Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Έχουμε, ανάμεσα σ’ άλλες πολλές, τη λέξη «υπερήφανος» που επέζησε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα ατόφια, για να σημαίνει αυτόν που έχει υπερηφάνεια, δεν θέλει να τον μειώνουν, να τον θίγουν, να του κάνουν παρατηρήσεις ή αυτόν που αισθάνεται χαρά και τιμή για κάτι, τιμά κάτι και τιμάται ιδιαίτερα από κάτι.

Η λέξη «υπερήφανος» ( αρχαία ελληνική ὑπερήφανος ) παράγεται από το ὑπέρ + φαίνω, όπου φαίνω σημαίνει λάμπω, ακτινοβολώ. Άρα αυτός που είναι υπερήφανος, σύμφωνα με τη μαγεία της υπέροχης ελληνικής γλώσσας, είναι εκείνος που αισθάνεται τόσο καλά, ώστε λάμπει (μεταφορικά) πιο πολύ κι από το φως !!!

Από τη λέξη «υπερήφανος» παράγεται το ρήμα «υπερηφανεύομαι» και απ’ αυτό παράγεται με τη σειρά του το ουσιαστικό «υπερηφάνεια» ( υπερηφανεύομαι + εια).

Μέχρι την εισβολή της δημοτικής στην εκπαίδευση λέγαμε στην καθομιλουμένη με τρόπο φυσικό το ρήμα «υπερηφανεύομαι» αλλά και «υπερήφανος» και «υπερηφάνεια».

Ακόμα και τα παιδάκια της πρώτης Δημοτικού μάθαιναν, κάποτε, από το αξέχαστο Αλφαβητάρι με τον Μίμη, την Άννα και τ’ άλλα παιδιά, τη σωστή χρήση της λέξης «υπερήφανος» :

Υπερήφανος κόκκορας

-Κικιρίκο! Κικιρίκο,

Εφώναζε ο κόκορας.

Καμαρωτός, καμαρωτός.

Υπερήφανος κόκκορας.

(Αλφαβητάριον Ι.Κ. ΓΙΑΝΝΕΛΗ – Γ. ΣΑΚΚΑ, ΟΕΔΒ 1957)

Μετά την καθιέρωση της δημοτικής, ΟΛΑ τα παραπάνω τα κάναμε: «περηφανεύομαι», «περήφανος» και «περηφάνεια», ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ κυριολεκτικά τη λέξη, αφού εξοντώσαμε το «ὑπέρ» μια κύρια πρόθεση της αρχαίας ελληνικής που ΖΕΙ μέχρι σήμερα.

Αν έτσι πρέπει να είναι, τότε να σκοτώσουμε κι όλες τις άλλες λέξεις που αρχίζουν από «υπερ» όπως π.χ: υπερασπιστής = περασπιστής, υπεράνθρωπος = περάνθρωπος, υπεροπλία = περοπλία, υπερτίμηση = περτίμηση, κλπ, κλπ. Αν αυτό φαίνεται (και είναι) γελοίο, γιατί η υπερηφάνεια = περηφάνεια δεν είναι;

Και δεν έφτανε μόνον αυτό. Η εκφορά της λέξης συνεχίστηκε, αφού η λέξη «περηφάνεια», που είχε απομείνει, άλλαξε ορθογραφία κι έγινε «περηφάνια»!!! Έτσι η λέξη αποκόπηκε παντελώς από τη ρίζα της κι έγινε άλλο ένα λεξιλογικό ναυάγιο στο σημερινό πέλαγος των ναυαγίων της ελληνικής γλώσσας έτσι όπως την έκαναν οι «κοπτοράπτες» της ελληνικής εκπαίδευσης, που σπρώχνουν φιλότιμα τον Ελληνισμό στον γκρεμό, «δολοφονώντας» την πολυτιμότερη αποσκευή που είχε στο ταξίδι των χρόνων, την ίδια του τη Γλώσσα.

Κι ας βροντοφωνάζει από το παρελθόν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός:

«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου,

πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»