ακόμα τα «ντακουνάκια» η κυρία . Αγωνιστές του πεζοδρομίου ( κουλουράδες , αχθοφόροι , λαχειοπώλες , μανάβηδες , λούστροι , εφημεριδοπώλες , μπογιατζήδες…) ΟΛΟΙ εκεί . Παρόντες σ’ ένα σιωπηλό προσκλητήριο , σε μια «συνωμοτική» συνάντηση , σ’ ένα κοινό τραπέζι , στο οποίο υπήρχε καρέκλα για τον καθένα , σωματοφύλακες της ζωής και του ιδρώτα της , ορκισμένοι στον άγραφο νόμο :
« Ένας για όλους και όλοι για έναν» .
Το πρωί και το μεσημέρι «τη βόλευαν» οι ανυπόμονοι με καμιά κονσέρβα ψάρι , γαρνιρισμένη με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι και λεμόνι , με λίγο σαλάμι , τυρί , ελιές , κανένα «κορνεμπίφ» περασμένο απ’ το τηγάνι . Μα τα βράδια … Ω ! τα βράδια ! Μοσχομύριζε το μικρό ταβερνάκι απ’ τα τηγάνια και τις κατσαρόλες της κυρα - Στρατήγως και τα μεράκια του κυρ – Γιώργη . Τα τραπέζια γεμάτα . Οι καρέκλες γεμάτες . Οι καρδιές γεμάτες . Στη μέση του τραπεζιού να λάμπει το κόκκινο κατρούτσο του κιλού και του μισόκιλου ή το «κουλουκάκι» για τους μοναχικούς «ξεροσφύρηδες» . Από κάτω η λαδόκολλα . Δίπλα , παρέα στο κατρούτσο , το κεφαλοτύρι , το συκωτάκι , ο ντολμάς , ο κεφτές , ο μπακαλιάρος , το αρνάκι , το «ερίφιον» , η μαρουλοσαλάτα … και γύρω-γύρω οι αγωνιστές του μεροκάματου , εκείνοι που είχαν πάθει στη ζωή τους πολλά «στραπάτσα» , εκείνοι που τους «νύχιασε» η φτώχεια , ο πόλεμος , η μιζέρια , η απελπισιά , η αδικία , η προδοσία μιας αγάπης , εκείνοι που οι «καθώς πρέπει» τους είπανε μπεκρήδες , ως άλλοι ιππότες μιας «Στρογγυλής Τραπέζης» , μοιράζονταν το μεζέ , τη μπουκιά , τη γουλιά , την αγάπη .
Και να γεμίζει το ταβερνάκι Ανθρώπους . Κι έξω να βρέχει , να χιονίζει , να φυσά ο κρύος βοριάς . Και η «σαρανταπεντάρα» λάμπα να καίει δίπλα στην ταμπέλα σαν φάρος που δείχνει λιμάνι στους ξέμπαρκους . Και το ραδιοπικάπ μέσα να παίζει τραγούδια του Μητσάκη :
«Η νύχτα είναι παγερή
Και σιγοψιχαλίζει
Κι απ’ την απέναντι γωνιά
Το καπηλειό φωτίζει»

Και ν’ ανατριχιάζουνε οι «μπεκρήδες» και να λένε : « Να , ρε , για τη δικιά μας τη ταβέρνα το ’γραψε το τραγούδι ο Μητσάκης» . Και να τσουγκρίζουνε δυνατά τα ποτήρια , μέχρι να κάνουνε να πονέσει το γυαλί .
Εκεί μέσα ο μοναχικός έβρισκε συντροφιά , ο πονεμένος παρηγοριά , ο απελπισμένος ελπίδα . Ο χαρούμενος να μοιράζεται τη χαρά του . Ο λυπημένος τη στεναχώρια του , Όλοι αδέρφια . Όλοι φίλοι . Όλοι μια οικογένεια . Ένα σπίτι . Μια ζεστασιά . Ένας ουρανός . Ένα «χθες» . Ένα «αύριο» . Εκεί η ψυχή ξεφόρτωνε το άχθος . Με τα πρώτα ποτήρια η γλώσσα λυνόταν . Η καρδιά έσπαζε τα σκουριασμένα λουκέτα και λευτερωνόταν . Μυστικοί πόνοι , μυστικές χαρές , μυστικές ελπίδες , γύριζαν από τραπέζι σε τραπέζι. Κανείς δεν τις πρόσβαλλε . Κανείς δεν τις κορόιδευε . Κανείς δεν τις περιφρόναγε. Πολλές φορές μάτια ξένα έκλαψαν πάνω στο ποτήρι για τον πόνο του διπλανού . Πολλές φορές χείλη ξένα γέλασαν για τη χαρά του συντρόφου . Κι όταν τέλειωναν τα μυστικά και οι εξομολογήσεις , έβγαιναν τα τραγούδια . Ο Λαυρέντης ο Ασληχανίδης , ας πούμε , (είχε το υπόγειο στιλβωτήριο «ΗΛΙΟΣ» στις καμάρες , δίπλα ακριβώς στο σινεμά ΦΛΟΡΑΛ) έπιανε το μπουζουκάκι του κι άρχιζε τις γλυκές πενιές . Όλοι έπιαναν το τραγούδι . Παλιά , βαριά , μερακλίδικα τραγούδια , πονεμένα , όλοι μαζί , κανένας μοναχός , κι εκείνος που έφερνε στη μέση τις στροφές του ζεϊμπέκικου δε χρειαζόταν να προσποιείται τα μεθυσμένα τα βήματα.
Αστεία και πειράγματα και «παρεξήγησις μηδέν» . Κι όταν κάποιος της παρέας «έφευγε για πάντα» , κάθε βράδυ του ’καναν οι φίλοι και συμπότες μνημόσυνο και , φορές – φορές , το ποτήρι του στεκόταν γεμάτο , πλάι στα ποτήρια των ζωντανών .
Ο Κυριάκος για παράδειγμα , ένας της παρέας του Λουμάκη (ράφτης στο επάγγελμα), είχε φύγει απρόσμενα για το αγύριστο ταξίδι και ο Γιώργης ο Γκέστος (μπογιατζής) πείραζε το Μήτρο τον Παναγιωτόπουλο (τσαγκάρη):
-Δημητράκη , πότε θα φύγεις ;
-Ε, θα φύγω σε λίγο . Γιατί ρωτάς ;
-Να …θέλω να πας ένα τελάρο πορτοκάλια στον Κυριάκο .

Τα δυνατά γέλια της παρέας , με πρώτο τον Δημητράκη , «μούντζωναν» το Χάρο που πήρε το φίλο τους , του τον «άρπαζαν» απ’ το αραχνιασμένο σεράι του και τον έστηναν ολοζώντανο στο τραπέζι τους .
Ο μπαρμπα-Μήτρος ο Παναγιωτόπουλος ήταν από τους πιο φανατικούς θαμώνες της ταβέρνας του Λουμάκη . Όταν έβλεπες το παλιό πράσινο ποδήλατό του , ένα Ράλεϊ της εποχής , παρκαρισμένο δίπλα στο παράθυρο της ταβέρνας , σήμαινε πως ο μπαρμπα - Μήτρος είχε αφήσει τα εργαλεία της δουλειάς (τσαγκάρης ήταν) και είχε πιάσει κιόλας το ποτήρι .
-Γιώργη , βάλε ένα «σκρίβερ» , έλεγε στον Λουμάκη . Και «σκρίβερ» στη γλώσσα του μπαρμπα-Μήτρου (που την είχε μάθει και ο Λουμάκης) σήμαινε : «Βερεσέ και γράφτο» .
