Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Κάποτε, στον τόπο μας, σε ένα ορεινό χωριό, υπήρχε ένας φτωχός πάμφτωχος κτηνοτρόφος, ο οποίος, εκτός από την φτώχεια του, είχε και έναν μεγάλο καημό. Ήταν άκληρος. Η γυναίκα του δεν κατάφερε να του κάνει παιδί. Και εκτός από αυτόν τον μεγάλο καημό είχε και την άλλη στεναχώρια. Τι να κάνει για να ξεφορτωθεί (συγνώμη να παντρέψει) τις πέντε θυγατέρες του. Δεν ήταν ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρείς. Μια χούφτα άχρηστες του ξεφούρνισε η κυρά του.

Σαν ήρθε η ώρα και τα κορίτσια άρχισαν να μεγαλώνουν επικίνδυνα, άνοιξε ο δρόμος της μετανάστευσης και πήρε μια ανάσα ο κτηνοτρόφος μας. Έστειλε τις δυο μεγαλύτερες, σαν υπηρέτριες, στον μακρινό Καναδά. Εκεί βρήκαν και την τύχη τους, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες. Του καλάρεσε του πατέρα η μέθοδος και ήταν ευτυχής που είχε βρει λύση στο πρόβλημα του. Το σχέδιο ήταν να φύγουν οι τέσσερεις για Καναδά και να κρατήσει στο χωριό την μικρότερη, την Αντιγόνη, για να τους γηροκομήσει, αυτόν και την κυρά του.

Εκεί που ετοίμαζε λοιπόν το πακέτο της τρίτης για τον Καναδά, ένας συγχωριανός τους, που ήταν ερωτευμένος μαζί της καιρό, σαν έμαθε για την μετανάστευση της καλής του, ζήτησε το χέρι της και δεν ήθελε ούτε προικιά, ούτε παρά. Έτσι ο πατέρας διέκοψε τα σχέδια του για την τρίτη και μετακόμισε στην τέταρτη κόρη.

Πριν προλάβει τα διαδικαστικά (πρόσκληση από τις αδερφές της και όλα τα συμπαρομαρτούντα) ήρθε προξενιό για την Αντιγόνη, την μικρότερη και την πιο τσαχπίνα. Γύρισε λοιπόν το απόγευμα ο πατέρας στο σπίτι και μάζεψε το υπόλοιπο γυναικείο δυναμικό του σπιτιού και τους ανακοίνωσε.
-Ήρθε προξενητής από το διπλανό χωριό για την Αντιγόνη. Ο γαμπρός, δεν ξέρει τι έχει. Έχει χωράφια, έχει αμπέλια, έχει ζωντανά και το καλλίτερο σπίτι στο χωριό. Έχει και τρακτέρι.
-Τι είναι τούτο, άντρα μου; ρώτησε η κυρά του.
-Τι να σου λέω. Είναι καινούργιο πράμα που σκάβει τα χωράφια χωρίς τσαπί. Έχει και μηχανή και προχωράει μόνο του. Εγώ έχω δει ένα. Και κάνει πολλά λεφτά κατά που λένε στον καφενέ. Ααα! Έχει και δυο χρυσά δόντια ο γαμπρός.

Μπορεί ο γαμπρός να μην ήξερε τι έχει, ήξερε όμως με κάθε λεπτομέρεια ο μέλλων πεθερός.
-Υπάρχει όμως ένα θέμα που δεν σας είπα από την αρχή. Ο γαμπρός είναι μεγαλούτσικος. Είναι γέρος 54 χρόνων. Πέντε χρόνια πάνω από μένα. Είναι και φιλάσθενος.

Ενώ κοιτούσαν όλες με απορία τον πατέρα και επεξεργάζονταν τα όσα τους είπε, έλαβε τον λόγο η μητέρα, της οποίας , από ότι φάνηκε, ο επεξεργαστής, δούλευε με μεγαλύτερη ταχύτητα. Απευθύνθηκε στην Αντιγόνη, γιατί αυτήν αφορούσε το θέμα. Οι υπόλοιποι απλά ήταν ακροατές.

-Αντιγόνη, είσαι 20 χρόνων. Παραμεγάλωσες και η μοίρα σου θα είναι ή ο Καναδάς, ή ένας φτωχός γάμος στο χωριό. Και εδώ πεινάς και στον φτωχογάμο θα πεινάς. Μπορεί ο γαμπρός τούτος να είναι μεγάλος ,αλλά εκεί θα τα έχει όλα και μπόλικα. Και αφού είναι και φιλάσθενος, λίγα τα ψωμιά του. Σε λίγα χρόνια, δύο ή τρία ή λίγο παραπάνω, θα είσαι λεύτερη και με παρά και με περιουσία βαρβάτη. Και κάνεις τότε τη ζωή που ονειρεύεσαι.

Η Αντιγόνη, που ήταν λουσσού και απαιτητική, τα μέτρησε, τα σκέφτηκε και στο τέλος πήρε την μεγάλη απόφαση. Δηλαδή να παντρευτεί τον γέρο ετών 54 που της προξένευαν. Σκέφτηκε πως καθόλου δεν θα ήθελε να πλένει πιάτα στον Καναδά, που ήταν το βασικό επάγγελμα των μεταναστών εκείνα τα χρόνια, ούτε να ψωφοπεινάει σε έναν φτωχό γάμο.

Ο γάμος έγινε, η Αντιγόνη μετακόμισε στο διπλανό χωριό και είχε όλα τα καλά στα πόδια της. Ο γέρων ετών 54, ο οποίος για την ιστορία ήταν μοναχοπαίδι και ορφανός από νεαρή ηλικία, όταν γνώρισε την οικογενειακή θαλπωρή και βοηθούσης της παρουσίας της νεαρότατης συζύγου του, τσουτσούρωσε. Ξανάνιωσε, βελτιώθηκε η υγεία του και ξεκίνησαν την μεγάλη ζωή, ότι δηλαδή ποθούσε η Αντιγόνη. Εκείνο δε που την είχε συνεπάρει είναι τα πολλά και μακρινά ταξίδια που έκαναν σε όλη την χώρα. Τα ταξίδια σταμάτησαν για λίγο καιρό όταν απέκτησαν τον γιό τους.

Τα χρόνια περνούσαν και το ραντεβού του γέρου με τον Άγιο Πέτρο έπαιρνε από αναβολή σε αναβολή. Το παιδί μεγάλωνε και η Αντιγόνη αγουρογερνούσε πιά δίπλα στον γέρο.

Όταν ο Αγιος Πέτρος αποφάσισε να καλέσει τον άντρα της Αντιγόνης, εκείνος διένυε το 94ο έτος της ηλικίας του. Η Αντιγόνη ήταν κουρασμένη, γερασμένη, αγνώριστη και το παιδί , που ήδη πλησίαζε το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του, δεν είχε εργαστεί ούτε μια μέρα και είχε ξεπουλήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του πατέρα του. Μετά την ταφή του γέρου, έμειναν μάνα και γιός αξιολύπητοι και άφραγκοι.

Τελικά « Άλλα μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει»
ΑΚΟΥΤΕ Κ. ΠΡΩΘΥΠΟΡΓΕ;

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr