Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Το χωριό Στρούνι (Αμφιθέα) βρίσκεται , κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, στις πλαγιές του βουνού Μιτσικέλι .
Κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-44 (αλλά και μετά την απελευθέρωση) , τα μαθήματα των παιδιών του σχολείου, γίνονταν σε εξωτερικό χώρο , δίπλα στον τοίχο της εκκλησίας του χωριού , αφού ΟΛΑ τα ξύλα του σχολικού κτιρίου , συμπεριλαμβανομένου και του ξύλινου πατώματος , είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Ιταλούς κατακτητές για καύσιμα . Έτσι το σχολείο είχε μετατραπεί σε στάβλο , σε μέρος ακατάλληλο για να κάνουν τα παιδάκια μάθημα .

Στα 1946 η σπουδαία φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου πέρασε από το Στρούνι , βρήκε το δάσκαλο να μαθαίνει «αλφαβήτα» στα παιδιά , έξω από την εκκλησία έχοντας γράψει με ένα κομμάτι ασβέστη (πού να βρεθεί κιμωλία !!!) στον πίνακα τη φράση : "Το Στρούνι είναι στην Ήπειρο" και τράβηξε αυτήν την τόσο όμορφη και συγκινητική φωτογραφία με τα πολλά και σημαντικά νοήματα και τις πολλές αναγνώσεις :
Παιδάκια πεινασμένα, φτωχοντυμένα με τρύπια , μπαλωμένα ρούχα , χωρίς παπούτσια , μέσα στο κρύο και τ’ αγιάζι του χειμώνα , παιδάκια που στα μάτια τους ακόμα είχαν τη φρίκη και το φόβο του πολέμου και της μαύρης σκλαβιάς , στριμωγμένα τρία-τρία …τέσσερα –τέσσερα (όσα τέλος πάντων χωρούσαν) στα λίγα ξύλινα θρανία που είχαν σωθεί , με μια πλάκα κι ένα κοντύλι μόνο μπροστά τους (κι όχι όλα) κοιτάζουν κατάματα το δάσκαλό τους τον φτωχοντυμένο και ταλαιπωρημένο , που ανεβασμένος στο πεζούλι της εκκλησιάς , χωρίς έδρα , χωρίς ούτε καν μια καρέκλα για να ακουμπά και να ξαποσταίνει, πασχίζει να δώσει στα παιδάκια του , στους μαθητές του «ΦΩΣ» !

Κάποτε , η αγάπη για την Πατρίδα και τα Γράμματα δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο , παρά "της καρδιάς το πύρωμα ... και ... το αίμα" !!!

«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα δεκατέσσερα παιδιά (1957) (απόσπασμα)