Ένας άλλος μόνιμος πελάτης , ο μπαρμπα - Αντώνης ο Κατσούλης (χτίστης ήτανε) έπινε «μέχρι τελικής πτώσεως» . Όταν έφευγε («έφευγε» …τρόπος του λέγειν») πήγαινε για το σπίτι του , που ήταν κοντά στην ταβέρνα , τοίχο-τοίχο , για να μην πέσει . Αν βρισκόταν στο δρόμο και άκουγε αυτοκίνητο , άνοιγε τα πόδια , σταθεροποιούταν όσο μπόραγε κι έμενε ακίνητος . Έλεγε μέσα του : «Θα με δει τ’ αμάξι , θα σταματήσει και δε θα με πατήσει» ! Λένε , ακόμα , πως η τελευταία κουβέντα του , πριν ξεψυχήσει στο σπίτι του , ήταν : «Δώστε μου ένα ποτηράκι κρασί» !
Ξεχωριστή στιγμή για την ταβέρνα του Λουμάκη ήταν το πρωινό της Κυριακής . Όλοι ήξεραν πως ο Λουμάκης , κάθε Κυριακή , έφτιαχνε ντολμαδάκια με τρυφερά αμπελόφυλλα και καυτό αυγολέμονο . Έσπευδαν , λοιπόν , από νωρίς , να προλάβουν, γιατί η κατσαρόλα άδειαζε ώσπου να πεις κύμινο . Το μεσημέρι , φυσικά, στο σπίτι , όλοι οι «πρωινοί» της Κυριακής στου Λουμάκη , ήταν ανόρεχτοι . Μα … πού να πουν στη συμβία τους πως είχαν «ξενοφάει» ; Θα τους έσουρνε τα «εξ αμάξης» και θα είχανε γκρίνια μέχρι την άλλη μέρα . Πρόβαλλαν , λοιπόν , αθώες δικαιολογίες του τύπου : «Δεν έχω όρεξη σήμερα , ρε γυναίκα» , «Νιώθω λιγουλάκι άρρωστος» , «Είμαι λίγο κουρασμένος» , «Κάπως άνοστο είναι το φαΐ σήμερα » … και … κατευθείαν στο κρεβάτι , για να φύγει η θολούρα απ’ το κρασί και να σιγανέψει η γκρίνια .
Γυναίκα απαγορευόταν να μπει στου Λουμάκη σε ώρα κρασοκατάνυξης . Όχι γιατί είχε εκδοθεί καμιά διαταγή . Απλώς , έτσι ήταν ο άγραφος νόμος της εποχής . Μόνο την ημέρα πήγαιναν οι γυναίκες εκεί , για ψώνια . Το βράδυ η ταβέρνα γινόταν για τις γυναίκες «άβατον του Α. Όρους» . Κι αν καμιά έφτανε μέχρι το κατώφλι για να αναζητήσει τον άντρα της που είχε αργήσει , ούτε καν της περνούσε απ’ το μυαλό να πατήσει τα σκαλοπάτια και ν’ ανοίξει την πόρτα . Περίμενε απ’ έξω μέχρι να φανεί κάποιος που πήγαινε να πιει στην ταβέρνα και παράγγελνε :
-Πες του Πότη , αν είναι μέσα , να βγει έξω που τονε θέλω .
Αν ο Πότης ήτανε στις καλές του , έβγαινε , άφηνε να τονε πάρει αγκαζέ η γυναίκα του και να τον οδηγήσει στη γαλήνη της οικογενειακής εστίας . Αν , όμως , ο Πότης είχε πάρει «ανάποδες» , έβγαινε , της «κατέβαζε καντήλια» , καμιά φορά της άστραφτε και καμιά «ανάποδη» , κι έμπαινε ξαναμμένος στην ταβέρνα για να συνεχίσει το κρασί.
Για ένα μεγάλο διάστημα η ταβέρνα του Λουμάκη συνδέθηκε (οργανικά θα λέγαμε) με τη λειτουργία του γειτονικού Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης : Μαθητές των μεγάλων τάξεων έβγαιναν από τα κάγκελα , αγόραζαν ψωμοτύρι ή σαλάμι και προσφάιζαν στα διαλείμματα ή στις θρυλικές κοπάνες που έκαναν από τα μαθήματα . Μερικοί τολμηροί κατέβαζαν και κανένα ποτηράκι στα όρθια . Έλεγαν , καλαμπουρίζοντας , ότι τους βοηθούσε στα Μαθηματικά !!!
Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά , «κεραυνός» χτύπησε το μικρό ταβερνάκι : Ο κυρ-Γιώργης έπαθε βαρύ εγκεφαλικό . Καθηλώθηκε σε μια αναπηρική καρέκλα . Η κυρά-Στρατήγω ήταν αδύνατο να τα βγάλει πέρα μόνη της . Οι «πιστοί» όμως συνέχιζαν να πηγαίνουν στην ταβέρνα όπως και πριν . Μόνο που τώρα όλα είχαν αλλάξει . Η χαρά είχε δραπετεύσει από το κουτουκάκι . Ο κυρ- Γιώργης τους κοίταγε με τα γαλανά του μάτια και δάκρυζε . Ήταν σαν ξαφνικά να είχε έρθει βαρυχειμωνιά . Το μπακάλικο μαράζωσε . Και η ταβέρνα το ίδιο . Μετά ο κυρ-Γιώργης πέθανε . Η κυρα-Στρατήγω , περισσότερο από συνήθεια ζωής παρά από ανάγκη , συνέχιζε να φέρνει κρασί . Ούτε ήξερε κανείς από πού έφερνε μούστο . Μα μόλις αυτός έπεφτε στα παλιά ξύλινα βαρέλια , λες και τον άγγιζε κάποια ευλογία , γινόταν «κράσαρος» όπως παλιά .
Στα χρόνια τα στερνά , λίγοι ξεροσφύρηδες , αμετανόητοι νοσταλγοί του παρελθόντος , πήγαιναν στην ταβέρνα του ΛΟΥΜΑΚΗ κι έπιναν μερικά ποτήρια σαν μνημόσυνο στον κυρ-Γιώργη και σπονδή στις παλιές στιγμές . Ύστερα χάθηκαν κι αυτοί . Η κυρα-Στρατήγω η Λουμάκαινα , μόνη , με δυο βασιλικά στη γλάστρα του μπαλκονιού και πολλές αναμνήσεις στην καρδιά , άνοιγε με το μεγάλο κλειδί , καθημερινά , την παλιά ξύλινη πόρτα της ταβέρνας . Μέσα εκεί ο χρόνος είχε σταματήσει . Όλα ήταν στη θέση τους όπως τότε . Μόνο οι άνθρωποι έλειπαν . Έκανε μια βόλτα πίσω από τον πάγκο , γύριζε ανάμεσα στα τραπέζια , έριχνε μια ματιά στην κουζίνα , καμιά φορά δάκρυζε , κι ύστερα κλείδωνε κι ανέβαινε στο σπίτι .
Τα βράδια «άκουγε» αποκάτω φωνές . «Άκουγε» μπουζούκια και τραγούδια . «Άκουγε» ποτήρια να τσουγκράνε . «Άκουγε» τη φωνή του άντρα της του Γιώργη . «Άκουγε» και τα βαριά βήματα εκείνου του μόρτη που χόρεψε το τελευταίο ζεϊμπέκικο , ένα Σαββατόβραδο που ήταν συννεφιασμένη η καρδιά του .
Κι ύστερα , στις αρχές της νέας χιλιετίας , πέθανε και η κυρα – Στρατήγω κι έμεινε παντέρημο το σπίτι και το παλιό ταβερνάκι μ’ ένα σύρμα στην πόρτα για κλειδί . Μέχρι που ένα πρωί το σώριασαν κάτω και το έστειλαν στον Παράδεισο που κοιμούνται οι αναμνήσεις .

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο• καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο• το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.» Νίκος Καζαντζάκης


*Ευχαριστώ το θείο μου , Θύμιο Κοντοέ , που συμπλήρωσε τις αναμνήσεις και τον αδερφό μου Γιάννη που τράβηξε , κάποτε , τις φωτογραφίες από το εσωτερικό της ταβέρνας .